Ο Στίβεν Λι Μάιερς, πρώην επικεφαλής του γραφείου των New York Times στη Μόσχα, τον απόλυτο (για περισσότερο από 18 χρόνια) ηγέτη της Ρωσίας τον γνωρίζει πολύ καλά. Μάλιστα του έχει αφιερώσει και ένα βιβλίο με τον άκρως κατατοπιστικό τίτλο, όσον αφορά το περιεχόμενό του, «Ο Νέος Τσάρος: η Άνοδος και η Ηγεμονία του Βλαντίμιρ Πούτιν». Σε μια μακροσκελή ανάλυσή του, στο κυριακάτικο φύλλο της νεοϋορκέζικης εφημερίδας, ο Μάιερς προσπαθεί να δώσει μια απάντηση σε ένα ερώτημα που απασχολεί πάρα πολλούς, ειδικά στη Δύση: πώς εξηγείται η επιτυχία του Πούτιν τόσο στο εσωτερικό της πατρίδας του όσο και στον υπόλοιπο κόσμο;
Πώς είναι δυνατόν, διερωτάται ο αμερικανός δημοσιογράφος, ένας άνθρωπος που αφάνισε τους πολιτικούς του αντιπάλους και πλούτισε τους ημετέρους του, προσάρτησε την Κριμαία, στήριξε (ηθικά και υλικά) το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ και αποπειράθηκε να επηρεάσει το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, να αποτελεί «ήρωα» των λαϊκιστών, των πάσης φύσεως αυταρχικών ηγετών και λοιπών πολιτικών που κινούνται στο περιθώριο της διεθνούς πολιτικής;
Μέρος της απάντησης, υποστηρίζει ο Μάιερς, έγκειται στο γεγονός ότι ο Πούτιν «δεν προσφέρει κάποια συνεκτική ή περιεκτική ιδεολογία, όπως κάποτε πρόσφερε ο κομμουνισμός, αλλά ένα άμορφο μοντέλο για την προστασία της εθνικής κυριαρχίας από τους διεθνείς οργανισμούς, όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που συστάθηκαν για την εξάλειψη των χειρότερων εκφάνσεων του εθνικισμού».
Από την Πρωτοχρονιά του 2000, όταν ανέλαβε για πρώτη φορά την εξουσία, ο Πούτιν δεν δίστασε στιγμή να αψηφήσει τους επικριτές του, τόσο στην πατρίδα του όσο και στη διεθνή σκηνή, αγνοώντας τους κανόνες και τους θεσμούς της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Αντί να συμπορευτεί με τη φιλελεύθερη Δύση, ο νεοεκλεγείς, με το εντυπωσιακό 76,6% των ψήφων, πρόεδρος (για τέταρτη φορά) της Ρωσίας, κατέληξε σήμερα να αποτελεί σημείο αναφοράς μιας νέας γενιάς πολιτικών που αμφισβητούν τις βασικές αρχές της.
Κατάφερε να αναδειχθεί ως πρότυπο για τους θιασώτες των ανελεύθερων Δημοκρατιών στη Δύση, γιατί υπόσχεται -επισημαίνει η Αλίνα Πολιάκοβα από το Brookings Institution- «να προστατέψει την εθνική ταυτότητα από όλα όσα εκλαμβάνονται ως οι απειλές ενός παγκόσμιου φιλελευθεροποιημένου κόσμου. Μεταξύ αυτών των “απειλών” συμπεριλαμβάνονται οι γάμοι μεταξύ ομοφυλόφιλων, η μετανάστευση και η εκχώρηση της πολιτικής ατζέντας σε μακρινούς διεθνείς θεσμούς».
Και φαίνεται πως έχει ελάχιστη σημασία το γεγονός ότι πρόκειται ξεκάθαρα για μια αναγκαστική εξιδανίκευση. Σίγουρα είναι λίγοι οι άνθρωποι στην Ευρώπη που θα ήθελαν να είναι πολίτες ενός κράτους όπου κυριαρχεί η διαφθορά, τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική. Αλλά πρόκειται για μια «ισχυρή εξιδανίκευση», υποστηρίζει η Πολιάκοβα, «γιατί προσφέρει στους ανθρώπους κάτι στέρεο από το το οποίο μπορούν να κρατηθούν σε έναν κόσμο που γίνεται άυλος. Ο Πούτιν είναι απτός. Είναι πραγματικός. Εκφράζει μια αίσθηση εθνικότητας». Και αποδεικνύεται πως τα φαινόμενα έχουν μεγαλύτερη σημασία από την ουσία. Στην περίπτωση του Πούτιν, αυτό που μετράει είναι κυρίως η παρουσία, η εικόνα. Και η ικανότητα του να αξιοποιεί την ισχύ των ΜΜΕ προς όφελός του, τον κατατάσσει στο ίδιο στρατόπεδο με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι και τον Ντόναλντ Τραμπ.
Αλλά για την αξιοσημείωτη επιτυχία του Βλαντίμιρ Πούτιν, ευθύνεται εν μέρει και η Δύση. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει ο Γκάρι Κασπάροφ, ο διάσημος πρώην σκακιστής και νυν αντιφρονών και σφοδρός πολέμιος του ρώσου προέδρου: «Οταν ο ελεύθερος κόσμος αποφάσισε, πριν από 25 χρόνια, ότι δεν υπήρχε πρόβλημα να καταπιέζονται οι άνθρωποι στο εσωτερικό και να ωφελούνται (τα κράτη) από την πρόσβαση στις αγορές και την αποδοχή της διεθνούς κοινότητας, συνήψε ένα συμβόλαιο με τον διάβολο. Και, αντί να φιλελευθεροποιηθούν οι δικτατορίες, διαδόθηκαν η διαφθορά και η περιφρόνηση για τις δημοκρατικές διαδικασίες».