«Ο,τι κάνω είναι ζωγραφική, ακόμα κι αν δεν αγγίζω πινέλο. Λέω την αλήθεια μου σαν ζωγράφος», συνήθιζε να λέει ο Γιάννης Κουνέλλης, ο μεγάλος έλληνας εικαστικός, ο οποίος έπαιξε κεντρικό ρόλο στο ιταλικό κίνημα Arte Povera της δεκαετίας του 1960 και των αρχών του 1970, επηρεάζοντας βαθιά τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών σε όλο τον κόσμο. Και τώρα, αφιερωμένη στο έργο του είναι μια μεγάλη έκθεση, η οποία διοργανώθηκε από το Walker Art Center, στη Μινεάπολη των ΗΠΑ, όπου θα παρουσιάζεται μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου και στο Museo Jumex στην Πόλη του Μεξικού, όπου θα μεταφερθεί στη συνέχεια.
Η έκθεση «Jannis Kounellis in Six Acts», η οποία περιλαμβάνει περίπου 50 έργα, προσφέρει την πιο εκτενή αξιολόγηση της καριέρας Κουνέλλη, επανεξετάζοντας τις καινοτομίες του μέσα από βασικά στάδια της πορείας του. Είναι η πρώτη αναδρομική έκθεση που παρουσιάζεται στην Αμερική εδώ και πάνω από 35 χρόνια, και η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ, με εμβληματικά έργα του αλλά και κομμάτια, που σπάνια έχουν εκτεθεί ή παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό, τα οποία καταδεικνύουν την πίστη του μεγάλου έλληνα εικαστικού στα ανεπεξέργαστα υλικά και τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούσε τις τυπικές και συναισθηματικές δυνατότητές τους, όπως επισημαίνει στους Financial Times ο Αλεξ Τζεν.
Από τον Πειραιά στη Ρώμη για πάντα
Ο Γιάννης Κουνέλλης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 23 Μαρτίου 1936 και απεβίωσε στις 16 Φεβρουαρίου 2017 στη Ρώμη, όπου επέλεξε στα 20 του να ζήσει και να σπουδάσει στην Σχολή Καλών Τεχνών, έχοντας απορριφθεί από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Βασικός εκπρόσωπος του μεταμοντέρνου κινήματος Arte Povera -στο οποίο συμμετείχαν επίσης οι Αλιγκιέρο Μποέτι, Μάριο Μερτζ, Μαρίζα Μερτζ, Πίνο Πασκάλι και Μικελάντζελο Πιστολέτο- και καθηγητής αργότερα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ, ο Κουνέλλης επηρεάστηκε από τον ιταλικό αφηρημένο εξπρεσιονισμό και κυρίως από τον πρωτοπόρο Αλμπέρτο Μπούρι (1915-1995).
Στρατιωτικός γιατρός και αιχμάλωτος των Συμμάχων κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Μπούρι πρωταγωνίστησε στην Τέχνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιώντας ευτελή υλικά, όπως πέτρες ή κατεστραμμένα σίδερα για να αποτυπώσει τις οδυνηρές εμπειρίες του στα έργα του.
Ο Κουνέλλης παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση «Alphabets» στην γκαλερί La Tartaruga, δημιουργώντας με τυποποιημένα γράμματα, σύμβολα και αριθμούς ένα ιδιότυπο λεξιλόγιο, πριν συμμετάσχει στην πρώτη ομαδική έκθεση καλλιτεχνών της Arte Povera που οργάνωσε στη Γένοβα το 1967 ο ιταλός κριτικός τέχνης Γκερμάνο Τσελάντ (στον οποίο πιστώνεται ο όρος Arte Povera).
Τις επόμενες δεκαετίες, ο Γιάννης Κουνέλλης -βαθιά πολιτικοποιημένος- έκανε τέχνη, χρησιμοποιώντας λινάτσα, ατσάλι, μαλλί, φωτιά, καπνό, μουσική και ζωντανά ζώα σε έντυπωσιακές εγκαταστάσεις που αμφισβητούν το πώς θυμόμαστε (ή ξεχνάμε) και το πώς αντέχουμε τις μονότονες μέρες μας. Ετυχε μεγάλης αναγνώρισης όσο ζούσε, πετυχαίνοντας να περάσει από τα σημαντικότερα κέντρα τέχνης του κόσμου, τη Ρώμη, τη Βενετία, το Βερολίνο, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, τη Μόσχα και πολλές άλλες μεγαλουπόλεις, με το όνομά του να βρίσκεται στη λίστα με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης τέχνης.
Την έκθεση «Jannis Kounellis in Six Acts» επιμελήθηκε ο Βιντσέντζο ντε Μπέλις, Ιταλός ο ίδιος και παθιασμένος με την Arte Povera, ο οποίος είχε γνωρίσει τον έλληνα εικαστικό το 2005. Ηταν «εντελώς τρομοκρατημένος» την πρώτη φορά που τον είδε, εν μέρει γιατί ήταν τόσο σπουδαίο πρόσωπο αλλά και γιατί δεν χαμογελούσε συχνά. «Μετά όμως, όταν του μίλησα συνειδητοποίησα ότι ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου», λέει ο ντε Μπέλις στη MinnPost με αφορμή τη μεγάλη έκθεση στη Μινεάπολη.
Ο Γιάννης Κουνέλλης ζούσε ακόμα όταν ο ντε Μπέλις σχεδίαζε την έκθεση με τη σύμφωνη γνώμη του εικαστικού, αλλά η «Jannis Kounellis in Six Acts» κατέληξε να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που είχε αρχικά φανταστεί ο ιταλός επιμελητής, μια έκθεση που θα πλαισίωνε τις ζωντανές περφόρμανς του καλλιτέχνη. Αλλά τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολα για το Walker Art Center και τη Μινεάπολη, μεταξύ άλλων εξαιτίας της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ και των επιπτώσεών της, και το χειρότερο από όλα του θανάτου του Κουνέλλη στις αρχές του 2017, οπότε το αρχικό project που απαιτούσε τη συμμετοχή του ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί.
Η ιδέα στη συνέχεια ήταν μια αναδρομική έκθεση αλλά έπρεπε να βρεθεί τρόπος να γίνει χωρίς την παρουσία του καλλιτέχνη για τον οποίο «το να κάνει μια έκθεση ήταν πραγματικά μέρος της διαδικασίας δημιουργίας τέχνης», λέει ο ντε Μπέλις στην MinnPost. Ο επιμελητής συνεργάστηκε τελικά με την οικογένεια του Κουνέλλη και τους διαχειριστές του αρχείου του και αντί να ακολουθήσει μια χρονολογική προσέγγιση, μαζί με τον βοηθό του Γουίλιαμ Χερνάντεζ Λουέγε και την ομάδα των επιμελητών του μουσείου, οργάνωσαν την έκθεση θεματικά: εντόπισαν έξι βασικά concepts, που έπρεπε να αναδείξουν στην αναδρομική έκθεση -Γλώσσα, Ταξίδι, Θραύσματα, Φυσικά Υλικά, Μουσικότητα και Επανάληψη- με κάθε θέμα να εξερευνάται ως χωριστή ενότητα στους διαφορετικούς χώρους της πινακοθήκης.
Ως Ελληνας που ζει στην Ιταλία
Η ενότητα της Γλώσσας περιλαμβάνει έργα, που βασίζονται σε κείμενα τα οποία δημιούργησε ο Κουνέλλης στις αρχές της καριέρας του καθώς και έργα που έγιναν πολύ αργότερα. Τα κομμάτια που βασίζονται σε κείμενα, όπως τα τεράστια γράμματα που κρέμονται από το ταβάνι στο κέντρο της πρώτης αίθουσας, μιλούν για την εμπειρία του Κουνέλλη ως Ελληνας που ζει στην Ιταλία: «Η γλώσσα ήταν ένα εμπόδιο στην αρχή, και επίσης ο τρόπος με τον οποίο διέφερε ο ίδιος συνεχώς, αρνούμενος να προσαρμοστεί σε εκείνη την κουλτούρα», λέει ο ντε Μπέλις. Και χρησιμοποιώντας οδικά σήματα στην ιταλική γλώσσα, ήταν ένας τρόπος «για να νιώθει πιο ενσωματωμένος στην πόλη της Ρώμης, όπου ζούσε», λέει ο ιταλός επιμελητής.
Η ενότητα του ταξιδιού διερευνά περαιτέρω τη δουλειά του Κουνέλλη γύρω από το να είναι κανείς αουτσάιντερ. Ενα έργο είναι αντίγραφο μιας επιστολής που έγραψε ο καλλιτέχνης όταν ήταν νεαρός στον αποξενωμένο πατέρα του. Στην επάνω αριστερή γωνία με τη διεύθυνση του αποστολέα, ο Κουνέλλης γράφει το όνομά του με «C» αντί «K». Αυτό συμβαίνει επειδή τη δεκαετία του 1950, που έγραψε το γράμμα, η Ιταλία εκείνη την εποχή απαγόρευε τη χρήση γραμμάτων, που δεν χρησιμοποιούνταν στο ιταλικό αλφάβητο.
Το τρίτο θέμα της έκθεσης είναι η έννοια των θραυσμάτων, που σύμφωνα με τον Κουνέλλη αφηγούνται τη δική τους ιστορία, ενώ μιλούν επίσης για τη δική του βαθιά σχέση με την ιστορία μέσω της ποιητικής τους χρήσης: πρόκειται για θραύσματα κλασικής γλυπτικής, έπιπλα και αντικείμενα ή φυσικά υλικά, που παρουσιάζονται σε προσεκτικά συγκροτημένες ομάδες. Η γκαλερί είναι γεμάτη με γλυπτά από γύψινες νεοκλασικές φιγούρες και σε μια περίπτωση, μια ολόκληρη πόρτα είναι καλυμμένη με πέτρες και γύψινα θραύσματα. Η φραγμένη πόρτα είναι μέρος μιας σειράς που ξεκίνησε ο Κουνέλλης το 1969, όταν προσκλήθηκε να συμμετάσχει σε μια έκθεση που γινόταν δύο φορές τον χρόνο στην Ιταλία, και ένα από τα έργα που ο Κουνέλλης θεωρούσε ότι ήταν πίνακας ζωγραφικής παρόλο ότι είναι φτιαγμένο με αντικείμενα.
Η τέταρτη ενότητα διερευνά την ιδέα των υλικών με έργα κατασκευασμένα με σωρούς από θειάφι ή καφέ που ισορροπούν σε κρεμαστούς δίσκους, αλλά και οργανικά υλικά, όπως μαλλί, σπόροι, κάρβουνο και σακιά από λινάτσα. Δίπλα στους δίσκους με το θειάφι έχει τοποθετηθεί μια «λίμνη» από κάρβουνο που περιβάλλεται από σακιά γεμάτα επίσης με κάρβουνο.
Το Ταξίδι
Από εκεί και πέρα, η έκθεση περνάει στη μουσικότητα, παρουσιάζοντας ένα έργο με μουσικά όργανα που είναι ενωμένα και κρεμασμένα ψηλά στον τοίχο. Και κορυφώνεται με αρκετές εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας βασισμένες σε εμπειρίες μνήμης και αισθήσεων.
Δύο μεγάλα έργα αγγίζουν θέματα που εξερευνήθηκαν σε όλα τα προηγούμενα μέρη της έκθεσης. Το ένα, του 1993, είναι μια κατασκευή με χρωματιστά πανιά που φουσκώνουν, παραπέμποντας στο Ταξίδι. Υπάρχει επίσης ένα τεράστιο πλαίσιο γεμάτο με κομμάτια ξύλου, που ζυγίζει τρεις τόνους, για το οποίο το κέντρο τέχνης Walker έπρεπε να συμβουλευτεί έναν μηχανικό για να βεβαιωθεί ότι δεν θα σπάσει το πάτωμα, σύμφωνα με τον Γουίλιαμ Χερνάντεζ Λουέγε, βοηθό επιμελητή στο Walker.
Τέλος, ανάμεσα στο έργα της έκθεσης «Γιάννης Κουνέλλης σε έξι πράξεις» συγκαταλέγεται και το «Untitled» ένα έργο χαμένο εδώ και 50 χρόνια. Συνδυασμός κατασκευής και περφόρμανς ή αλλιώς εγκατάσταση χώρου και χρόνου, το «Untitled» είχε παρουσιαστεί το 1972 στην διάσημη γκαλερί «Sonnabend» της Νέας Υόρκης σηματοδοτώντας την πρώτη εμφάνιση του Γιάννη Κουνέλλη στην αμερικανική ήπειρο. Φορώντας τη μάσκα του Απόλλωνα ο εικαστικός στεκόταν ακίνητος πάνω σε ένα μεταλλικό κουτί ενώ δίπλα του επίσης όρθιος πάνω σε ένα δεύτερο κουτί, ένας φλαουτίστας έπαιζε live Μότσαρτ. Μετά την πρώτη εκείνη εκτέλεση το «Untitled» χάθηκε. Ο Βιντζέντζο ντε Μπερλίς, όμως, θυμήθηκε ότι κατά τη διάρκεια των συζητήσεών τους ο Γιάννης Κουνέλλης είχε αναφέρει πως το έργο είχε πωληθεί από την νεοϋορκέζικη γκαλερί. Αναζητώντας τα ίχνη του οι υπεύθυνοι της «Sonnabend» εντόπισαν το έργο και τις οδηγίες για την εκτέλεσή του και λίγο πριν από τα εγκαίνια της η χαμένη περφόρμανς οδηγήθηκε στη Μινεάπολη.