Στην Αθήνα των ’60s και των ’70s το ποδόσφαιρο και το κατς ήταν τα σπορ που συγκέντρωναν τους περισσότερους θεατές. Οπου κατς, ο αγώνας πάλης που είχε έναν -και μόνο- κανόνα: ότι δεν υπάρχουν κανόνες. Οι διαιτητές ήταν… διακοσμητικοί και το «ξύλο», αλύπητο. Κεφαλοκλειδώματα, «αεροπλανικά», ποδολαβές, κουτουλιές face-to-face. Τα πιο συναρπαστικά ματς, που «έκοβαν» τα περισσότερα εισιτήρια, είχαν και εθνική διάσταση. Σχεδόν πάντοτε, ο έλληνας παλαιστής άφηνε τον αλλοδαπό ημιθανή στο ρινγκ. Το κοινό το υποψιαζόταν, πως το παιχνίδι ήταν «σικέ». Το αίμα, όμως, ήταν αληθινό.
Κάτω από το «πέταλο» της Θύρας 13 στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στη Ριζούπολη, στο Χαριλάου και στον «Τάφο του Ινδού» (όταν, πια, η «μόδα» του κατς είχε αρχίσει να ξεφτίζει), οι θεατές απολάμβαναν μια από τις λιγοστές -και από τις πιο φθηνές- επιλογές διασκέδασης που υπήρχαν εκείνα τα χρόνια. Αθλητισμός, στοιχηματισμός και επιθεώρηση, «τρία σε ένα». Ο Γιώργος Τρομάρας, που «έφυγε» σήμερα (Δευτέρα) στα 75 του, ήταν ο «τελευταίος των δυνατών». Ενας από τους πιο αναγνωρίσιμους παλαιστές, ή αρσιβαρίστες, που δεν βρήκαν τα προς το ζην στον «ορθόδοξο» κόσμο των σπορ, κι έγιναν «κατσέρ» και «μασίστες». Ηρωας της πάλης (δύο φορές πρωταθλητής Ελλάδας στην ελευθέρα, και Ευρώπης στην επαγγελματική), αλλά και της βιοπάλης.
Υπήρξαν πολλοί τέτοιοι «λαϊκοί αθλητές». Ο Αττίλιο από τον Κορυδαλλό, ο Θανάσης Καμπαφλής από το Αιγάλεω, ο Κώστας Παπαλαζάρου, ο Χάρης Καρπόζηλος, ο Σπύρος Αρίων, ο Καρυστινός, ο Μεγαρίτης, ο Γιώργος Γκουλιόβας (ο «Μασκοφόρος», που «δεν τον νίκησε, ποτέ, κανείς για να του βγάλει τη μάσκα»), ο Απόστολος Σουγκλάκος… Αλλά στον Τρομάρα αποδίδονταν οι μεγαλύτεροι άθλοι. Οπως η νίκη του επί του «Σαγόνια» (από την ταινία του Τζέιμς Μποντ), τον οποίο κατατρόπωσε αν και είχαν μεγάλη διαφορά μεγέθους. Η απήχησή στον κόσμο ήταν τέτοια, ώστε τον κάλεσαν να παίξει σε αρκετές ταινίες, ελληνικής παραγωγής, αλλά και του εξωτερικού, στις οποίες πρωταγωνιστούσαν, μεταξύ άλλων, ο Θανάσης Βέγγος, ο Γιώργος Φούντας, ο Νίκος Ρίζος, ο Σαρλ Αζναβούρ, η Κλαούντια Καρντινάλε και η Σουζάνα Γιόρκ.
Οταν, πλέον, δεν υπήρχαν λεφτά ούτε στο κατς, ο Τρομάρας στράφηκε στην επίδειξη σωματικής (και ψυχικής) δύναμης, ακολουθώντας το παράδειγμα του Παναγή Κουταλιανού, του Σαμψών, ή του Τζίμη Αρμάου. Λύγιζε σίδερα, έσπαγε χοντρές αλυσίδες, έσκιζε τηλεφωνικούς καταλόγους στα δύο, σήκωνε αυτοκίνητα στον αέρα, κομμάτιαζε βράχους πάνω στο κεφάλι του. Από τις πιο εντυπωσιακές του στιγμές, που μαγνητοσκοπήθηκαν και έκαναν τον γύρο του Κόσμου, ήταν όταν έσυρε τέσσερα βαγόνια τραίνου και τράβηξε με τα δόντια νταλίκα 35 τόνων.
Τις απίστευτες παραστάσεις του τις έδινε σε ανοιχτούς χώρους: πάρκα, πλατείες και προαύλια σχολείων. Αλλά δεν έβγαζε δισκάκι έπειτα από κάθε του «νούμερο», όπως οι παλιοί. Ντρεπόταν να ζητάει χρήματα σαν ζητιάνος. Ηταν ο πρώτος που καθιέρωσε το εισιτήριο. Με μια συναρμολογούμενη αρένα, που κατασκεύασε το 1996, γύρισε όλη την Ελλάδα τουλάχιστον 10 φορές, όπως έχει τονίσει σε συνεντεύξεις του: από τη Θράκη έως την Κρήτη, και από τα Επτάνησα μέχρι τα Δωδεκάνησα. Εχει περιοδεύσει και στο εξωτερικό, σε περίπου 35 χώρες, παρουσιάζοντας τις υπερφυσικές του ικανότητες ακόμη και μπροστά σε βασιλείς.
Το 1994 ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τις ΗΠΑ, για να συνεχίσει εκεί την καριέρα του, όμως η μητέρα του ασθένησε σοβαρά και, σε λίγο καιρό, πέθανε. Ματαίωσε το ταξίδι του και αναγκάστηκε να καταβάλει ρήτρες τριών εκατομμυρίων δραχμών, επειδή αθέτησε υποχρεώσεις για τις οποίες είχε υπογράψει συμβόλαια. Τα υπόλοιπα, απ’ όσα είχε αποταμιεύσει από τα χρόνια των «παχειών αγελάδων», τα έχασε στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες (γυμναστήρια στην Ομόνοια, το Πασαλιμάνι και τον Πειραιά, και δύο Club Υγείας, στον Νέο Κόσμο και την Πατησίων).
Αν η Μοίρα του επέτρεπε να γράψει ο ίδιος το σενάριο της ζωής του, θα είχε παραμείνει ένας κλασικός παλαιστής, που θα διεκδικούσε διεθνή μετάλλια. Αυτό είχε ονειρευτεί, από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκε την εξαιρετική του δύναμη: σε ηλικία 9 ετών, όταν σήκωσε ένα γαϊδουράκι στον αέρα. Ο ίδιος έλεγε ότι την είχε κληρονομήσει από τον προπάππο του, Γιώργο Τρομάρα (δεν ήταν ψευδώνυμο), συμπολεμιστή του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Το 1960, στα 13 του, άρχισε προπονήσεις με τον «παππού» της πάλης, Σταμάτη Χαρισιάδη. Πάνω σε αχυρένια στρώματα, με αυτοσχέδια όργανα γυμναστικής και ένα βαρέλι για μπανιέρα. Κι όταν, πια, η οικογένειά του μετακόμισε από το Αγρίνιο στην Αθήνα, διδάχτηκε και την ιαπωνική πάλη. Ηταν ανίκητος, ακόμη και απέναντι στους κορυφαίους παλαιστές της εποχής του. Πολύ σύντομα, όμως, κανένας δεν πλήρωνε για να παρακολουθήσει αυτό το άθλημα. Ετσι, τη συνέχεια της καριέρας του τη «σκηνοθέτησε» ο βιοπορισμός.
Ωθησε και τον γιο του, Κώστα, να ακολουθήσει τα χνάρια του. Κατά βάθος, όμως, ήξερε ότι η μακρά λαϊκή παράδοση της επίδειξης ρώμης σε ανοιχτούς χώρους θα πέθαινε μαζί του. «Εάν σταματήσω αυτό που κάνω», έλεγε, «θα σβήσει για πάντα».