Είναι σπάνιο ένας σκιτσογράφος περιωπής να μην πιστεύει στο ταλέντο. Να μην ακκίζεται πάνω από τις «εικόνες γνώμης» του – όπως εύστοχα τις αποκαλεί ο Πλαντύ, του γαλλικού Le Monde. Να μη ναρκισσεύεται στον απόηχο της δημοφιλίας των χρωμάτων, νοημάτων, και σχολίων του.
Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος είναι ένας από αυτούς. Και οι αναρίθμητες ώρες «πτήσης» του γίνονται το ιδανικό φόντο της έκθεσης με τις 80 γελοιογραφίες του – καλλιτεχνικά πονήματα, που φιλοξενούνται ως τις 12 Οκτωβρίου στην Αθήνα, στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, της πλατείας Κολωνακίου: «Και διηγώντας τα να γελάς», ο τίτλος.
Περίπου 32-33 χρόνια στα έντυπα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, «Το Βήμα» και «Τα Νέα», στο τελευταίο υπό τον Λέοντα Καραπαναγιώτη, που τόσο αγάπησε το σκίτσο. Από το 2015 στην εφημερίδα «Καθημερινή», το νέο του σπίτι. Πολύ νωρίτερα, στο «Αντί» του Χρήστου Παπουτσάκη, σημαντικό φυτώριο γελοιογράφων βεληνεκούς, όπως ο Ιωάννου, που άλλαξε το τοπίο, ανεβάζοντας τον πήχη της απαίτησης, με πλάνα σχεδόν κινηματογραφικά. Αλλά και στη διαφήμιση, χώρο με ρυθμούς κόλασης, του «Πότε το θες; Χθες!».
Η προσωπικότητα του Χαντζόπουλου είναι κράμα σφυρηλατημένο. Φοιτητικά χρόνια στο Φυσικό του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θητεία στον «Ρήγα Φεραίο» – να πώς έμαθε να σκέφτεται πολιτικά και να διαβάζει, στους κόλπους μιας Αριστεράς μίλια μακριά από τη σημερινή. Μεταπτυχιακές σπουδές στο Βανκούβερ του Καναδά, Κινούμενα Σχέδια στο Emily Carr University of Art + Design.
Ντεμπούτο κάνει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τη δεκαετία του ’80, όταν στέλνει στη διοργάνωση την πρώτη του ταινία κινουμένων σχεδίων, δίνοντας ζωή στα σχέδια του επιφανούς Σάουλ Στάινμπεργκ, σκιτσογράφου σε βάθρο ινδάλματος του αμερικανικού New Yorker.
Ο Χαντζόπουλος επανεφευρίσκει τον εαυτό του κατά την ύστερη θητεία του στα «Νέα», όταν ο τότε διευθυντής της εφημερίδας (και νυν εκδότης-διευθυντής του Protagon) Χρήστος Μεμής τον παροτρύνει να βάλει χρώμα στα ασπρόμαυρα σκίτσα του. Και εντυπωσιάζει κατά την εποχή των Μνημονίων, με σχέδια αμιγώς πολιτικά – αυξημένης δυσκολίας, καθότι μονοθεματικά.
Η πρόσφατη δημιουργία του με την «Πάπισσα Ιωάννα», θεωρείται σταθμός για το έργο του, τα σχέδια του Χαντζόπουλου μπορούν κάλλιστα να χωρισθούν στην περίοδο «προ» και «μετά» Πάπισσα. Το αισθητικό αποτέλεσμα ανεβαίνει πολλά σκαλιά παραπάνω, το σχόλιο διατηρεί τη σοφιστικέ αγκαλιά στην επικαιρότητα.
«Πριν» και «μετά», όλα τους όμως αριστοτεχνικά. Η Βασιλική Θάνου ως Ρασπουτίνοβα, ο Τσίπρας ως κλεφτοκοτάς, ο Πάνος Καμμένος και ο Νίκος Κοτζιάς ως παλαιστές του σούμο, ο Γιάνης Βαρουφάκης με παρτενέρ τον ίδιο του τον εαυτό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ερωτικά απολογούμενος στον «τι λες ρε μωρό μου» – Αλέξη. Το εμβληματικό σκίτσο με την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ως άλλο «Θίασο» : «Πιστεύετε ότι ο κόσμος έχει συνείδηση για το τι εργάρα βλέπει;».
Η Δικαιοσύνη άλλοτε ως ανεμίζουσα Μέριλιν Μονρόε πάνω από τη σχάρα του μετρό και άλλοτε ως Σάρον Στόουν, στο θρυλικό σταυροπόδι του «Βασικού Ενστίκτου». Αλλά και ο Τραμπ ως παγκόσμιος κλόουν, η Μέρκελ φάτσα κάρτα στα ATM την εποχή των capital controls. Ο Χαντζόπουλος αφουγκράζεται την εποχή του, αφομοιώνοντάς τη βαθιά – μέχρι το «The Walking Dead» και το «La Casa de Papel», του Netflix, συναντάς στα σχέδια του.
Πόσοι και ποιοι καταλαβαίνουν; Ο καλλιτέχνης αφήνει ψίχουλα στον δρόμο, οδηγώντας τους αναγνώστες σε ατραπούς ασυνήθιστες, πλην όμως ευφυείς, πυκνές και πολυεπίπεδες μα και τόσο απλές. Πιο σαφές δεν γίνεται: ο σκιτσογράφος αντιλαμβάνεται τις περσόνες του δημόσιου βίου ως ρόλους, με ειδικό βάρος, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ευκρινές πρόσημο. Ίσως γι’ αυτό δεν καταλαβαίνει ένας μετρ του είδους πώς γίνεται να βαράνε τα τηλέφωνα από ενοχλημένους πολιτικούς που έγιναν φευγαλέοι πρωταγωνιστές σε σκίτσα του. Αυτά κάνουν απλώς τη δουλειά τους, φεύγουν από τα επιδέξια χέρια του και ταξιδεύουν, καραβάκια μοναχικά, στο πέλαγος της καθημερινότητας – επικαιρότητας – δημοσιότητας. Εφήμερα και παντοτινά.
Ίσως τον πιο σημαντικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι ο Χαντζόπουλος απολαμβάνει τις ώρες της δημιουργίας στη δουλειά του. Ε, δε χαραμίζεις και 6-8 ώρες στον υπολογιστή για κάθε σκίτσο, αν δεν μπορείς να αντλήσεις ικανοποίηση από τη διαδικασία, αν δεν τη βλέπεις ως πολύτιμο παιχνίδι. Ναι, αν δεν το ξέρετε, τα σκίτσα του είναι σχεδιασμένα στην οθόνη – δεν μπορείς με το πενάκι να κάνεις τέτοια κόλπα · η εικαστική απόδοση τους στο χαρτί της εφημερίδας οφείλεται μάλλον στο ότι ο παλιός είναι αλλιώς.
Όσο για την έκθεση; Σκίτσα καλοδιαλεγμένα, «απλωμένα» με μανταλάκια · διαθέτει φρεσκάδα. Kαι timing κομβικό – εδώ έχει βάλει το χεράκι της η πολύπειρη γκαλερίστα Πέγκυ Ζουμπουλάκη. Τώρα που η εσάνς του Τσίπρα εξανεμίζεται και το άρωμα του Μητσοτάκη αρχίζει να κεντρίζει τα ρουθούνια μας, τώρα είναι η ώρα για να δει κανείς συνολικά αυτή την εξαιρετική «μπουγάδα», δυο μήνες αργότερα μπορεί να ήταν αργά.
Απολαύστε την. Κάνει καλό. Όπως έχει πει εξάλλου σε παλαιότερη συνέντευξή του ο μέγας Κώστας Μητρόπουλος, «έρευνα της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ έχει δείξει ότι το 95% των ανθρώπων που ζουν περισσότερο, είναι αυτοί που ξεκινούν την ανάγνωση μιας εφημερίδας από το σκίτσο. Το υπόλοιπο 5% θα έχει καταρράκτη, φαντάζομαι».