Τον περασμένο μήνα ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είπε ότι δεν είχε «υψηλότερη προτεραιότητα» από την απελευθέρωση του δημοσιογράφου Εβαν Γκέρσκοβιτς και του πρώην πεζοναύτη Πολ Γουίλαν, που είχαν συλληφθεί στη Ρωσία κατηγορούμενοι για κατασκοπεία. Την Πέμπτη, μετά από μήνες παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων και ελιγμών, τα κατάφερε.
Η πολυμερής ανταλλαγή 24 αιχμαλώτων με τη Ρωσία –η μεγαλύτερη από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου– είναι μια τεράστια επιτυχία στο ενεργητικό ενός προέδρου που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την υποψηφιότητα επανεκλογής του στον Λευκό Οίκο πριν από δύο εβδομάδες, όπως αναφέρει δημοσίευμα του BBC.
Οπως πολλοί προκάτοχοί του στο τέλος της θητείας τους στον Λευκό Οίκο, ο Μπάιντεν ανακάλυψε ότι η εξωτερική πολιτική είναι ένας τομέας όπου ένας πρόεδρος, ακόμη και αν είναι παραγκωνισμένος από την εκλογική διαδικασία, μπορεί να πετύχει αξιοσημείωτα αποτελέσματα.
Συνήθως αυτή η εστίαση στην εξωτερική πολιτική συμβαίνει στο τέλος μιας δεύτερης θητείας, όταν ο υπό αποχώρηση πρόεδρος αποφορτίζεται από το στρες και τις υποχρεώσεις της εκστρατείας επανεκλογής του και η προσοχή των ψηφοφόρων στρέφεται στον νέο υποψήφιο του κόμματος.
Αλλά η πολιτική συγκυρία στην οποία βρίσκεται ο Μπάιντεν είναι ασυνήθιστη. Ο πλησιέστερος ιστορικός παραλληλισμός στη σύγχρονη εποχή παραπέμπει στον Λίντον Μπέινς Τζόνσον, ο οποίος στα τέλη Μαρτίου 1968 παραιτήθηκε από την υποψηφιότητά του για επανεκλογή λόγω της αυξανόμενης δυσαρέσκειας για τους χειρισμούς του στο Βιετνάμ. Ο πόλεμος στη νοτιοανατολική Ασία επέφερε το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Ο Μπάιντεν, από την άλλη, κατάφερε μια τεράστια επιτυχία με τη συμφωνία για την ανταλλαγή κρατουμένων, σε μια εποχή όπου οι πολιτικές συνθήκες ήταν εναντίον του, καθώς το ίδιο του το κόμμα τον απομάκρυνε από τη διεκδίκηση μιας δεύτερης θητείας. Τώρα απολαμβάνει την ευγνωμοσύνη των οικογενειών όσων απελευθερώθηκαν.
Οι τελευταίες 40 ημέρες ανέτρεψαν τα πάντα για τον πρόεδρο. Στα τέλη Ιουνίου γνώρισε την απόλυτη ήττα στο πρώτο του debate με τον αντίπαλό του, πρώην πρόεδρο Τραμπ, ενώ στα τέλη Ιουλίου βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να ανακοινώσει την απόφασή του –που του επιβλήθηκε από τα πιο σημαίνοντα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος και τους χρηματοδότες του– να αποσυρθεί από την κούρσα επανεκλογής του.
Ενώ παραδέχτηκε ότι ήρθε η ώρα να «περάσει η σκυτάλη» στην αντιπρόεδρό του, η ομιλία του περιλάμβανε την υπενθύμιση ότι η προεδρική του θητεία και το έργο του δεν είχαν ολοκληρωθεί – ειδικά στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει τους κρατούμενους στην πατρίδα, κάτι που ολοκληρώθηκε με τη συμφωνία της Πέμπτης και την επιστροφή τους στη βάση Αντριους του Μέριλαντ την Παρασκευή.
Παράλληλα δεσμεύτηκε να συνεχίσει την πολιτική και οικονομική στήριξή του στην Ουκρανία, που μάχεται εναντίον των ρώσων εισβολέων – κάτι που υποστηρίζει και η πρόσφατη διακομματική συμφωνία του αμερικανικού Κογκρέσου για τη νέα χρηματοδότηση της πολεμικής προσπάθειας του Κιέβου. Επίσης υποσχέθηκε να εργαστεί για τον τερματισμό του πολέμου στη Γάζα και για «ειρήνη και ασφάλεια στη Μέση Ανατολή» – αν και οι εξελίξεις σε αυτό το μέτωπο είναι δυσοίωνες.
Ο Μπάιντεν, που έχει θητεύσει ως πρόεδρος της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, ενώ αργότερα είχε υπό την εποπτεία του ένα διεθνές χαρτοφυλάκιο ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ομπάμα, πρόβαλε την εμπειρία του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της προεδρικής προεκλογικής του καμπάνιας το 2020.
Αλλά η Μέση Ανατολή έχει αποδειχθεί διπλωματικό νεκροταφείο ακόμη και για τους πιο ικανούς χειριστές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Η «διαρκής ειρήνη και ασφάλεια» που οραματίζεται ο πρόεδρος Μπάιντεν για την περιοχή είναι πιο άπιαστο όνειρο στις μέρες μας από ό,τι πριν 10 μήνες, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, μετά τη σφαγή εκατοντάδων Ισραηλινών από τους μαχητές της Χαμάς.
Πέρα από τις αδιαμφισβήτητες επιτυχίες της προεδρίας του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η πολιτική παρακαταθήκη του Μπάιντεν –ειδικά στις τάξεις του κόμματός του– και η θέση του στα ιστορικά βιβλία του μέλλοντος είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική μοίρα της διαδόχου και αντιπροέδρου του.
Παρ’ όλο που η Κάμαλα Χάρις δεν ήταν στο πλευρό του προέδρου στον Λευκό Οίκο το απόγευμα της Πέμπτης, ήταν μαζί του στην επιστροφή των απελευθερωθέντων κρατουμένων στο έδαφος των ΗΠΑ. Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος έσπευσε να πιστώσει στην αντιπρόεδρο και υποψήφια του κόμματος για τις προσεχείς προεδρικές εκλογές σημαντικό μερίδιο στις πολύπλοκες διαπραγματεύσεις της πολυμερούς ανταλλαγής κρατουμένων με τους συμμάχους των ΗΠΑ.
Ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν είπε στο BBC ότι οι συναντήσεις της Χάρις τον περασμένο Φεβρουάριο με τον γερμανό καγκελάριο Ολαφ Σολτς και τον πρωθυπουργό της Σλοβενίας Ρόμπερτ Γκόλομπ στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου ήταν ιδιαίτερα κρίσιμες.
Εν τω μεταξύ, το προεδρικό επιτελείο των Ρεπουμπλικανών προσπάθησε ταχύτατα να ελαχιστοποιήσει τα πολιτικά οφέλη της ανταλλαγής κρατουμένων, αφενός πιστώνοντάς την στον Ντόναλντ Τραμπ, αφετέρου αμφισβητώντας τη χρησιμότητά της. Σε προεκλογική συγκέντρωση στην Αριζόνα, ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του κόμματος Τζέι Ντ. Βανς είπε ότι η ανταλλαγή αντανακλά την αυξημένη πιθανότητα νίκης του Τραμπ στις προσεχείς προεδρικές εκλογές.
Ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος δημοσίευσε μια εκτενή αντίδραση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αμφισβητώντας τη διαπραγματευτική στρατηγική του Μπάιντεν και εκφράζοντας εικασίες για τις λεπτομέρειες της ανταλλαγής. «Ποτέ δεν κάνουμε καλές συμφωνίες σε τίποτα – αλλά ειδικά σε ανταλλαγές ομήρων» έγραψε. «Οι “διαπραγματευτές” μας αποτελούν μόνιμο όνειδος για τη χώρα μας!»
Το τίμημα της Ρωσίας για την απελευθέρωση των Γκέρσκοβιτς και Γουίλαν –μαζί με τη ρωσοαμερικανίδα ραδιοφωνική δημοσιογράφο Αλσου Κουρμάσεβα, και με μια ομάδα ρώσων αντιφρονούντων– είναι αναμφισβήτητα υψηλό. Περιλαμβάνει πράκτορες της ρωσικής υπηρεσίας πληροφοριών που έχουν καταδικαστεί για δολοφονίες και κατασκοπεία. Αλλά ανακοινώνοντάς την, ο πρόεδρος και το επιτελείο του ισχυρίστηκαν ότι η συμφωνία είναι επωφελής.
Ο Μπάιντεν αφιέρωσε επίσης λίγο χρόνο για να προωθήσει το όραμά του για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, αντιπαραθέτοντάς το με τη διεθνή προοπτική του απομονωτικού δόγματος «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ. Ηταν ένα αιχμηρό μήνυμα από έναν πρόεδρο που έχει ακόμα ελάχιστο χρόνο για να ολοκληρώσει την πολιτική παρακαταθήκη του.