Το 2019 οδήγησε τη Λίβερπουλ στο πρώτο της τρόπαιο Τσάμπιονς Λιγκ μετά το 2005. Το 2020, στο πρώτο της πρωτάθλημα έπειτα από 30 ολόκληρα χρόνια. Τον περασμένο Φεβρουάριο, στο πρώτο της Λιγκ Καπ εδώ και μια δεκαετία. Και τώρα, το βράδυ του Σαββάτου, στο πρώτο της Κύπελλο Αγγλίας από το 2006. Στον εαυτό του έκανε την τιμή να γίνει ο πρώτος γερμανός προπονητής από καταβολής της διοργάνωσης (1871) που σήκωσε την αρχαιότερη Κούπα στον λονδρέζικο ουρανό.
«Είναι τρελό όλο αυτό που ζούμε εφέτος, αλλά ας δούμε πού θα μας βγάλει… Ας το ζήσουμε. Είμαστε mentality monsters», τόνισε ο Γίργκεν Κλοπ μετά τη λήξη του τελικού.
Σε δυο εβδομάδες θα γνωρίζουμε αν η Λίβερπουλ, ο πρώτος αγγλικός σύλλογος που διεκδικεί τα πάντα σε μία σεζόν, θα πετύχει το «quadruple», το οποίο μέχρι σήμερα φαινόταν ακατόρθωτο. Στην Πρέμιερ Λιγκ βρίσκεται τρεις βαθμούς πίσω από τη Μάντσεστερ Σίτι, ενώ στις 28 Μαΐου θα αναμετρηθεί με τη Ρεάλ Μαδρίτης για το έβδομο Κύπελλο Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς Λιγκ της ιστορίας της.
Το δεύτερο τρόπαιο της σεζόν το κατέκτησε, χθες, στο «Γουέμπλεϊ», νικώντας την Τσέλσι στη διαδικασία των πέναλτι, έπειτα από το 0-0 του κανονικού αγώνα και της παράτασης. Ακριβώς όπως είχε κερδίσει το Λιγκ Καπ. Μόνον ο «ήρωας» του αγώνα ήταν διαφορετικός, και ήταν ένα ελληνόπουλο: ο Κώστας Τσιμίκας. Εκτέλεσε εύστοχα το έβδομο πέναλτι της ομάδας που υποστήριζε από παιδί (όπως ο πατέρας του και ο μεγάλος του αδελφός), κάνοντας το μισό «Γουέμπλεϊ» να σωπάσει, και το άλλο μισό να τον αποθεώσει.
Δεν ήταν τόσο απλό, όσο φάνηκε. Ο Κώστας δεν είχε εκτελέσει πέναλτι ποτέ στο παρελθόν, σε επίσημο αγώνα. Αλλά, όταν ο Κλοπ τον ρώτησε αν θέλει να δοκιμάσει, εκείνος του απάντησε «ναι» χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Ο μικροκαμωμένος αριστερός μπακ δεν λύγισε από το βάρος της φανέλας, ούτε από την κρισιμότητα των στιγμών, και δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί με τον Εντουάρ Μεντί, που αναδείχτηκε «γκολκίπερ της χρονιάς» στο Τσάμπιονς Λιγκ και είχε, μόλις, αποκρούσει το πέναλτι του Μανέ. Με ψυχραιμία και αυτοπεποίθηση τον άφησε να ξαπλώσει το πελώριο κορμί του στη μια πλευρά του τέρματος, και σούταρε στην άλλη.
Την είχε, ανέκαθεν, αυτή την «άγια πίστη» στον εαυτό του. Από τότε που ο 26χρονος (τα έκλεισε την περασμένη Πέμπτη) Σαλονικιός κλωτσούσε την μπάλα στη Νεάπολη του Βορρά και, αργότερα, στις Ακαδημίες του Πανσερραϊκού. Χάρη σε αυτή, αλλά και την εργατικότητά του, πραγματοποίησε τα δύο εκπληκτικά «άλματα» της καριέρας του. Πρώτα στον Ολυμπιακό και, στη συνέχεια, στη Λίβερπουλ. Ιδίως το δεύτερο, από τον πρωταθλητή Ελλάδας στην πρωταθλήτρια Ευρώπης, είναι βγαλμένο από τα παραμύθια.
Τον βάζουν να παίξει στον Ολυμπιακό, και το κάνει λες και αγωνίζεται χρόνια στην ομάδα. Τον καλούν να αντικαταστήσει τον Ρόμπερτσον, τον κατά πολλούς καλύτερο αριστερό μπακ-χαφ της Ευρώπης, και δεν δείχνει να έχει το παραμικρό «τρακ». Εμφανίζεται σε προημιτελικό Τσάμπιονς Λιγκ (Λίβερπουλ – Μπενφίκα, τον περασμένο Απρίλιο), και ψηφίζεται ως ο κορυφαίος του ματς. Εκτελεί το πρώτο πέναλτι της ζωής του σε έναν τελικό με τεράστια ποσοστά τηλεθέασης παγκοσμίως, που θα κρίνει ένα τρόπαιο, και συμπεριφέρεται σαν σπεσιαλίστας του είδους. Αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ενδεχόμενη αποτυχία θα μπορούσε να τον στιγματίσει για πάντα.
Δευτερόλεπτα αργότερα, βρέθηκε στα χέρια των συμπαικτών του. Και ακόμη πιο βαθιά στις καρδιές των οπαδών της Λίβερπουλ, που τον έχουν λατρέψει. Εχουν ξεχάσει, πια, το επίθετό του. Για ‘κείνους είναι ο «Crosstas». Ο «Tsimi». Του έγραψαν και τραγούδι με αυτό το όνομα. Είναι ο «Greek Scouser». Οπου scouser, σε ελεύθερη μετάφραση, αυτός που ομιλεί τα Αγγλικά στη διάλεκτο και με την ιδιαίτερη προφορά του Μέρσεϊσάιντ.
«Δεν είμαι ο Ελληνας Scouser, είμαι ο Scouser που είναι Ελληνας», τους απάντησε χθες μέσω Διαδικτύου ο Τσιμίκας. Ο οποίος, σύμφωνα με δημοσίευμα της Liverpool Echo, έχει φροντίσει να κατοχυρώσει αυτό το προσωνύμιο στο αρμόδιο Γραφείο Πνευματικής Ιδιοκτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, για εμπορική χρήση. Οπως ο Κριστιάνο Ρονάλντο το «CR7», και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο το «Greek Freak».
Τόσο θεαματική εξέλιξη, ελάχιστοι ποδοσφαιριστές έχουν παρουσιάσει. Στην περίπτωση του Τσιμίκα, το ένστικτο του Κλοπ βγήκε, για ακόμη μια φορά, αληθινό.