Kαι ξαφνικά «πλημμύρισε» το Διαδίκτυο με την είδηση που «προκάλεσε σοκ»: Ο Δημήτρης Μυταράς έχασε το φως του! Κι αν όσοι δεν παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στον εικαστικό χώρο εξεπλάγησαν και στενοχωρήθηκαν, αλλά τόσο εξεπλάγησαν, στενοχωρήθηκαν αλλά εν τέλει θύμωσαν όσοι γνωρίζουν. Και είναι αρκετοί.
Τι είναι αυτό που γνωρίζουν λοιπόν αρκετοί από το 2008; Ότι πράγματι ο σπουδαίος και δημοφιλής ζωγράφος με το γνώριμο εξπρεσιονιστικό του ύφος αντιμετωπίζει προβλήματα με την όραση του. Το αρχικό πρόβλημα, το οποίο ο ίδιος περιέγραφε ως «έναν λεκέ από λάδι» που τον εμπόδιζε να βλέπει, διαγνώστηκε ως μια σοβαρή οπτική νευροπάθεια και τελικώς του στέρησε την πολυτιμότερη ίσως των αισθήσεων για έναν ζωγράφο: την όραση.
Το πρόβλημα μάλιστα, δεν παρέμεινε γνωστό για μεγάλο διάστημα μόνο σε στενό κύκλο, καθώς ο Δημήτρης Μυταράς ήταν πάντα ανοικτός στους δημοσιογράφους και δεν έκρυβε ούτε την ασθένεια του, ούτε και την ψυχολογική αναστάτωση που του προκαλούσε.
Δύο σημαντικά γεγονότα ωστόσο ήταν εκείνα που αποτέλεσαν την αιτία να γίνει πλέον ευρέως γνωστό το πρόβλημα. Το πρώτο ήταν όταν εγκαινιάστηκε το 2008 η έκθεση του «Παναγιά η Καταφυγιώτισσα» στο Ίδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη. Η όραση του τότε είχε μειωθεί δραματικά ωστόσο οι συνεργάτες του πίστευαν ότι θα μπορούσε να αντικαταστήσει τη χαμένη αίσθηση του με εκείνη της ακοής, κάτι που όμως δεν συνέβη. Οι πολλές διαφορετικές φωνές προκάλεσαν έντονη σύγχυση στον καλλιτέχνη με αποτέλεσμα να φυγαδευτεί κατά τη διάρκεια των εγκαινίων.
Το δεύτερο ήταν η διένεξη που προκλήθηκε με την Ακαδημία Αθηνών, επειδή λόγω του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει δεν συμμετείχε στις συνεδριάσεις. Έτσι ενώ διατηρεί τον τίτλο του Ακαδημαϊκού, δεν θεωρείται εν ενεργεία τακτικό μέλος και δεν έγινε ποτέ τελετής υποδοχής του. Οργισμένος μάλιστα τότε από την στάση της Ακαδημίας, δεν δίστασε να μιλήσει ανοιχτά στον Τύπο για το τι συνέβαινε με την όραση του.
Kύκλοι της Ακαδημίας Αθηνών μας εξηγούν πως ακολουθήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται στις περιπτώσεις που κάποιο μέλος δεν συμμετέχει στις συνεδριάσεις. Αν απουσιάζει για περισσότερο από έναν χρόνο τότε χαρακτηρίζεται «ανενεργό μέλος» (ανεπίσημα ο πραγματικός όρος είναι «διαγραφή»). Η απόφαση λαμβάνεται ανεξάρτητα από το αν η απουσία σχετίζεται με θέματα υγείας, επαγγελματικά. Ο Δημήτρης Μυταράς, που έγινε μέλος της Ακαδημίας το 2008 δεν διεγράφη αμέσως. Του δόθηκε ένας επιπλέον χρόνος και του έστελναν τακτικά την ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων.
Από την πλευρά της Ακαδημίας Αθηνών διαβεβαιώνουν πως αν το επιθυμεί μπορεί να υποβάλλει αίτημα για την εκ νέου ενεργοποίησή του. Μάλιστα ο κ. Μυταράς επέστρεψε το ποσό των χρημάτων που εισέπραξε από την Ακαδημία για τους μήνες που μεσολάβησαν ανάμεσα στην λήψη της απόφασης απενεργοποίησής του και την ενημέρωση του λογιστηρίου. Σημειώνουμε ότι υπάρχουν και άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις με αυτή του κ. Μυταρά και στο μέλλον θα υπάρξουν και άλλες απενεργοποιήσεις.
Η δύσκολη αυτή κατάσταση της υγείας του, που κρίνεται πλέον ως μη αναστρέψιμη, τον έχει βυθίσει σε κατάθλιψη κι ζει απομονωμένος στο σπίτι του με την συνεχή φροντίδα της συζύγου του, επίσης σημαντικής ζωγράφου, Χαρίκλειας, την οποία συγγενείς, φίλοι και συνεργάτες γνωρίζουν ως Ζουζού.
Και το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Γιατί αυτό το θέμα υγείας ενός από τους κορυφαίους της σύγχρονης ελληνικής εικαστικής σκηνής επανέρχεται στη δημοσιότητα και μάλιστα ως είδηση; Καλά πληροφορημένες πηγές σχετίζουν την «ανακάλυψη» της είδησης με την διακίνηση πλαστών έργων του Δημήτρη Μυταρά. Καθώς είναι ένας από τους πιο ακριβούς σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους, αλλά και τους πιο γνωστούς ακόμη και στο μη μυημένο κοινό, ήταν λογικό τα έργα του να είναι από τα πλέον περιζήτητα και κατά συνέπεια στόχος πλαστογράφων. Και είναι αυτά τα κυκλώματα, σύμφωνα με μια εκτίμηση, βρίσκεται πίσω από τη διακίνηση της είδησης, που θέλουν να ανεβάσουν τις τιμές στα έργα του καλλιτέχνη, με δεδομένο ότι δεν πρόκειται να συνεχίσει την παραγωγή του.
Ποιος είναι ο Δημήτρης Μυταράς:
Γεννημένος το 1934 ο Δημήτρης Μυταράς μαθήτευσε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1953 έως το 1957 δίπλα στον Γιάννη Μόραλη και Σπύρο Παπαλουκά Το ανήσυχο πνεύμα του και μία υποτροφία οδήγησαν τα βήματά του στο επίκεντρο της τέχνης της δεκαετίας του ’60, στο Παρίσι. Εκεί μυήθηκαν στην σκηνογραφία και την εσωτερική διακόσμηση, στοιχεία που αξιοποίησε όταν φιλοτέχνησε το 1968 τις τοιχογραφίες του ξενοδοχείου Astir Palace της Βουλιαγμένης και τα σκηνικά για δεκάδες θεατρικές παραστάσεις έργων του Αριστοφάνη, Πιραντέλο. Χορτάτζη. Κορνάρου, Τσέχωφ κ.α.
Στα εικαστικά πράγματα «εισέβαλε» δυναμικά το 1958 όταν ταυτόχρονα συμμετείχε στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας και στην Πανελλαδική Νέων της γκαλερί «Ζυγός», αποσπώντας το Ά βραβείο. Αλλά η δεκαετία που σφραγίζει την πορεία του είναι σίγουρα εκείνη του ’70. Και δεν είναι μόνο εξαιτίας της συμμετοχής του στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1972. Δεν είναι που το 1975 εκλέχθηκε καθηγητής στην ΑΣΚΤ, κι αργότερα πρύτανης. Είναι και οι εκθέσεις του «Νεοκλασικά με τις σύγχρονες φιγούρες» και «Επιτύμβια» το 1970 και 1975 αντιστοίχως που εκφράζουν τον προβληματισμό του πάνω στη σχέση της αρχαίας κληρονομιάς και της σύγχρονης πραγματικότητας, ενώ οι τόνοι του γκρι που χρησιμοποιεί αποδίδουν με σαφήνεια το βαρύ κλίμα της δικτατορίας.
Το στίγμα του δυναμικό στα εικαστικά δρώμενα εξακολουθούσε ως τις πλέον πρόσφατες πινελιές του να εκφράζει τους προβληματισμούς του πάνω στην σύγχρονη πραγματικότητα που αλλάζει διαρκώς, ενώ το σχόλιο του πάνω σε όσα συμβαίνουν γύρω μας δεν το απέδιδε μόνο στον καμβά του μέσω του νεοεξπρεσιονισμού, αλλά και μέσω του γραπτού και προφορικού του λόγου, που συχνά ήταν κριτικός και καυστικός.