Η χιονοστιβάδα του ελληνικού #MeToo, που μέχρι σήμερα σάρωνε βίαιες συμπεριφορές στα καμαρίνια, τις κουίντες και τις πρόβες, να που έφτασε να σαρώνει και τις πέρα από το σανίδι βάναυσα κακοποιητικές συμπεριφορές θεατρανθρώπων. Προκαλώντας έως και την παραίτηση του διορισμένου από το υπουργείο Πολιτισμού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.
Μια ανατριχιαστική, άγρια λεπτομερής σεξουαλικά συνέντευξη του 19χρονου (το 2005) ηθοποιού Νίκου Σ. στο διαδικτυακό μαγκαζίνο 20/20, έφτανε να φωτογραφίσει τον διευθυντή του Εθνικού, σκηνοθέτη και δάσκαλο στη Σχολή του Εθνικού Δημήτρη Λιγνάδη και να γίνει η θρυαλλίδα, που έβαλε φωτιά σε όσα άφησε πίσω της η σαρωτική χιονοστιβάδα.
Οσα υπονοούσε, περιέγραφε και, ουσιαστικά, κατήγγειλε ανοιχτά και με θάρρος (πλην των ονομάτων) η συγκεκριμένη συνέντευξη, ήταν σαν να έδωσαν σάρκα και οστά στις φήμες που σοβούσαν, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σχεδόν από την αρχή της χιονοστιβάδας του #ΜεΤοο. Μόνον που εδώ το «έγκλημα» ήταν σεξουαλικό, ηχηρότερο, από τα πλέον ασυγχώρητα από την ελληνική κοινωνία. Ξεπερνούσε ταμπού, μυστικά «που σε τρώνε από μέσα σου», θεατρικές σχολές και καμαρίνια και έμπαινε στη σκληρή, σεξουαλική, πραγματικότητα.
Στη συνέντευξη προαναγγέλλεται το «μίλα πρώτος για να μιλήσουν κι άλλοι». Οπως έγινε και από τις αρχές του #MeToo. Και πληροφορίες λένε ότι θα μιλήσουν κι άλλοι (ακόμη και γνωστοί καλλιτέχνες, γονείς εφήβων που φέρονται να παρενοχλήθηκαν σεξουαλικά), στα αρμόδια όργανα της Πολιτείας, πλέον, όπως προαναγγέλλει ότι θα κάνει και ο καταγγέλλων Νίκος Σ. Ετσι, κατά πληροφορίες, το κύμα των καταγγελιών αναμένεται να φουσκώσει τις επόμενες ημέρες.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης στην παραίτησή του, η οποία έγινε δεκτή από το υπουργείο Πολιτισμού, ανέφερε ότι «έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες ενός τοξικού κλίματος φημών, υπονοούμενων, διαρροών και αναφορών γύρω από το πρόσωπό μου, χωρίς μάλιστα να έχει υπάρξει οποιαδήποτε επίσημη καταγγελία».
«Η βία είναι βία»
Οπως είχε γράψει άλλωστε το Protagon, πληροφορίες ήθελαν να κυοφορείται ακόμη και ομαδική καταγγελία γονέων νεαρών, ακόμη και εφήβων, σπουδαστών στη Σχολή του Εθνικού περί «σεξουαλικής κακοποίησης». Ενώ κάτι αντίστοιχο υπονοούσε και η συνολική διαμαρτυρία των σπουδαστών της Σχολής, που εκδόθηκε μετά την καταγγελία της Ζέτας Δούκα: «Εχουμε βιώσει αντίστοιχα περιστατικά – τα οποία δυστυχώς δεν έχουμε μπορέσει να αρθρώσουμε λόγω φόβου μήπως εμείς κάτι δεν καταλάβαμε καλά και μήπως μελλοντικά στιγματιστούμε. Αυτό που έγινε μας δίνει ελπίδα ότι κάτι αλλάζει: η “άγνοια” ενός νέου φοιτητή δεν μπορεί να δίνει πάτημα σε διδάσκοντες να συμπεριφέρονται ως αυθεντίες, κακοποιητικές συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνονται αποδεκτές ως μέθοδοι εκπαίδευσης ή ως τεχνικές εξάσκησης νέων δημιουργών. Η βία είναι βία».
Οι καταγγελίες δεν θα είναι πλέον ανώνυμες, κατά τις ίδιες πληροφορίες, και θα απευθύνονται στον εισαγγελέα.
Ανατρέποντας προ ημερών το κλίμα που είχε δημιουργηθεί, με βάση αναρτήσεις στα social media, η πρώτη απάντηση του υπουργείου Πολιτισμού, στα περί φημολογούμενης παραίτησης του Δημήτρη Λιγνάδη από το Εθνικό, έλεγε το αυτονόητο, σε 41 λέξεις: «Οι αποφάσεις της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού ανακοινώνονται αποκλειστικά μέσω των δελτίων Τύπου του ΥΠΠΟΑ και όχι από ιδιωτικά προφίλ στα social media. Κάθε άλλη “αξιόπιστη πληροφορία” είναι παραπλανητική και εξυπηρετεί ασαφείς σκοπιμότητες».
Η υπουργός δήλωνε δε, σε συνέντευξή της, ότι «αν υπάρξει καταγγελία θα ερευνηθεί», προσθέτοντας ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε επώνυμη αναφορά στο όνομα του Δημήτρη Λιγνάδη.
Παράλληλα, απάντησε με ανακοίνωσή του και ο ίδιος ο Λιγνάδης, ότι «σε σχέση με τις πληροφορίες που διακινούνται τις τελευταίες ώρες, περί δήθεν παραιτήσεως ή απολύσεώς μου από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, θα ήθελα να ενημερώσω υπεύθυνα ότι ουδέποτε υπήρξε παρώθηση, πολλώ δε μάλλον άνωθεν εντολή».
Και να που, τελικά, λίγες ώρες μετά τη συνέντευξη, με τις καταγγελίες που φωτογράφιζαν τον ίδιο, ήρθε η παραίτησή του. Ή, όπως επιμένουν πηγές, η εξώθηση σε παραίτηση. Η αντίδραση στην παραίτηση Λιγνάδη και τις φήμες περί επερχόμενου τσουνάμι καταγγελιών, από τον Σπύρο Μπιμπίλα, πρόεδρο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (το οποίο έχει λάβει ήδη πάνω από 1.000 καταγγελίες κάθε φύσης για το ελληνικό θέατρο και πλέον απέκτησε Πειθαρχικό): «Ο αγώνας αυτών των ημερών δεν πήγε χαμένος. Λυπάμαι για ανθρώπους που δεν τίμησαν τη θέση τους».
Ας πάμε, όμως, πίσω και πέρα από όλα αυτά, στην αρχή. Στο ποιος είναι ο παραιτηθείς διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.
Με «όνομα βαρύ σαν ιστορία» μπήκε στο στίβο του ελληνικού θεάτρου, ο 56χρονος ηθοποιός και σκηνοθέτης. Γιος του σημαντικού συγγραφέα και κριτικού θεάτρου Τάσου Λιγνάδη και αδελφός του ενημερωμένου και σπουδαγμένου στο αρχαίο δράμα φιλόλογου Γιάννη Λιγνάδη.
Ως παιδί, ονειρευόταν να γίνει ποδοσφαιριστής, αλλά κατέληξε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, για να «υπηρετήσει», όπως έλεγε τότε, το Θέατρο, που για κείνον ήταν «ιός, που κατοικούσε μέσα του από τα 18 του». Εξέφραζε δε το δόγμα του για το Θέατρο, ως δάσκαλος υποκριτικής και σκηνοθεσίας αργότερα και για πολλά χρόνια, κυρίως στη Σχολή του Εθνικού, ότι «ο θεατής πρέπει να πληρώσει, όπως πρέπει να πληρώσει όταν πάει στον γιατρό».
Να κρατήσουμε από τη θεατρική καριέρα του τρία στοιχεία: το ρόλο του ως Σαλιέρι στο «Αμαντέους», με Μότσαρτ τον μετέπειτα φίλο του Χριστόφορο Παπακαλιάτη. Τη συνεργασία του με τον επίσης φίλο του Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και την Αμαλία Μουτούση στον «Οιδίποδα τύραννο». Και τις παραστάσεις που έστησε πάνω στα γραπτά του πατέρα του, υπό τον τίτλο «Μαθήματα Πολέμου». Με άξονα τα μαθήματα από την ελληνική αρχαιότητα, τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, τα πολιτικά οράματα του Αλκιβιάδη, τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Παραστάσεις που τον σημάδεψαν θετικά στα μάτια του κοινού.
Ενώ ο ίδιος δήλωνε ότι «διαρκώς ασκώ τεράστια κριτική στον εαυτό μου σε σημείο αυτομαστιγώματος» και «θέλω να είμαι τερπνός, αλλά πλέον και ωφέλιμος», η μακροημέρευσή του στη Σχολή του Εθνικού και η επαφή του με εφήβους σπουδαστές γεννούσε επίμονες φήμες στους κόλπους του ελληνικού θεάτρου. Τρεις καταγγελίες περί «ανάρμοστής συμπεριφοράς» έφτασαν στα δικαστήρια, αλλά φέρονται να οδηγήθηκαν σε εξωδικαστικό συμβιβασμό.
«Ημουν στο πάτωμα. Ετοιμοθάνατος…»
Το 2002, ο σκηνοθέτης και δάσκαλος στη Σχολή του Εθνικού είχε μαχαιρωθεί πισώπλατα μέσα στο σπίτι του, από άγνωστο. «Πράγματι κινδύνευσε η ζωή μου. Ημουν χύμα στο πάτωμα του σπιτιού μου. Ετοιμοθάνατος», έλεγε σε συνέντευξή του αμέσως μετά. Την ώρα που ο χώρος του θεάτρου συγκλονιζόταν από τη φήμη πως ο δράστης ήταν πατέρας εφήβου στη Σχολή του Εθνικού, ο οποίος φερόταν ότι είχε παρενοχληθεί σεξουαλικά και το είχε αποκαλύψει στους γονείς του.
Το Νοέμβριο του 2017, μια συνέντευξη του στο ένθετο «Real life», είχε προκαλέσει νέα σχόλια στους θεατρικούς κύκλους, που ακόμη και σήμερα υποστηρίζουν ότι «ήξεραν», αλλά δεν μπορούσαν να καταγγείλουν κάτι, καθώς όποιες υποθέσεις πήραν τη δικαστική οδό, κατέληξαν σε συμβιβασμό. Η συνέντευξη αφορούσε την αποπομπή από το σύστημα του Χόλιγουντ του Κέβιν Σπέισι, με αφορμή το αμερικανικό τσουνάμι του #MeToo και τη φερόμενη ως σεξουαλική παρενόχληση σε νεαρό, στην αρχή της καριέρας του. Κάτι για το οποίο επέτυχε τρεις αθωωτικές αποφάσεις, αλλά δεν επέστρεψε στους κόλπους του Χόλιγουντ ως «στιγματισμένος».
«Το είδα ως… θλιβερή οπερέτα», δήλωνε για την υπόθεση Σπέισι ο Λιγνάδης, σε κείνη τη συνέντευξη «Και από τις δύο πλευρές. Από τη µια αυτό το αγόρι που είχε βρεθεί στο πάρτι µε τον Σπέισι πάνω του, γιατί δεν αντέδρασε τότε; Γιατί δεν βγήκε να τον καταγγείλει; Μπορεί γιατί ήταν µικρός και φοβήθηκε. Πώς βρέθηκε σε εκείνο το πάρτι; Πού ήταν οι δικοί του; Γιατί τόσα χρόνια δεν µίλησε; Γιατί τώρα; Γιατί έγινε «µόδα» να καταγγέλλουν τις όποιες σεξουαλικές παρενοχλήσεις;».
Οταν ρωτήθηκε αν έχει εκβιαστεί ποτέ, απαντούσε «Να µε εκβιάσουν σεξουαλικά; Οχι ποτέ». Ούτε εκείνος εκβίασε µε τον δικό του τρόπο; «Ποτέ, ποτέ! Το θεωρώ άθλιο όλο αυτό. Να παρενοχλήσω από θέση ισχύος; Ποτέ! Το βρίσκω αναξιοπρεπές και µικροπρεπές… Είναι άλλο να κεντρίσεις κάποιον λόγω του ταλέντου σου, του µυαλού σου, της θέσης σου ή του πλούτου σου – συµβαίνει συχνά, το ξέρουµε! – κι άλλο να θελήσεις να παρενοχλήσεις κάποιον χάρη στην όποια “δύναµη” έχεις. Οταν συµβαίνει αυτό, θα πρέπει να καταγγέλλεται την ίδια στιγµή που γίνεται. Την ίδια στιγµή!».
«Ναι, αλλά δεν το λέμε»
Αυτή η συνέντευξη έγινε σημαία όσων είχαν ξεκινήσει να υπονοούν ή να φωτογραφίζουν, με τη χιονοστιβάδα του #MeToo, την εμπλοκή του σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μέχρι που άρχισαν να αναφέρονται, ανοιχτά πλέον, τα αρχικά του, ακόμη και το όνομά του ή να δημοσιεύεται η φωτογραφία του στα σόσιαλ μίντια.
Είτε επώνυμα, είτε ανώνυμα, όπως από τον συνάδελφό του, σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά: «Μεγαλώσαμε στο χώρο που όταν αναφερόμασταν στον – γνωστό σε όλους – παιδεραστή, μας κάναν σουτ με το δάχτυλο, να μην αναφέρουμε περιστατικά και όταν αυθόρμητα ρωτούσαμε “γιατί;”, οι απαντήσεις ήταν “ναι, αλλά δεν το λέμε”, “ναι αλλά δεν θα ανοίξει ρουθούνι γιατί έχει πλάτες”, “ναι αλλά γλίτωσε τόσα δικαστήρια”, “ναι αλλά θα σε βγάλει τρελό” κ.α.».
Δύο χρόνια μετά (λίγο πριν από τις εκλογές, τον Ιούνιο του 2019), ο Δημήτρης Λιγνάδης, σε συνέντευξή του στην «Εφ.Συν.» και τη δημοσιογράφο Εφη Μαρίνου, δήλωνε ότι τον ενδιαφέρει η θέση του διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο, καθώς το όνομά του ακουγόταν για τη θέση. «Ναι, με ενδιαφέρει η θέση», έλεγε, «αλλά με προβληματίζει το πλαίσιο αυτής της διαδικασίας. Η άποψή μου είναι ότι οι καλλιτεχνικές θέσεις ευθύνης δεν πρέπει να γίνονται μέσω διαγωνισμών αλλά με ανάθεση. Δέκα-είκοσι άνθρωποι είμαστε όλοι κι όλοι, ένα χωριό είναι η Αθήνα. Γνωρίζουμε όχι μόνο τη δουλειά αλλά και το βίο του άλλου. Αρκεί μια συνέντευξη μ’ αυτούς που θα εκφράσουν ενδιαφέρον για να δεις ποιος σου κάνει. Γιατί να οχυρωθείς πίσω από μια προσχηματικά αξιοκρατική διαδικασία που ζητάει κατά ένα μεγάλο ποσοστό μόρια ΑΣΕΠ;».
Η συνέντευξη αυτή έγινε ξανά θέμα και σημαία στα σόσιαλ μίντια, όταν, στις 13 Αυγούστου 2019, ο Δημήτρης Λιγνάδης, με απόφαση της κυβέρνησης και της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.
Ενα από τα πρώτα που έκανε στη θητεία του ο παραιτηθείς διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ήταν, τον Οκτώβριο του 2019, να ανακοινώσει ότι δίνει σε αίθουσα του θεάτρου «REX» (το οποίο ανήκει πλέον στο Εθνικό) το όνομα της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, που εκτέλεσε με συνοπτικές διαδικασίες και έπειτα από δίκη-παρωδία, η κομμουνιστική οργάνωση ΟΠΛΑ στις 22 Δεκεμβρίου 1944. Ανακοίνωση που προκάλεσε σφοδρή αντίδραση από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών και κύμα δημοσιεύσεων στα σόσιαλ μίντια και από συναδέλφους του, από τον χώρο της Αριστεράς.
Τον Ιούλιο του 2020, μετά το τέλος της πρεμιέρας των «Περσών» του Αισχύλου, που σκηνοθέτησε με άξονα «την ήττα των Περσών από την αλαζονεία τους», στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και ενώπιον μελών της πολιτειακής ηγεσίας, ο Δημήτρης Λιγνάδης γονάτισε μπροστά στη θυμέλη και φίλησε, θεατρικά, ένα πλαστικό λευκό ομοίωμα του Παρθενώνα. Σαν οφειλή στο αρχαίο κλέος. Η φωτογραφία έγινε viral στο Διαδίκτυο, μεταποιήθηκε σατιρικά και αναθέρμανε στα σόσιαλ μίντια τα σχόλια, κάθε λογής, για το διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.
Τις τελευταίες ημέρες πύκνωσαν οι αναρτήσεις περί σεξουαλικών, πέρα από τις κουίντες και τα παρασκήνια του Εθνικού Θεάτρου και της Σχολής του, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο ίδιος ρωτήθηκε για τα φημολογούμενα περί το πρόσωπό του, μετά και την ανακοίνωσή του ότι δεν έχει εξωθηθεί σε παραίτηση από τη θέση του, από το «Πρώτο Θέμα». Απάντησε: «Δεν γνωρίζω κάτι τέτοιο, πραγματικά». Κι αυτό λίγο προτού δηλώσει τα περί «τοξικού κλίματος φημών», στην έγγραφη παραίτησή του, το βράδυ του Σαββάτου 6 Φεβρουαρίου 2021.
«Αντιπαρερχόμενος τις ερμηνείες που θα γεννήσει η κίνησή μου αυτή, οφείλω να βάλω το καλό του Εθνικού Θεάτρου πάνω απ’ όλα, και να προστατεύσω τον θεσμό από μία ατέρμονη επικοινωνιακή και πολιτική διελκυστίνδα. Αφού οι επιθέσεις, έστω κι έτσι, είναι προσωπικές, επιλέγω να σταθώ κι εγώ όρθιος απέναντί τους ως πρόσωπο και όχι να κρυφτώ στη κουίντα του Εθνικού Θεάτρου. Επιπλέον, η παραίτησή μου αυτή, μού επιτρέπει να προχωρήσω χωρίς να δεσμεύω ή να δεσμεύομαι πλέον θεσμικά και να ασκήσω κάθε νόμιμο δικαίωμά μου έναντι όσων επέλεξαν να με στοχοποιήσουν, εξυπηρετώντας την οποιαδήποτε σκοπιμότητα», κατέληγε.