Δεν ήθελε παρηγορία – ούτε εξ Υψους, όπως λέγεται, ούτε από τους γιατρούς του. Ηταν ανίατα άρρωστος ο άνθρωπος, υπέφερε και ήθελε να πεθάνει. Να ησυχάσει. Τόσο «απλή» ήταν η επιθυμία του.
«Η πρώτη μου συνάντηση με τον Ρίτσαρντ Σ. έγινε σε ένα βερολινέζικο εστιατόριο. Εκεί τον είχε μεταφέρει, εντελώς ανυποψίαστη, η νοσοκόμα του. Τα πρώτα του λόγια προς εμένα εξέφραζαν την ανακούφισή του από τη συνάντησή μας και μόνο: ‘Γιατρέ, κανένας από τους συναδέλφους σας, παρά την αγιάτρευτη και εξαντλητική ασθένειά μου, δεν εξετάζει καν την πιθανότητα να θέσει τέρμα στη ζωή μου’ μού είπε…»
Ο Μίκαελ ντε Ρίντερ, ιδρυτής μιας ένωσης που ασχολείται με την παρηγορητική περίθαλψη και ενός ειδικού κέντρου για ασθενείς με νόσο τελευταίου σταδίου, είναι ο παθολόγος γιατρός που αφηγείται την επί 11 μήνες ενασχόλησή του με την περίπτωση του Ρίτσαρντ Σ. Ο Ντε Ρίντερ είναι ο γιατρός που δεν θεράπευσε τον Ρίτσαρντ Σ., αλλά αυτός που τον βοήθησε να πεθάνει. Η ιστορία της σχέσης τους -σχέση γιατρού και ασθενούς- και η κατάληξή της είναι δύο ζητήματα που θα απασχολήσουν το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αυτήν την εβδομάδα.
Η θέση του Ντε Ρίντερ είναι ξεκάθαρη: «Η αυτοκτονία και η παρηγορητική ιατρική δεν αλληλοαποκλείονται» γράφει στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit. «Αντίθετα, ορίζουν τους δύο πόλους ενός ενιαίου φάσματος ιατρικής περίθαλψης. Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν περιπτώσεις δυστυχίας, αν και σπάνιες, στις οποίες η υποβοηθούμενη αυτοκτονία όχι μόνο είναι δικαιολογημένη, αλλά και αναγκαία».
Περιγράφοντας την ανίατη και αθεράπευτη φύση της αρρώστιας του Ρίτσαρντ Σ., ο γιατρός καταθέτει ότι ο ασθενής δεν μπορούσε να κινηθεί και ότι υπέφερε από ολοένα και πιο δυνατούς πόνους. Θυμάται εκείνη την πρώτη συνάντησή τους στο εστιατόριο: «Δεν μπορώ να τη βγάλω από το μυαλό μου. Αναρωτήθηκα αν όντως έβλεπε τη ζωή σαν βασανιστήριο. Δεν ήταν ‘του θανατά’ ο άνθρωπος, αλλά εξίσου ολοφάνερο ήταν ότι υπέφερε και ότι τα βάσανά του χειροτέρευαν».
Κατόπιν, σε όλες τις συνεδρίες, ο 72χρονος άρρωστος επαναλάμβανε στον γιατρό του ότι είχε κατασταλάξει στην απόφασή του πως δεν επιθυμεί την παρηγορητική φροντίδα της ιατρικής επιστήμης: «Δεν θέλω να υποφέρω την ασθένειά μου μέχρι του σημείου της συνολικής ανικανότητας, σαν το σκαθάρι που τουμπάρει και πεθαίνει ανάσκελα, ανίκανο να γυρίσει το σώμα του στην κανονική θέση του. Αυτό μου στερεί την αξιοπρέπεια».
Για να δικαιολογήσει την απόφασή του να τον βοηθήσει να πεθάνει, ο γιατρός επικαλείται τον αμερικανό φιλόσοφο Ρόναλντ Ντουόρκιν: «Ο θάνατος κάποιου με τον τρόπο που οι άλλοι θεωρούν πρέποντα είναι για αυτόν καταναγκασμός αφού τον αντιλαμβάνεται ως σκληρή αντίφαση σε σχέση με τη δική του ζωή».
Ο γιατρός θα υπερασπιστεί τις πράξεις του τις οποίες υπαγόρευσε η συνείδησή του ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά δεν αντιμετωπίζει τον κίνδυνο δίωξης. Στη Γερμανία η υποβοηθούμενη αυτοκτονία είναι από το 2015 νόμιμη υπό προϋποθέσεις κινήτρων – τα «αλτρουιστικά κίνητρα» εξασφαλίζουν την ατιμωρησία όσων εμπλέκονται, ενώ τα «επαγγελματικά», οι καθαρές μπίζνες δηλαδή, επισύρουν ποινές.