Εξακολουθεί να δείχνει άτεγκτη, ατάραχη, σίγουρη για τον εαυτό της, ακόμα και όταν την πιάνει αυτό το τρομακτικό για όλους τους άλλους τρέμουλο. Ομως η Ανγκελα Μέρκελ, η γυναίκα που ηγεμόνευσε πολιτικά όχι μόνο στην πατρίδα της τη Γερμανία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη για πάνω από μία δεκαετία, μοιάζει να υποφέρει απελπιστικά από αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν «lame duck», «κουτσή πάπια».
Η από καιρό προαναγγελθείσα αποχώρησή της το 2021 από την καγκελαρία —και από την κεντρική πολιτική σκηνή—, αναμενόμενα της στέρησε μέρος της τεράστιας επιρροής της στην Ευρώπη. Ομως πλέον φαίνεται ότι η 65ετής Ανγκελα έχει απολέσει και την ικανότητα να επηρεάζει τις εξελίξεις στη Γερμανία ή ακόμα και στους κόλπους του ίδιου του κόμματός της. Η Μέρκελ που έμεινε 18 χρόνια στην ηγεσία του CDU και το οδήγησε από το 2005 στην κυβέρνηση, βλέπει το κόμμα της να βυθίζεται σε όλο και μεγαλύτερη κρίση — το τελευταίο αποτέλεσμα στο Αμβούργο όπου οι Χριστιανοδημοκράτες κατέγραψαν ιστορικό χαμηλό, ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που συζητούν όλοι το τελευταίο διάστημα: το δίπολο Μέρκελ στην καγκελαρία και Ανεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ στην αρχηγία, δεν τραβάει και δεν είναι βέβαιο ότι το πρόβλημα ήταν μόνο η δεύτερη, η οποία άλλωστε παραιτήθηκε.
Η αναγγελία αποχώρησης της Ανεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ ανέδειξε τον δυισμό που κυριαρχεί στο πάλαι ποτέ κραταιό και συμπαγές CDU: από τη μία η κεντροδεξιά Μέρκελ και οι πολιτικοί που η ίδια δημιούργησε γύρω της και από την άλλη οι πιο ακραιφνείς δεξιοί της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας που αντιλαμβάνονται ότι το κόμμα κινήθηκε υπερβολικά πολλά χρόνια προς το Κέντρο, αφήνοντας χώρο στην ακροδεξιά AfD να κερδίσει ψήφους και ερείσματα. Είναι αυτοί που στις μεταξύ τους συζητήσεις θεωρούν ότι μια συνεργασία με την Εναλλακτική για τη Γερμανία δεν είναι και τόσο πρόβλημα και σίγουρα δεν θα είναι τόσο βλαπτική όσο ο χρόνιος κυβερνητικός εναγκαλισμός με τους Σοσιαλδημοκράτες. Ασχέτως αν το πείραμα στη Θουριγγία καταδικάστηκε απ’ όλους και βεβαίως από την θυμωμένη Μέρκελ.
Μετά την κρίση στη Θουριγγία, η Κραμπ-Καρενμπάουερ, η οποία διαδέχτηκε τη Μέρκελ (αποτελώντας προσωπική της επιλογή) στην ηγεσία του CDU τον Δεκέμβριο του 2018, κατάλαβε ότι δεν μπορεί να ελέγξει το κόμμα και ανακοίνωσε την αποχώρησή της, ανοίγοντας τη μάχη της διαδοχής που αναπόφευκτα κοιτάει και προς την καγκελαρία. Ο νέος αρχηγός θα είναι και υποψήφιος καγκελάριος και θα πρέπει να διαχειριστεί —να ξαναπουλήσει, να επανεφεύρει, ή ακόμα και να αποκηρύξει— την κληρονομιά της Μέρκελ.
Εν όψει της οριστικής αποχώρησής της από την κεντρική πολιτική σκηνή στο τέλος του 2021, με τη λήξη, δηλαδή, της θητείας της στην καγκελαρία, η Μέρκελ ανησυχεί πλέον όχι μόνο για την κληρονομιά της αλλά και για το μέλλον του κόμματός της και, κατ’επέκταση, ολόκληρης της Γερμανίας, γνωρίζοντας πως η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) συγκινεί ολοένα περισσότερους Γερμανούς με την εθνικιστική ρητορική της. Η φρίκη του Χανάου είναι μια τρομακτική επιβεβαίωση.
To CDU θέλει να αποστασιοποιηθεί από τη Μέρκελ
Προς το παρόν η Μέρκελ παρακολουθεί από απόσταση τη διαδικασία διαδοχής της Κραμπ-Καρενμπάουερ η οποία συνεχίζει να εκτελεί χρέη προέδρου έως ότου να αντικατασταθεί. «Γνωρίζω από την εμπειρία μου ότι οι προκάτοχοι δεν πρέπει να εμπλέκονται. Αυτό πρόκειται να κάνω κι εγώ», ξεκαθάρισε η ίδια την περασμένη Τετάρτη, αναιρώντας προηγούμενες αναφορές περί ενεργής συμμετοχής της στις εξελίξεις.
Δεν «πρέπει» να εμπλακεί; Ή μήπως δεν μπορεί πια;
Σύμφωνα με τον Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγο της Berenberg Bank, η γερμανίδα καγκελάριος κατέληξε να είναι ανήμπορη να αντιδράσει ακόμα και σε ζητήματα κομματικής γραφειοκρατίας. «Πλέον δεν φαίνεται να είναι ικανή ούτε καν να ελέγξει την κατάσταση στο κόμμα της», υποστήριξε μιλώντας στο Bloomberg, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το ότι ο μοναδικός πρώην υπουργός που έπαυσε ποτέ η Μέρκελ κατά τη διάρκεια της πολυετούς της θητείας, ο Νόρμπερτ Ρέτγκεν εισήλθε και αυτός στη μάχη για την ηγεσία του CDU. Τρεις από τους τέσσερις διεκδικητές της προεδρίας του κόμματος είναι ανοιχτοί επικριτές της γερμανίδας ηγέτιδας και αυτό εκφράζει εμμέσως, υποστηρίζουν αρκετοί στη Γερμανία, την πρόθεση του CDU να αποστασιοποιηθεί από την Μέρκελ.
Μια ιδέα για το ποιόν τους μας προσφέρει ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου, αρθρογράφος των Financial Times επί ευρωπαϊκών ζητημάτων. «Δυσκολεύομαι να ενθουσιαστώ με τον αγώνα για τη διαδοχή της Ανγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία. Από τους τρεις υποψήφιους που είναι πιθανό να την διαδεχτούν, ο ένας βρίσκει αστείο το γεγονός πως οι πιο βίαιες καταιγίδες αυτού του έτους είχαν γυναικεία ονόματα, ο άλλος είναι ένας κρυφός αρνητής της κλιματικής αλλαγής και ο τρίτος απεχθάνεται να ακούει ανθρώπους να μιλάνε αγγλικά στα εστιατόρια του Βερολίνου».
Ο πρώτος είναι ο Φρίντριχ Μερτς, ένας εκ των ισχυρότερων εσωκομματικών αντιπάλων της καγκελαρίου, έως τη στιγμή που εγκατέλειψε την κεντρική πολιτική σκηνή αφότου ηττήθηκε από τη Μέρκελ στη μάχη για την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών το 2002. Επέστρεψε το 2018, ωστόσο, για να διεκδικήσει εκ νέου, αυτήν τη φορά ως ο εκλεκτός του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, την ηγεσία του κόμματος αλλά ηττήθηκε ξανά από την Ανεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ αυτήν τη φορά.
Ο Αρμιν Λάσετ, πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, συμμετέχοντας σε τοκ σόου, επισήμανε πως δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η κλιματική αλλαγή κατέληξε να βρίσκεται στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας ενώ πρόσφατα προέβη στην ανάθεση κατασκευής ενός σταθμού παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα.
Ο Γενς Σπαν, νυν υπουργός Υγείας της Γερμανίας, είναι ένας «υπερσυντηρητικός» πολιτικός η απήχηση του οποίου περιορίζεται μεταξύ δεξιών που επίσης δεν ανέχονται το γεγονός πως κάποιοι μιλούν την αγγλική γλώσσα στα καφέ και τα εστιατόρια της γερμανικής πρωτεύουσας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μινχάου.
Οσον αφορά τον Νόρμπερτ Ρέτγκεν, τον τέταρτο διεκδικητή της ηγεσίας του CDU, σήμερα εκτελεί χρέη προέδρου της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της γερμανικής βουλής. Το 2012, ωστόσο, η πολιτική του καριέρα έδειχνε να φτάνει στο τέλος της, όταν η Ανγκελα Μέρκελ τον απομάκρυνε από το υπουργείο Περιβάλλοντος.
Η αναπάντεχη υποψηφιότητά περιπλέκει περαιτέρω την όλη διαδικασία διαδοχής, δεδομένου ότι ανακοινώνοντας την υποψηφιότητά του, ο Ρέτγκεν απέρριψε το ενδεχόμενο σύναψης μιας συμφωνίας σε παρασκηνιακό επίπεδο μεταξύ των υπόλοιπων τριών διεκδικητών. «Το ζήτημα αφορά την επιλογή πολιτικής κατεύθυνσης για το μέλλον του CDU. Και αυτό δεν πρέπει να γίνει πίσω από κλειστές πόρτες», επισήμανε μετά τη συνάντησή του με την Κραμπ-Καρενμπάουερ.
Ο 54χρονος πολιτικός σημείωσε επίσης πως μετά την κρίση της Θουριγγίας και την σχεδόν συμμαχία του τοπικού CDU με την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία για την εκλογή πρωθυπουργού, η διαδικασία ανάδειξης νέας ηγεσίας δεν θα πρέπει να αποτελέσει αιτία εσωτερικών διαιρέσεων.
Δύσκολοι τελευταίοι μήνες στην καγκελαρία
Ο πρώην υπουργός της Μέρκελ συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο σφοδρών επικριτών της ενώ πρόσφατα έβαλε κατά της καγκελαρίου λόγω της ήπιας στάσης της όσον αφορά τα ζητήματα ασφαλείας που εγείρει η παρουσία και οι δραστηριότητες της κινεζικής Huawei Technologies Co. στη Γερμανία. Σύμφωνα με την ανάλυση του Bloomberg η επιθετική στάση του σε συνδυασμό με τις κεντρώες θέσεις του θα μπορούσαν να συμβάλουν στο να αναδειχτεί ως ένας συμβιβαστικός υποψήφιος που στην περίπτωση που εκλεγεί θα επιφέρει οριστικά (όπως επιθυμούν πολλοί στο CDU) το τέλος της εποχής της Ανγκελα Μέρκελ.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Focus οι γερμανοί ψηφοφόροι τον εμπιστεύονται περισσότερο (32% έναντι 25%) από τον Φρίντριχ Μερτς για την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών. Τον βαραίνει, ωστόσο, η ήττα του CDU το 2012 στην πατρίδα του τη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, γεγονός που καταδίκασε το κόμμα του στην αντιπολίτευση και ανάγκασε την Μέρκελ να τον απομακρύνει από το υπουργικό συμβούλιό της.
Προς το παρόν, ο Νόρμπερτ Ρέτγκεν δηλώνει πως εάν εκλεγεί, θα επιτρέψει στη γερμανίδα καγκελάριο να ολοκληρώσει τη θητεία της. Δεδομένου, ωστόσο, ότι δεν ταιριάζουν οι χημείες τους, θα μπορούσε να καταστήσει δύσκολους και δυσάρεστους τους τελευταίους μήνες της Μέρκελ στην εξουσία.
Αλλά η γερμανίδα καγκελάριος παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής μεταξύ όλων των Γερμανών και εξακολουθεί να αποτελεί εγγυήτρια της σταθερότητας στη χώρα κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα κρίσιμης στιγμής. Πολίτες και πολιτικοί καλούνται να απαντήσουν σε πλήθος ερωτημάτων που έθεσε ενώπιον τους με τον πλέον αιματηρό τρόπο ο ακροδεξιός που έσπειρε το θάνατο στο Χανάου, δολοφονώντας εννέα ανθρώπους και το μόνο σίγουρο είναι ότι όποιος και εάν είναι ο επόμενος επικεφαλής του CDU θα πρέπει να βρει έναν τρόπο για να περιορίσει την άνοδο της Ακροδεξιάς.