Ποιοι και ποιες εξακολουθούν να σκέφτονται στις ΗΠΑ; Οι φοιτήτριες και οι φοιτητές αλλά και οι μαθήτριες και οι μαθητές. Και ποια είναι τα ζητήματα που απασχολούν την σπουδάζουσα αμερικανική νεολαία; Η πορεία του κινήματος #MeToo και οι προσπάθειες για τη θέσπιση μέτρων που θα καταστήσουν δυσκολότερη την απόκτηση φονικών όπλων.
Πώς, όμως, απάντησε ο Ντόναλντ Τραμπ στις ανησυχίες χιλιάδων μαθητών που διαδηλώνουν (ήδη από την Τετάρτη 14 Μαρτίου) ανά την αμερικανική επικράτεια διερωτώμενοι «πόσα παιδιά πρέπει ακόμα να πεθάνουν με αυτόν τον τρόπο πριν ληφθούν σοβαρά μέτρα»; Ο αμερικανός πρόεδρος φυσικά και αναγνώρισε το πρόβλημα, επισημαίνοντας, ωστόσο, πως «ήρθε η ώρα να οπλίσουμε τους διδάσκοντες».
Ενώπιον, όμως, των έντονων αντιδράσεων μελών και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ο Τραμπ έκανε λίγα βήματα πίσω, δηλώνοντας πως το μέτρο δεν θα είναι υποχρεωτικό, πως δεν θα οπλιστούν όλοι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, παρά μόνον όσοι το θέλουν και είναι σε θέση να χρησιμοποιούν όπλα προηγμένης τεχνολογίας. «Τότε γιατί να μην δώσουμε πυροβόλα στους πορτιέρηδες των ξενοδοχείων, στους ταμίες των κινηματογράφων, στους υπεύθυνους των εστιατορίων, στα πληρώματα των αεροσκαφών;», είναι η απάντηση όλων όσοι αντιστέκονται.
Αλλά αποτελεί γεγονός πως οι περισσότεροι πολιτικοί εμφανίζονται συγκρατημένοι. Γιατί οι εκπρόσωποι της αμερικανικής βιομηχανίας όπλων είναι από τους πιο γενναιόδωρους χρηματοδότες των προεκλογικών εκστρατειών τους καθώς και πλήθους πολιτιστικών και αθλητικών διοργανώσεων.
Ένα από τα βασικά ερωτήματα που απασχολεί τα αμερικανικά Μέσα αυτήν την περίοδο είναι κατά πόσο είναι (ή δεν είναι) παράφρονες οι νεαροί δράστες όλων αυτών των σφαγών, νέοι άνθρωποι που ξαφνικά μετατρέπονται σε στυγνούς εκτελεστές; Με παρέμβασή της στους New York Times, η αμερικανίδα ψυχίατρος Έιμι Μπαρνχόρστ υποστηρίζει ξεκάθαρα πως σίγουρα δεν είναι ψυχικά ασθενείς. Πως μπορεί να είναι διαταραγμένοι, εθισμένοι στα ναρκωτικά, ακόμα και να έχουν εμμονές, όπως ο Νίκολας Κρουζ, ο δράστης της επίθεσης στο λύκειο του Πάρκλαντ πριν από έναν μήνα, αλλά σίγουρα δεν είναι τρελοί. Άλλωστε στα πανεπιστήμια και στα σχολεία και ναρκωτικά κυκλοφορούν και αρκετοί είναι εκείνοι υποφέρουν από κατάθλιψη αλλά δεν αρπάζουν όλοι ένα όπλο και σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά τους. Οι αντιπαραθέσεις, οι εκρήξεις οργής και οι αντιπάθειες αποτελούν καθημερινά φαινόμενα αλλά δεν μετατρέπονται σε μαζικές σφαγές.
Τι φταίει, οπότε; Έπειτα από μια πρόσφατη επίσκεψή της στις ΗΠΑ τη δική ερμηνεία δίνει στις σελίδες της Corriere della Sera η εμβληματική ιταλίδα συγγραφέας Ντάτσια Mαραΐνι. «Η κουλτούρα του “πυροβολούμε όποιον μας απειλεί” συνάδει απόλυτα με τις νέες εθνικό-προστατευτικές τάσεις που βασίζονται στον φόβο του άλλου, στην πρωτόγονη και ιδιοτελή άποψη “ό,τι μου ανήκει μου ανήκει και αλίμονο σε όποιον το αγγίξει”, στην καχυποψία για όλους τους άλλους, εν δυνάμει εχθρούς που θα πρέπει να κατατροπώσουμε, στο μίσος για ό,τι δεν ελέγχω, σε μια κοινωνία που γίνεται αντιληπτή ως πεδίο μάχης όπου κερδίζει ο πιο δυνατός ή μάλλον ο πιο πλούσιος», υποστηρίζει η 81χρονη Mαραΐνι.
Θεωρεί πως «δεν πρόκειται για προσωπικές διαστροφές αλλά για πολιτισμικές και κοινωνικές τάσεις. Για αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε να σκεφτόμαστε την ιερότητα του ανθρώπου, τον σεβασμό προς τον άλλον, την επανάκτηση μιας μορφής εμπιστοσύνης σε ένα κοινό μέλλον. Το οποίο αποτελεί την ουσία της πολιτικής. Ένας λαός που δεν καταφέρνει να καταστρώσει σχέδια για το μέλλον που να εμπλέκουν συναισθηματικά την πλειονότητα, είναι ένας λαός σε ελεύθερη πτώση», προειδοποιεί η ιταλίδα διανοούμενη.
Ντάτσια Μαραΐνι: Γιατί δεν μίλησαν νωρίτερα οι γυναίκες του #MeToo;
Όσον αφορά το άλλο μεγάλο κίνημα που απασχολεί την αμερικανική (και παγκόσμια) κοινή γνώμη τους τελευταίους μήνες, τη γιγάντωση του κινήματος #MeToo, η Ντάτσια Mαραΐνι, η οποία υπήρξε σύντροφος επί σειρά ετών του πληθωρικού, τόσο στη γραφή του όσο και στη ζωή του, Αλμπέρτο Μοράβια, σίγουρα, έχει κάτι να πει.
Γιατί οι γυναίκες που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης σιωπούσαν τόσο καιρό; Γιατί δεν μίλησαν νωρίτερα;
Γιατί μια γυναίκα μόνη που καταγγέλλει έναν ισχυρό άνδρα γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν θα καταφέρει τίποτα πέρα από το να βλάψει τον εαυτό της, υποστηρίζει η Mαραΐνι. Γιατί σύμφωνα με τα ήθη της εποχής «το λάθος είναι δικό της, γιατί εκείνη τον παραπλάνησε, εκείνη τον έκανε να πέσει σε μια παγίδα και τώρα τον καταγγέλλει για να αποκομίσει κέρδος. Για αυτό, συνήθως, οι γυναίκες δεν προβαίνουν σε καταγγελίες».
Όταν όμως, ακολουθώντας το παράδειγμα μιας τολμηρής και ευρέως γνωστής γυναίκας, πολλές ακόμα βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Και απόδειξη αποτελεί το κίνημα #MeToo. «Ας μην ξεχνάμε πως αυτό συμβαίνει και στις Θεολογικές σχολές. Τα παιδιά που κακοποιήθηκαν από τους ανωτέρους τους, μερικές φορές χρειάστηκαν έως και 20 χρόνια για να καταγγείλουν όλα όσα υπέστησαν και μόνον όταν μίλησαν πολλοί άλλοι, βρήκαν το κουράγιο να θυμηθούν και να μιλήσουν», υπενθυμίζει η Mαραΐνι.
Μέσω, όμως, αυτών των καταγγελιών δεν μεταλλάσσουμε τη φύση ερωτοτροπίας; Δεν καταδικάζουμε όλους τους άνδρες που κυριεύονται από την πανανθρώπινη και αθώα ερωτική επιθυμία;
«Καμία από τις γυναίκες που προέβησαν σε καταγγελίες δεν μίλησε για ερωτοτροπία, για χάδια, για ερωτική επιθυμία ή οτιδήποτε άλλο ανάλογο. Όλες είπαν πως απέναντί τους είχαν έναν ισχυρό άνδρα: έναν παραγωγό, έναν διάσημο σκηνοθέτη, έναν καλλιτεχνικό διευθυντή, έναν φημισμένο κυνηγό ταλέντων, που τις εκβίασε. Ή κάνεις αυτό που σου λέω ή σε διώχνω», σημειώνει η Mαραΐνι, ξεκαθαρίζοντας πως σε καμία περίπτωση δεν δαιμονοποιείται η ερωτική επιθυμία ή η χαρά του σεξ.
Αυτό που αμφισβητείται είναι «η αρχαία πρακτική του εκάστοτε ισχυρού ατόμου (είτε βρίσκεται σε ένα γραφείο, σε μια αίθουσα πανεπιστημίου, σε ένα κατάστημα, σε ένα ξενοδοχείο, σε ένα κινηματογραφικό πλατό, σε μια θεατρική σκηνή ή σε ένα τηλεοπτικό στούντιο) που εκμεταλλεύεται την εξουσία του. Ο εκβιασμός αποτελεί έγκλημα». Η Ντάτσια Mαραΐνι κλείνει την παρέμβασή της, υπενθυμίζοντας πως «πολλοί άνδρες νομιμοποιήθηκαν να πιστεύουν ότι η εκμετάλλευση των πιο αδύναμων εντάσσεται στο πλαίσιο της ανδρικής ισχύος. Όπως ο βιασμός αποτελούσε προνόμιο των νικητών ενός πολέμου. Πρόκειται για ένα ιστορικό προνόμιο που μόνον μια δημοκρατική συνείδηση και ένα νέο αίσθημα κοινωνικής και πολιτισμικής δικαιοσύνης μπορούν να καταδικάσουν».