Η Μπάρμπι - Μάργκο Ρόμπι και ο Οπενχάιμερ - Κίλιαν Μέρφι: το κοινό καλείται να επιλέξει μεταξύ ρεαλισμού και φυγής από την πραγματικότητα. | Universal Pictures/ Warner Bros/ CreativeProtagon
Επικαιρότητα

H «Mπάρμπι», ο «Οπενχάιμερ» και το δίλημμα

Ερχονται στους κινηματογράφους δύο ενδιαφέρουσες αλλά εντελώς διαφορετικές ταινίες: η ανάλαφρη “Barbie” και η σκοτεινή “Oppenheimer”: ένα κοντράστ στο θέμα και στον τόνο που κάνει το κοινό να συζητά αν θα δει πρώτα το βιογραφικό δράμα με τον πυρηνικό επιστήμονα ή την κωμωδία φαντασίας με τις κούκλες
Protagon Team

Τι θα μπορούσαν να αποκαλύπτουν για τους καιρούς μας ο «Oppenheimer» και η «Barbie»; Το ερώτημα θέτει ο Economist, αναφερόμενος σε δύο από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες του φετινού καλοκαιριού. «Αποτελούν ένα συναρπαστικό ζευγάρι αντιπάλων: εκείνος με καφέ κοστούμι και καπέλο, εκείνη με τζίντζαμ φόρεμα και ασορτί φιόγκο στα μαλλιά. Η βάση του είναι μια τεράστια επιστημονική ερευνητική εγκατάσταση στο Νέο Μεξικό. Η δική της είναι ένα φωσφοριζέ σπίτι για πάρτι με τσουλήθρα. Ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (τον οποίο υποδύεται ένας ιρλανδός ηθοποιός, ο Κίλιαν Μέρφι) περνά τις μέρες του συγκεντρώνοντας τα καλύτερα επιστημονικά μυαλά στην Αμερική για να δημιουργήσει μια πυρηνική βόμβα – έργο που ένας συνάδελφος χαρακτηρίζει ως “το πιο σημαντικό πράγμα που έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία του κόσμου”. Η Barbie (την οποία υποδύεται μια αυστραλή ηθοποιός, η Μάργκο Ρόμπι) μπορεί να δείχνει πως έχει την τέλεια ζωή, αλλά έχει και υπαρξιακές ανησυχίες. Διερωτάται εάν σκέφτονται ποτέ οι φίλοι της και οι κούκλες συντρόφισσές της τον θάνατο», συνοψίζει ο ανώνυμος (όπως πάντα) συντάκτης του βρετανικού περιοδικού, γράφοντας για την «Barbie» και τον «Oppenheimer». Οι δύο ταινίες θα αρχίσουν να προβάλλονται κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, και θα καταδείξουν «εάν οι θεατές μπορούν να σηκωθούν από τον καναπέ τους για να επιστρέψουν στους κινηματογράφους. Η ασυμφωνία όσον αφορά το θέμα και τον τόνο των ταινιών έχει ενθουσιάσει το Διαδίκτυο. Ο κόσμος έχει δημιουργήσει μιμίδια, μπλέκει τα τρέιλερ σε τρομακτικά υβρίδια τύπου “Barbenheimer” και συζητά αν θα δει πρώτα το βιογραφικό δράμα ή την κωμωδία φαντασίας», προσθέτει ο αρθρογράφος του εγκύρου βρετανικού Μέσου.

Οσον αφορά τον διαδικτυακό σαματά, εν μέρει οφείλεται στους δημιουργούς των δύο ταινιών. Ο ένας είναι ο πασίγνωστος Κρίστοφερ Νόλαν, «ό,τι εγγύτερο διαθέτει το Χόλιγουντ σε έναν τρελό επιστήμονα», σκηνοθέτης (και σεναριογράφος στην προκειμένη) του «Oppenheimer». Γιατί είναι «τρελός επιστήμονας»; Γιατί εξακολουθεί να γυρίζει τις ταινίες του «παραδοσιακά», σε φιλμ δηλαδή, και αποφεύγει τις «φτιαχτές», από υπολογιστές, εικόνες, ανατινάζοντας, για παράδειγμα, ένα πραγματικό Boeing 747, για μια προηγούμενή του ταινία. Καταπιάνεται με θέματα που χαρακτηρίζονται ως «δύσκολα», είτε πρόκειται για το ασυνείδητο είτε για τη θεωρητική αστροφυσική, αλλά είναι, συγχρόνως, απόλυτα εμπορικός, με τις ταινίες του να κόβουν εισιτήρια συνολικής αξίας πέντε δισεκατομμυρίων δολαρίων (η «Δουνκέρκη», για παράδειγμα, είναι μία από τις εμπορικότερες ταινίες όλων των εποχών για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).

Η Γκρέτα Γκέργουιγκ από την άλλη, σκηνοθέτρια και σεναριογράφος (από κοινού με τον σύντροφό της Νόα Μπάουμπαχ) της «Barbie», παρότι ανήκει σε άλλη κατηγορία, έχει το δικό της φανατικό κοινό. Αναδύθηκε από τον αποκαλούμενο «ανεξάρτητο» κινηματογράφο, αλλά διακρίθηκε με το «Lady Bird» (2017) και τις «Μικρές Κυρίες» (2019). Οι δικές της εισπράξεις κυμαίνονται γύρω στα τριακόσια εκατομμύρια δολάρια ενώ για τη «Barbie» εμπνεύστηκε, όπως ανέφερε η ίδια, από παλιά μιούζικαλ του Χόλιγουντ και ταινίες για τη μεταθανάτια ζωή, όπως το «Heaven Can Wait» (1943).  Τι συνδέει, όμως, τις δύο ταινίες, οι οποίες βρίσκονται στους αντίποδες η μία της άλλης;

«Οι δύο ταινίες εκφράζουν μερικές από τις ιδιοτροπίες της σύγχρονης κινηματογραφικής βιομηχανίας», γράφει ο κριτικός του Economist. «Η “Barbie” είναι μια από τις πολλές παραγωγές που αξιοποιούν την πνευματική ιδιοκτησία δεκαετιών. Η Mattel, μια εταιρεία που φτιάχνει παιχνίδια, έχει πουλήσει περίπου ένα δισεκατομμύριο κούκλες από τότε που παρουσίασε για πρώτη φορά τη Μπάρμπαρα Μίλισεντ Ρόμπερτς (την “Barbie”) στους καταναλωτές το 1959. Η Μάργκο Ρόμπι, η οποία είναι επίσης παραγωγός της ταινίας, είπε ότι την προσέλκυσε το έργο επειδή το όνομα της, “Barbie”, είναι “παγκοσμίως γνωστό περισσότερο από πρακτικά οτιδήποτε άλλο εκτός από την Coca-Cola”. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι μια συνέχεια είναι ήδη στα σκαριά. Το “Oppenheimer”, αντιθέτως, δεν έχει τέτοιες δυνατότητες προώθησης. Ο επιστήμονας μπορεί να είναι “μία από τις πιο σημαντικές και ιδιότυπες” προσωπικότητες της ιστορίας, όπως το έθεσε ο Νόλαν, αλλά δεν είναι πιθανό να υπάρξει ένα “Oppenheimer 2”. Είναι ένα σοβαρό, αυτόνομο δράμα – το είδος της ταινίας που γυρίζεται λιγότερο συχνά καθώς τα στούντιο επικεντρώνονται σε remakes, sequels και spin-offs. Κατά το πρώτο Σαββατοκύριακο (προβολής) του αναμένεται να φτάσει τα 40-50 εκατομμύρια δολάρια σε πωλήσεις εισιτηρίων, έναντι περίπου των 80 εκατομμυρίων της “Barbie”», εξηγεί.

Προσθέτει πως στην ταινία του Νόλαν πρωταγωνιστούν σταρ του Χόλιγουντ όπως η Εμιλι Μπλαντ και ο Ματ Ντέιμον, ωστόσο η ιστορία εξακολουθεί να είναι «ζοφερή», και, σίγουρα, οπότε, όχι ευχάριστη για το κοινό. Το ότι είναι μια ταινία προϋπολογισμού εκατό εκατομμυρίων δολαρίων αντικατοπτρίζει την «πίστη» που έχουν τα κορυφαία στούντιο παραγωγής σε ορισμένους κινηματογραφιστές. «Γυρίστηκαν και παλιότερα ταινίες για την ανάπτυξη της ατομικής βόμβας στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, και δεν σημείωσαν εισπρακτική επιτυχία», ανέφερε σχετικά ο Σέλντον Χολ, ιστορικός κινηματογράφου και συν-συγγραφέας του βιβλίου «Επη, Θεάματα και Μπλοκμπάστερ: Μια ιστορία του Χόλιγουντ», οπότε «αυτή η ταινία βασίζεται στη φήμη του Νόλαν».

Μπροστά σε αυτήν την άτυπη αντιπαράθεση ονόματι «Barbenheimer» το κοινό καλείται να επιλέξει μεταξύ ρεαλισμού και φυγής από την πραγματικότητα. «Καθώς ο πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη, και χώρες όπως η Κίνα και η Βόρεια Κορέα συνεχίζουν να αναπτύσσουν τα πυρηνικά τους οπλοστάσια, η ιστορία προέλευσης αυτών των όπλων μαζικής καταστροφής μπορεί να φαίνεται πολύ αληθινή και ωμή. Διερευνώντας τις ανησυχίες του θεωρητικού φυσικού για την τρομακτική ισχύ του όπλου του και τις προσπάθειες της αμερικανικής κυβέρνησης να τον φιμώσει, ο “Oppenheimer” δεν είναι μια ταινία που θα μετριάσει τις ανησυχίες των θεατών», γράφει ο δημοσιογράφος του Economist, σημειώνοντας πως ο ίδιος ο Νόλαν έκανε λόγο για ταινία τρόμου, αναφέροντας σχετικά πως «μερικοί άνθρωποι φεύγουν από την ταινία εντελώς συντετριμμένοι. Δεν μπορούν να μιλήσουν».

Αντιθέτως, η ταινία της Γκέργουιγκ είναι «πιο παιχνιδιάρικη», με την αμερικανίδα ηθοποιό και σκηνοθέτρια να περιγράφει την όλη διαδικασία των γυρισμάτων ως «γεννήτρια ντοπαμίνης». Ο τόνος της ταινίας είναι κωμικός αλλά και ουσιαστικός, με την πρωταγωνίστρια της ταινίας, την κατεξοχήν «Barbie» (στην «Barbieland» ζουν πάμπολλες «Barbie») να καλείται να επιλέξει κάποια στιγμή μεταξύ ενός ψηλοτάκουνου και ενός πέδιλου Birkenstock: «Μπορείς να επιστρέψεις στην κανονική σου ζωή ή μπορείς να μάθεις την αλήθεια για το σύμπαν», της εξηγεί η «Περίεργη Barbie» (Weird Barbie) αλλά εκείνη επιλέγει αμέσως τη γόβα-στιλέτο. «Πρέπει να θέλεις να μάθεις, εντάξει; Πάμε από την αρχή», της απαντάει η μέντοράς της και κάπως, έτσι η «Barbie» εγκαταλείπει την «Barbieland» και ταξιδεύει στον πραγματικό κόσμο (του Λος Αντζελες).

«Η ταινία “Barbie” και η ταινία “Oppenheimer” προσφέρουν μια άλλη εκδοχή του διλήμματος πέδιλο Birkenstock-γόβα στιλέτο. Η ιστορία δείχνει ότι οι περισσότεροι θεατές θα επιλέξουν την φυγή  από την πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Υφεσης, πολλές από τις ταινίες με τις υψηλότερες εισπράξεις ήταν μιούζικαλ και ιστορικά έπη. Το ίδιο συνέβη και κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Ταινίες που παρουσίασαν το θέμα του πολέμου, περιλαμβανομένων των “Gone with the Wind” και “Sergeant York”, εκτυλίσσονταν συχνά στο παρελθόν. Αυτές που ήταν σύγχρονες, όπως η “Casablanca”, έτειναν να αφηγούνται ιστορίες αγάπης και όχι ιστορίες φρικιαστικών μαχών. Το 1968, στο απόγειο του πολέμου του Βιετνάμ, η δημοφιλέστερη ταινία στην Αμερική ήταν το “Funny Girl”. Το 2007, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ήταν μια από τις ταινίες της σειράς “Πειρατές της Καραϊβικής”», συνοψίζεται στο δημοσίευμα του Economist.

Ο Ντέιβιντ Τόμσον, επίσης κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας, εκτιμά ότι, κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης, από οικονομική άποψη, περιόδου κατά την οποία μαίνεται ένας πόλεμος και εξακολουθεί να κυριαρχεί ο λαϊκισμός, οι θεατές δεν θα θέλουν να δουν μια σοβαρή ταινία όσο θα ήθελαν να δουν μια πιο ανάλαφρη. «Οι κωμωδίες ανέκαθεν τα πήγαιναν καλά στον κινηματογράφο», επειδή κάνουν «κάτι για το οποίο προέκυψαν, το οποίο είναι να καθησυχάζουν τον κόσμο και να του προσφέρουν μερικές ώρες απόδρασης από αρκετά μεγάλα προβλήματα», σημείωσε.