Δεν υπάρχει αμφιβολία πως γεννήθηκε για να αφηγείται περιπετειώδεις ιστορίες με απίστευτη μαεστρία, εξιστορώντας, συγχρόνως, την πραγματική και σκληρή ιστορία της Αφρικής. Ο νοτιοαφρικανός συγγραφέας Γουίλμπουρ Σμιθ που εγκατέλειψε τα εγκόσμια το περασμένο Σάββατο στο Κέιπ Τάουν, σε ηλικία 88 ετών, είχε μια μοναδική ικανότητα να αγγίζει εκατομμύρια αναγνώστες σε όλον τον κόσμο, οι οποίοι διάβαζαν ξανά και ξανά τα σχεδόν πενήντα μυθιστορήματα που συνέγραψε κατά τη διάρκεια της ζωής του και που μεταφράστηκαν σε καμιά τριανταριά γλώσσες, πουλώντας συνολικά 140 εκατομμύρια αντίτυπα.
«Το να παράγει bestsellers ήταν η δουλειά του», από το ντεμπούτο του, το 1964 με το μυθιστόρημα “Στα Νύχια του Λιονταριού” (When the Lion Feeds), αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αντόνιο Καριότι της Corriere della Sera, συνθέτοντας το προφίλ του αποθανόντος συγγραφέα. Σύμφωνα με τον ιταλό δημοσιογράφο το μυστικό του Γουίλμπουρ Σμιθ ήταν «ένα μείγμα από καλά ζυγιασμένα συστατικά: συναρπαστικά και δραματικά γεγονότα, ξεχωριστές προσωπικότητες, έντονα συναισθήματα, εξωτικά σκηνικά, από τη νότια Αφρική, όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας, έως την αρχαία Αίγυπτο των Φαραώ».
Ο ίδιος ο Γουίλμπουρ Σμιθ ανέκαθεν υποστήριζε πως κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε σταθεί πολύ τυχερός, αλλά η αλήθεια είναι ότι κλήθηκε να αντιμετωπίσει αρκετές δυσκολίες πριν αρχίσει να αναδεικνύεται ως συγγραφέας κατά τη δεκαετία του 1960. Γεννήθηκε την 9η Ιανουαρίου του 1933 στη Βόρεια Ροδεσία, τη σημερινή Ζάμπια, από βρετανούς γονείς ενώ όταν ήταν μόλις 18 μηνών επλήγη από εγκεφαλική ελονοσία. Την ξεπέρασε σχετικά εύκολα αλλά ο Σμιθ υποστήριζε πως η νόσος του άφησε μια «τρέλα» η οποία, ωστόσο, τον βοήθησε πολύ στο να καταστεί ένας διάσημος μυθιστοριογράφος.
Ο ιταλός δημοσιογράφος αναφέρει στο άρθρο του πως ο πατέρας του, ονόματι Χέρμπερτ Τζέιμς Σμιθ, ήταν ένας τυπικός αποικιοκράτης της βικτωριανής εποχής, ιδιαίτερα αυστηρός και πρόθυμος να επιβάλλει επίπονες σωματικές τιμωρίες στον γιο του για τις όποιες αταξίες του. Ηταν εκτροφέας ζώων στα 120.000 στρέμματα που κατείχε, όπου μεγάλωσε ο μικρός Γουίλμπουρ Σμιθ, παίζοντας με τα παιδιά των ντόπιων εργατών του πατέρα του, τον οποίο ο μετέπειτα συγγραφέας λάτρευε και είχε πρότυπό του.
Ωστόσο από τη μητέρα Ελφρίντα Λόρενς κληρονόμησε το έντονο πάθος για τη μυθοπλασία. «Κάθε βράδυ μου διάβαζε ιστορίες πριν τον ύπνο», είχε επισημάνει πολλές φορές ο ίδιος κατά τη διάρκεια της ζωής του. Μεγαλώνοντας, άρχισε να εμβαθύνει στη λογοτεχνία, διαβάζοντας βιβλία του Ράιντερ Χάγκαρντ, του Τζον Στάινμπεκ και του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ μεταξύ άλλων ενώ η επιθυμία να ασχοληθεί συστηματικά με τη συγγραφή προέκυψε χάρη σε έναν καθηγητή του Αγγλικών των οποίο ο Γουίλμπουρ Σμιθ εκτιμούσε ιδιαίτερα.
Αρχικά ήθελε να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία, ο πατέρας, ωστόσο, τον προέτρεψε να βρει «μια πραγματική δουλειά» και εκείνος ακολούθησε τη συμβουλή του, σπουδάζοντας εμπορικές επιστήμες στο Rhodes University και καταλήγοντας, τελικά, στα 25 του να εργάζεται ως λογιστής για τις βρετανικές φορολογικές αρχές.
Ενθαρρυμένος από τη δημοσίευση ιστοριών του σε λογοτεχνικά περιοδικά βάλθηκε να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο «The Gods First Make Mad» το οποίο, ωστόσο, έως το 1962 είχε απορριφθεί από τουλάχιστον είκοσι εκδότες και τελικά δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Ο ίδιος ο Σμιθ παραδέχτηκε στη συνέχεια πως είχε υποπέσει σε όλα τα σφάλματα που θα μπορούσε να υποπέσει ένας νέος συγγραφέας.
Εντελώς διαφορετική ήταν, όμως η μοίρα του «When the Lion Feeds», του μυθιστορήματος που εκδόθηκε το 1964 και σημείωσε αμέσως μεγάλη επιτυχία (παρότι μετά την πώληση 10.000 αντιτύπων απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του στη Νότια Αφρική) επιτρέποντας στον 31χρονο Γουίλμπουρ Σμιθ να αφοσιωθεί πλήρως στη συγγραφή.
Αποτέλεσε επίσης τη βάση για αυτό που πλέον είναι γνωστό ως το «έπος των Κόρτνεϊ», μια σειρά δεκαεπτά μυθιστορημάτων που εκδόθηκαν από το 1964 έως το 2019 και αφηγούνται την ιστορία μιας οικογένειας ανά τους αιώνες, από την αρχή του αποικισμού της Αφρικής από τους Ευρωπαίους ως την περίοδο του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική.
«Οι χαρακτήρες του αφηγήθηκαν την πορεία μιας βασανισμένης ηπείρου. Τα χρόνια του απαρχάιντ, τις διεκδικήσεις του μαύρου πληθυσμού. Με την “Οργή” είχε προβλέψει την επόμενη ημέρα της Νότιας Αφρικής με πρόσωπα που προανήγγελλαν τον Νέλσον Μαντέλα και τους εθνικιστές ηγέτες των Μπόερς», αναφέρει ενδεικτικά ο ιταλός δημοσιογράφος.
«Εζησα δύσκολες στιγμές και άσχημους γάμους, είδα ανθρώπους που αγαπούσα να πεθαίνουν στα χέρια μου, αλλά όλα αυτά συνέβαλαν τελικά στο να ζήσω μία εξαιρετικά πλήρη και θαυμάσια ζωή. Θα ήθελα να με θυμούνται ως έναν άνθρωπο που κατάφερε να προσφέρει χαρά σε εκατομμύρια αναγνώστες», είχε γράψει ίδιος στην αυτοβιογραφία του «On Leopard Rock. A Life of Adventures» που δημοσιεύτηκε το 2018.