Ο Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος επιβίωσε πολιτικά σε μια από τις δυσκολότερες στιγμές της σύγχρονης ισπανικής Ιστορίας, φαίνεται ότι ίσως φτάνει στο τέλος της πολιτικής καριέρας του. Και το τέλος αυτό θα φέρει, πιθανώς, ένα σκάνδαλο που σχετίζεται με τη σύζυγό του, Μπεγκόνια Γκόμεθ.
Ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Ισπανίας ανέστειλε τα δημόσια καθήκοντά του το βράδυ της Τετάρτης 24 Απριλίου για να αποφασίσει εάν θέλει να συνεχίσει να ηγείται της κυβέρνησης της χώρας του μετά τις επιθέσεις της Δεξιάς κατά της συζύγου του, όπως είπε.
Σε μια φορτισμένη επιστολή τριών σελίδων που απευθυνόταν στους «πολίτες της Ισπανίας» και δημοσιεύτηκε στο X/Twitter, ο Σάντσεθ είπε ότι θα αναστείλει τα δημόσια καθήκοντά του για να «σκεφτεί» αν θα συνεχίσει να υπηρετεί τη χώρα από την πρώτη γραμμή της πολιτικής. Πρόσθεσε ότι θα ανακοινώσει την απόφασή του τη Δευτέρα.
«Χρειάζομαι επειγόντως μια απάντηση στο ερώτημα αν αξίζει τον κόπο, αν πρέπει να συνεχίσω να ηγούμαι της κυβέρνησης ή να αποποιηθώ αυτή την τιμή», εξήγησε μεταξύ άλλων, όπως σημειώνουν οι Times.
Η ανακοίνωση ήρθε αφότου ένα ισπανικό δικαστήριο ανακοίνωσε νωρίτερα την Τετάρτη ότι ξεκινά προκαταρκτική έρευνα για το εάν η Μπεγκόνια Γκόμεθ, διέπραξε το αδίκημα της διαφθοράς.
Στην επιστολή του, ο Σάντσεθ αναφέρθηκε επανειλημμένα στη «Δεξιά και την Ακροδεξιά που εξαπέλυσαν προσωπικές επιθέσεις εναντίον του» και προσπαθούν να απονομιμοποιήσουν την κυβέρνησή του.
«Γνωρίζω ότι ασκούν αγωγή εναντίον της Μπεγκόνια όχι επειδή έχει κάνει κάτι παράνομο. Ξέρουν ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Το κάνουν επειδή είναι η γυναίκα μου».
Η δήλωση έρχεται σε μια στιγμή ακραίας πόλωσης στην ισπανική πολιτική. Ο Σάντσεθ διατήρησε την εξουσία μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου, συμφωνώντας σε μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη αμνηστία με αντάλλαγμα τις επτά ψήφους του καταλανικού αυτονομιστικού κόμματος του Κάρλες Πουτζντεμόν.
Ενας δικαστής είχε ξεκινήσει νωρίτερα έρευνα για τους δεσμούς της Γκόμεθ με ιδιωτικές εταιρείες που έλαβαν εκατομμύρια ευρώ σε κεφάλαια και δημόσιες συμβάσεις από την κυβέρνηση του συζύγου της. Η έρευνα ακολουθεί αναφορές σε ισπανικά ΜΜΕ που ισχυρίζονται ότι η Γκόμεθ έλαβε χάρες από μια αεροπορική εταιρεία λίγο πριν η κυβέρνηση τη σώσει από την κατάρρευση με ένα τεράστιο δημόσιο πρόγραμμα διάσωσης.
Η Γκόμεθ φέρεται να συναντήθηκε ιδιωτικά με τον Χαβιέ Χιντάλγκο, τον διευθύνοντα σύμβουλο μιας εταιρείας τουριστικού χαρτοφυλακίου, προτού η κυβέρνηση Σάντσεθ χορηγήσει στην αεροπορική εταιρεία της οικογένειας Χιντάλγκο, Air Europa, κεφάλαια διάσωσης 475 εκατομμυρίων ευρώ. Οι αποκαλύψεις έγιναν από την El Confidencial, μια κεντροδεξιά ειδησεογραφική ιστοσελίδα, η οποία ανέφερε ότι ο Σάντσεθ συμμετείχε στο Συμβούλιο Υπουργών που ενέκρινε την αποδέσμευση των χρημάτων.
Ο Σάντσεθ υπογράμμισε ότι η υπόθεση εναντίον της συζύγου του δημιουργήθηκε από τα δεξιά ΜΜΕ και ότι το δικαστήριο ξεκίνησε την έρευνα μόνο αφού το Manos Limpias (Καθαρά Χέρια), ένα ακροδεξιό σωματείο, υπέβαλε καταγγελία. Επιμένοντας ότι οι ισχυρισμοί είναι ψευδείς, είπε ότι είναι «βαθιά ερωτευμένος» με τη σύζυγό του, προσθέτοντας ότι νιώθει «ανίκανος» απέναντι στις κατηγορίες εναντίον της Γκόμεθ.
«Σε αυτό το σημείο, το ερώτημα που εύλογα απευθύνω στον εαυτό μου είναι αν αξίζει όλο αυτό. «Ειλικρινά δεν ξέρω», έγραψε, σύμφωνα με τους Times.
Ο Σάντσεθ κατηγόρησε τη δεξιά για στρατηγική «παρενόχλησης». Καταφέρθηκε ιδιαίτερα εναντίον του Αλμπέρτο Φεϊχόο, τον ηγέτη του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, και τον Σανδιάγο Αβασκάλ, τον ηγέτη του σκληρού δεξιού κόμματος Vox.
Σε απάντηση, ο Φεϊχόο κατηγόρησε τον Σάντσεθ για «συκοφαντία και συκοφαντική δυσφήμιση» καθώς και για «παράλειψη καθήκοντος» επειδή ανακοίνωσε ότι χρειαζόταν μερικές ημέρες για να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του. «Αν δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς, γιατί δεν εξηγείς;» είπε ο Φεϊχόο. Πρόσθεσε ότι ο Σάντσεθ προσπαθεί να «θυματοποιηθεί» και ότι αυτό δεν είναι ένα πολιτικό πρόβλημα «αλλά νομικό».
Ο Σάντσεθ μίλησε στην επιστολή του για αυτό που ονόμασε «προσπάθειες της Δεξιάς να απονομιμοποιήσει την κυβέρνησή μου», συμπεριλαμβανομένης της δαιμονοποίησης της συμμαχίας του με την Bildu, την πρώην πολιτική πτέρυγα της ανενεργής πλέον βασκικής τρομοκρατικής ομάδας EΤΑ. Υποστήριξε επίσης ότι το εκλογικό σώμα είχε ψηφίσει υπέρ της συνέχισης του «προοδευτικού συνασπισμού» του, παρά το γεγονός ότι το Λαϊκό Κόμμα κέρδισε τις περισσότερες ψήφους και η κυβέρνησή του διατήρησε την εξουσία με την υποστήριξη δύο κεντροδεξιών περιφερειακών εθνικιστικών κομμάτων.
«Η δημοκρατία μίλησε αλλά αυτοί δεν αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα. Ηξεραν ότι μια πολιτική απάντηση δεν ήταν επαρκής, οπότε πέρασαν την κόκκινη γραμμή επιτιθέμενοι στην οικογενειακή και ιδιωτική ζωή ενός πρωθυπουργού», έγραψε.
Ο Σάντσεθ ανέλαβε την εξουσία το 2018, έπειτα από ένα σκάνδαλο διαφθοράς που έριξε την προηγούμενη κυβέρνηση και είναι περήφανος για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια της κυβέρνησής του.
Οπως αναφέρουν οι Times, εάν παραιτηθεί, είναι πιθανό το κοινοβούλιο να επιλέξει άλλον πρωθυπουργό, αλλά λόγω του κατακερματισμού του, φαίνεται απίθανο να επικρατήσει κάποιος. Πιο πιθανό είναι να γίνουν νέες γενικές εκλογές.
Ερωτηθείς σχετικά με την έρευνα για τη σύζυγό του στο κοινοβούλιο την Τετάρτη, ο Σάντσεθ είπε: «Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζω να πιστεύω στη Δικαιοσύνη στη χώρα μου».
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Σάντσεθ απάντησε επίσης με μια σειρά από κατηγορίες εναντίον της Ιζαμπέλ Αγιούσο, επικεφαλής του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος στην περιφερειακή κυβέρνηση της Μαδρίτης. Τα ισπανικά ΜΜΕ ανέφεραν ότι ο σύντροφός της, είχε αποδεχθεί κατηγορίες για φορολογική απάτη και ήθελε να διαπραγματευτεί ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών και πρόστιμο 520.000 ευρώ. Η υπόθεση αφορά μεγάλα χρηματικά ποσά που του καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας για να εξασφαλίσει την προμήθεια μασκών από την πόλη της Μαδρίτης.
Ο Σάντσεθ ζήτησε την παραίτηση της Αγιούσο, ωστόσο οι επικριτές του λένε ότι είναι ένα προφανές τέχνασμα για να αποσπάσει την προσοχή από τις δικές του δυσκολίες.
Κυβερνητική πηγή είπε στην El Pais: «Μπορούμε να δηλώσουμε κατηγορηματικά ότι η επαγγελματική δραστηριότητα της συζύγου του αρχηγού της κυβέρνησης είναι καθαρή. Πρόκειται για καταγγελία μιας ακροδεξιάς οργάνωσης που βασίζεται σε ψεύδη και ως εκ τούτου στερείται νομικής βάσης».