«Οταν σώζεις έναν άνθρωπο, σώζεις τον κόσμο όλο». Ηταν μια φράση του Οσκαρ Σίντλερ, που έσωσε τόσους και τόσους Εβραίους από το Ολοκαύτωμα. Η κυρία Μελπομένη, μια 92χρονη Ελληνίδα, δικαιούται να το λέει. Συναντήθηκε ξανά, για πρώτη φορά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με δύο από τα έξι μέλη μίας οικογένειας Εβραίων, τα οποία έκρυψε στο σπίτι της στη Βέροια και διέσωσε από τις θηριωδίες των Ναζί.
Η Μελπομένη Ντίνα, το γένος Γιαννοπούλου, συνάντησε τα αδέλφια Σάρα Γιανάι και Γιόσι Μορ και τα 20 παιδιά και εγγόνια τους, στο μουσείο του Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ, επτά δεκαετίες μετά την διάσωσή τους, όπως ανέφερε το BBC. Οταν σώζεις έναν άνθρωπο, σώζεις και αυτά που θα αποκτήσει στο μέλλον, τα παιδιά, τα εγγόνια του, τις γνώσεις του…
«Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν αυτό το συναίσθημα», είπε η Σάρα Γιανάι συγκινημένη στους δημοσιογράφους. «Είμαστε πολύ συγκινημένοι που την ξανασυναντούμε».
«Είχαμε κρυφτεί στο σπίτι της. Εσωσε όλη μου την οικογένεια. Εξι άτομα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο επικίνδυνο ήταν για αυτήν, για την οικογένειά της, να μας κρατήσουν όλους. Εσωσαν τις ζωές μας».
Η κυρία Ντίνα και οι δύο αδελφές της έκρυψαν πρώτα την εβραϊκή οικογένεια, σε ένα εγκαταλελειμμένο τέμενος. Οταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, τη μετέφεραν στο σπίτι τους.
Επί δύο χρόνια, οι τρεις αδελφές της οικογένειας Γιαννοπούλου και μια άλλη οικογένεια, των Αξιόπουλων, είχαν πάρει υπό την προστασία τους την οικογένεια Μορντεχάι.
Οταν το εξάχρονο αγόρι της οικογένειας, ο Σαμουήλ, αρρώστησε, τον πήγαν με κίνδυνο της ζωής τους, στο νοσοκομείο, όπου πέθανε λίγες ημέρες αργότερα.
Καθώς μαθεύτηκε πού κρυβόταν η οικογένεια, οι αδελφές Γιαννοπούλου βοήθησαν τους υπόλοιπους να διαφύγουν σε διαφορετικές τοποθεσίες. Επιβίωσαν όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και μετά τον πόλεμο επανενώθηκαν και μετακόμισαν στο Ισραήλ.
Η συνάντηση ήταν συγκινητική. Με δάκρυα στα μάτια, η 92χρονη ηρωίδα πήγε με αναπηρικό καροτσάκι στην Αίθουσα των Ονομάτων του Γιαντ Βασέμ, όπου είναι γραμμένα τα ονόματα εκατομμυρίων Εβραίων που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα.
Εκεί αγκάλιασε τα δύο αδέλφια και γνώρισε τα 20 παιδιά και εγγόνια τους.
«Θα ήθελα να έχω σώσει περισσότερους», είπε η κυρία Ντίνα.
Το 1994, η κυρία Ντίνα τιμήθηκε με τον τιμητικό τίτλο «Δίκαιη των Εθνών», που απονέμεται σε όσους βοήθησαν Εβραίους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Περισσότεροι από 27.000 άνθρωποι κατέχουν τον τίτλο, ανάμεσά τους και 355 από την Ελλάδα.
Περισσότεροι από 80.000 Εβραίοι που έμεναν στην Ελλάδα, σκοτώθηκαν από τους Ναζί. Ανάμεσά τους και 50.000 Εβραίοι από τη Θεσσαλονίκη. Πολλοί δολοφονήθηκαν στο Αουσβιτς.
Συναντήσεις σαν και αυτήν ήταν πολύ συχνές στο μουσείο του Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ. Καθώς όμως, τα χρόνια περνούν και οι πρωταγωνιστές της Ιστορίας γερνούν ή πεθαίνουν, γίνονται ολοένα και σπανιότερες.
Ο Στάνλεϊ Σταλ, αντιπρόεδρος του Εβραϊκού Ιδρύματος για τους Δίκαιους, είπε στο Associated Press ότι δεν αποκλείεται αυτή να ήταν και η τελευταία…
Το ιστορικό της διάσωσης
Η οικογένεια Μορντεχάι -όπως αναφέρεται στα αρχεία του Γιαντ Βασέμ- ζούσε στη Βέροια. Ο Μέντες Μορντεχάι και η σύζυγός του Μίριαμ Μαρί ήταν ιδιοκτήτες μιας πολύ επιτυχημένης επιχείρησης μόδας. Η Μίριαμ, μάλιστα, παρέδιδε μαθήματα ραπτικής στις γυναίκες της πόλης. Το ζευγάρι είχε πέντε παιδιά: τη Σάρα (γεννηθείσα το 1933/ αργότερα απέκτησε το επώνυμο Γιανάι), τον Άσερ (έτος γέννησης 1935), τον Σαμουήλ (1938), τη Ραχήλ (1940) και τον Ιωσήφ (Γιόσι), ο οποίος γεννήθηκε στη διάρκεια του πολέμου, το 1942.
>Το 1940, όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδας, ο Μέντες εντάχθηκε στον ελληνικό στρατό για να πολεμήσει στο μέτωπο της Αλβανίας. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας επιδεινώθηκε και η Μαρί προσπαθούσε να βγάλει τα προς το ζην πλέκοντας διάφορα είδη ένδυσης για τον στρατό. Τελικά, ο Μέντες επέστρεψε από το μέτωπο, αλλά όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, άρχισαν οι διώξεις κατά των Εβραίων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να φορούν το κίτρινο αστέρι στο πέτο εν μέσω πληθώρας φημών, που έμελλε να βγουν αληθινές, για απελάσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Μαρί είχε συγγενείς στη Γερμανία, στους οποίους κι έγραψε ένα κωδικοποιημένο γράμμα. Αυτοί απάντησαν πως είναι καλά, προσθέτοντας ωστόσο ότι οι παππούδες τους είναι «ακόμα καλύτερα». Γνωρίζοντας ότι οι παππούδες ήταν θαμμένοι στο νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης, το ζευγάρι κατάλαβε πως επρόκειτο για ένα είδος προειδοποίησης.
Στο μεταξύ, η Ευλαμπία Τοκατλίδου, η οποία εργαζόταν ως οικιακή βοηθός της οικογένειας Μορντεχάι, είχε βρει δουλειά ως βοηθός και θυρωρός σε ένα σχολείο σε πολύ κοντινή απόσταση από την οικία Μορντεχάι. Όταν η Μαρί γέννησε τον Γιόσι δεν μπορούσε να τον θηλάσει και η Ευλαμπία, η οποία είχε γεννήσει την ίδια εποχή ένα κοριτσάκι, το θήλασε η ίδια και προσφέρθηκε, μάλιστα, να τον πάρει σπίτι της και να τον μεγαλώσει ως δικό της παιδί. Ωστόσο, ήταν πολύ δύσκολο για τη Μαρί να αποχωριστεί τον γιο της κι έτσι η Ευλαμπία επισκεπτόταν συχνά το σπίτι της οικογένειας Μορντεχάι.
Τον Μάρτιο του 1943 άνοιξε ο κύκλος των απελάσεων των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα κολαστήρια των Ναζί. Ο αδελφός της Ευλαμπίας, Νίκος Αξιόπουλος, κατάφερε να προμηθευτεί πλαστές ταυτότητες για την εβραϊκή οικογένεια, την οποία κι έσπευσε να προειδοποιήσει ότι ετοιμαζόταν, τις επόμενες ημέρες, μια μαζική μετακίνηση και ότι το τρένο θα σταματούσε και στη Βέροια προκειμένου να περισυλλέξει και τους εκεί Εβραίους. Ο Νίκος και η υπόλοιπη οικογένειά του ήταν αποφασισμένοι να σώσουν τους Μορντεχάι. Ο Νίκος, επιπλοποιός κατ΄ επάγγελμα, έφτιαξε μια ξύλινη οροφή στη σοφίτα ενός παλιού εγκαταλελειμμένου τζαμιού, προκειμένου να κρύψει τους Μορντεχάι, οι οποίοι από εκεί άκουγαν αργότερα τις φωνές των Εβραίων της Βέροιας καθώς τους περικύκλωναν για να τους μαζέψουν. Και παρόλο που οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες στην αυτοσχέδια κρυψώνα, χωρίς παράθυρα ή κάποιου άλλου είδους εξαερισμό, οι Μορντεχάι αισθάνονταν ευγνώμονες…
Οι αδελφές του Νίκου και της Ευλαμπίας, Πολυξένη και Μακρίνα, μαζί με τον αδελφό τους Πέτρο, βοήθησαν επίσης τους Μορντεχάι παρέχοντάς τους μέρος των πενιχρών αποθεμάτων τροφής που είχαν. Ωστόσο, εξαιτίας των πολύ δύσκολων συνθηκών διαβίωσης στην ξύλινη σοφίτα, μέλη της οικογένειας άρχισαν να εμφανίζουν προβλήματα υγείας, γεγονός που κατέστησε αδήριτη την ανάγκη να βρουν νέα κρυψώνα. Ήταν τότε που εμφανίστηκε ως άλλος άγγελος σωτήρας η Ευθυμία Ξανθοπούλου (τότε Γιαννοπούλου) που έτεινε χείρα βοηθείας προς την οικογένεια. Πριν από τον πόλεμο, η Ευθυμία είχε μαθητεύσει ως μοδίστρα στο πλευρό της Μαρί. Καθώς ήταν ορφανή και πολύ φτωχή, η Μαρί δεν της έπαιρνε χρήματα για τα μαθήματα. Η Ευθυμία ήταν αυτή που άνοιξε το σπίτι όπου έμενε με τις δύο μικρότερες αδελφές της, τη 15χρονη Βηθλεέμ (αργότερα Σούμπαση) και τη 14χρονη Μελπομένη (αργότερα Ντίνα). Εκεί, σε ένα δωμάτιο, φιλοξένησε τα επτά μέλη της οικογένειας Μορντεχάι και οι τρεις ορφανές αδελφές μοιράζονταν μαζί τους ό,τι φαγητό είχαν στη διάθεσή τους, παίρνοντας ένα υψηλό ρίσκο. Καθώς ήταν πολύ δύσκολο να βρει κανείς προμήθειες την περίοδο εκείνη αλλά κι ακόμη όταν υπήρχαν ήταν πολύ ακριβές, η Βηθλεέμ και η Μελπομένη καλλιεργούσαν ένα κομμάτι γης που είχαν στην ιδιοκτησία τους σε μια ελώδη περιοχή, κοντά στα Γιαννιτσά, όχι πολύ μακριά από τη Βέροια. Όταν η Βηθλεέμ γυρνούσε από το χωράφι, κουβαλούσε στον σάκο της προμήθειες για δέκα άτομα.
Μια μέρα, ο Σαμουήλ αρρώστησε σοβαρά. Η Βηθλεέμ, μαζί με την αδελφή του, τη Σάρα, τον πήγαν στο νοσοκομείο, αλλά δυστυχώς το παιδί δεν κατόρθωσε να κρατηθεί στη ζωή. Λίγο καιρό μετά κάποιος κατέδωσε την οικογένεια Μορντεχάι στις αρχές και ήταν οι συγγενείς της Ευθυμίας αυτοί που τους βοήθησαν να διαφύγουν. Η μεγαλύτερη από τα παιδιά της εβραϊκής οικογένειας, η Σάρα, φυγαδεύτηκε από το δάσος, ενώ ο Άσερ πήρε μόνος του τον δρόμο προς το βουνό. Στο μεταξύ, η Μαρί πήρε τα μικρότερα παιδιά της, τη Ραχήλ και τον Γιόσι, και ξεκίνησε με τα πόδια να πάει να βρει μέρος να κρυφτούν. Η Βηθλεέμ και οι αδελφές της έδωσαν στην οικογένεια ρούχα κατάλληλα ώστε να μπορέσουν να αντέξουν τη διαβίωση στις πλαγιές του Βερμίου. Πριν από το τέλος του πολέμου, η οικογένεια επανενώθηκε και κατάφερε να επιβιώσει έως την απελευθέρωση.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1989, το Γιαντ Βασέμ, το ίδρυμα και μουσείο που δημιουργήθηκε από το κράτος του Ισραήλ, στην Ιερουσαλήμ, για τη διαιώνιση της μνήμης των έξι εκατομμυρίων θυμάτων του Ολοκαυτώματος, απένειμε τον τίτλο του “Δικαίου των Εθνών” στην Ευλαμπία Τοκατλίδου και την Ευθυμία Ξανθοπούλου. Μερικά χρόνια αργότερα, στις 12 Απριλίου του 1994, το Γιαντ Βασέμ απένειμε την ίδια τιμή στους: Βηθλεέμ Σούμπαση, Μελπομένη Ντινα, Νίκο και Πέτρο Αξιόπουλο και Μακρίνα και Πολυξένη Ανανιάδου.