Mε βάση τον νέο Ποινικό Κώδικα που ισχύει από την 1η Μαΐου, ο δράστης της γυναικοκτονίας στο Μενίδι θα μπορούσε να κρατηθεί, σημείωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών την Πέμπτη.
«Από την πρώτη στιγμή που διαπιστώνεται η σοβαρότητα μιας καταγγελίας εφαρμόζονται άλλα πρωτόκολλα. Το κράτος αντιδρά και προστατεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα θύματα, η νομοθεσία έχει αλλάξει και υπήρχε η δυνατότητα με βάση τον νέο Ποινικό Κώδικα που ισχύει από την 1η Μαΐου, ο δράστης να κρατηθεί», τόνισε ο κ. Μαρινάκης.
Κάθε μέρα, πρόσθεσε, η ΕΛ.ΑΣ προβαίνει σε περίπου 50 συλλήψεις για τέτοια φαινόμενα για ενδοοικογενειακή βία. Υπάρχουν πολλά ακόμα περιστατικά που τις περισσότερες φορές τα θύματα τα καταγγέλλουν εγκαίρως και επιλαμβάνονται οι Αρχές.
Από εκεί και πέρα, «γιατί αποφασίστηκε να αφεθεί ελεύθερος [ο δράστης της δολοφονίας της 40χρονης στο Μενίδι] και ποιο είναι το σκεπτικό δεν το γνωρίζω και αδυνατώ να το σχολιάσω. Η εκτελεστική εξουσία έδωσε τη δυνατότητα στη Δικαιοσύνη, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε πολιτική αντιπαράθεση πάνω σε αποφάσεις δικαστικών λειτουργών», παρατήρησε ο εκπρόσωπος κυβέρνησης και με αφορμή την ανακοίνωση της Κουμουνδούρου, κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ για φθηνή αντιπολίτευση και λαϊκισμό.
Το να κάνουμε αντιπολίτευση πάνω σε μια γυναικοκτονία το θεωρώ ανήθικο. Η χώρα μας έχει εργαλεία τα οποία η σημερινή αντιπολίτευση δεν είχε σκεφτεί καν να τα εφαρμόσει. Και αντίθετα με τον ΣΥΡΙΖΑ που κάνει μόνο διαπιστώσεις, η κυβερνηση έφτιαξε τα safe houses και εφάρμοσε το panic button.
Τόσο το panic baton όσο και η δυνατότητα του ξενώνα στέγασης είχαν προταθεί στην 40χρονη που έπεσε νεκρή στο Μενίδι από το χέρι του εν διαστάσει συζύγου της, αλλά δεν τα χρησιμοποίησε, διευκρίνισε στην απάντησή του ο κ. Μαρινάκης, με την παράλληλη επισήμανση ότι ποτέ δεν φταίει κανένα θύμα.
Απο τα πρώτα στοιχεία που έχει συλλέξει η ΕΛ.ΑΣ. προκύπτει πως η 40χρονη, τόσο στο πρόσφατο παρελθόν όσο και προ δεκαετίας, είχε απευθυνθεί τρεις φορές στις Αρχές για να καταγγείλει τον εν διαστάσει σύζυγό της για ενδοοικογενεικακή βία.
Ειδικότερα, η πρώτη καταγγελία έγινε στις 3 Απριλίου 2013 με την γυναίκα να υποβάλει έγκληση κατά του πρώην συντρόφου της για παράβαση της νομοθεσίας περί ενδοοικογενειακής βίας. Τότε ο άνδρας συνελήφθη και οδηγήθηκε στον εισαγγελέα.
Η δεύτερη καταγγελία έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου 2022 με το θύμα να καταγγέλλει τον εν διαστάσει σύζυγό της για απειλή, σωματική βλάβη και εξύβριση. Ο άνδρας συνελήφθη και πάλι και οδηγήθηκε στον εισαγγελέα.
Υπήρχε μάλιστα δικαστική απόφαση βάσει της οποίας ο δράστης απαγορευόταν να διαμένει με το θύμα, πλην όμως η ίδια του το είχε επιτρέψει από το 2018.
Η τελευταία καταγγελία έγινε στις 7 Μαΐου 2024 και πάλι για ενδοοικογενειακή βία (απειλή, σωματική βλάβη και εξύβριση). Ο άνδρας συνελήφθη και οδηγήθηκε στον εισαγγελέα, ενώ έλαβε ρητή δικάσιμο για Παρασκευή 17 Μαΐου 2024. Συγκεκριμένα, στις 8 Μαΐου, ο κατηγορούμενος είχε παραπεμφθεί να δικαστεί στο Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας και το βράδυ της σύλληψης του παρέμεινε κρατούμενος. Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε στο δικαστήριο, με τη δίκη του να αναβάλλεται τελικά για τις 17 Μαΐου, για κρείσσονες αποδείξεις λόγω απουσίας της παθούσας.
Ο διοικητής του Τμήματος Ενδοοικογενειακής Βίας επικοινώνησε την επομένη με την 40χρονη, η οποία ενημερώθηκε επίσης για τη δυνατότητα εγκατάστασης, στο κινητό της τηλέφωνο, της εφαρμογής «Panic Button» και της χορηγήθηκε κωδικός για πρόσβαση στην εν λόγω εφαρμογή.
Παράλληλα ενημερώθηκε για τη δυνατότητα μεταφοράς της σε δομή φιλοξενίας, εκείνη ωστόσο δήλωσε ότι δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο.
Σημειώνεται ότι με βάση τις νέες ρυθμίσεις του νέου Ποινικού Κώδικα 5090/2024 που τέθηκαν σε εφαρμογή από 1ης Μαΐου και αφορούν στα αδικήματα της ενδοοικογενειακης βίας, το δικαστήριο μπορούσε να διατάξει εκδίκαση εντός τριών ημερών και προσωρινή κράτηση του δράστη. Αντί αυτού η δικάσιμος ορίστηκε στις 17 Μαΐου διότι η παθούσα δεν προσήλθε κατά την εκδίκαση του αυτοφώρου και ο δράστης αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους.