Οκτώμισι χρόνια μετά τον Κρόιφ «έφυγε» από τη ζωή και ο Νέσκενς. Ο «μικρός του αδελφός». Το alter ego του. Ο «Johan Segon» (Δεύτερος Γιόχαν), όπως τον βάπτισαν οι οπαδοί της Μπαρτσελόνα ακριβώς πριν από μισό αιώνα, όταν τον ακολούθησε στο «Καμπ Νου» για να γίνει συνοδοιπόρος του και εκεί, μετά τον Αγιαξ και την εθνική ομάδα της Ολλανδίας.
Στους πιο σημαντικούς σταθμούς της καριέρας του ο Γιόχαν Νέσκενς κατόρθωσε να λάμψει δίπλα στον «ήλιο», Κρόιφ. Υπήρξαν συμπαίκτες σε 269 ματς, όμως δεν χάθηκε στη σκιά του. Ο Κρόιφ ήταν ο Τζον Λένον. Ο Νέσκενς, ο Τζορτζ Χάρισον. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Και οι δυο μαζί, βοήθησαν τον Ρίνους Μίχελς να κάνει τη φαντασίωσή του -το «Total Football» που άλλαξε το ποδόσφαιρο- πραγματικότητα.
Την εποχή που ο Νέσκενς έκανε τα πρώτα του βήματα ως επαγγελματίας, στην αυγή των ‘70s, ο αμυντικός χαφ ήταν κάποιος που έτρεχε ασταμάτητα με μόνη αποστολή να καταστρέφει το παιχνίδι των αντιπάλων. Συνήθως, ο πιο άτεχνος και σκληρός (συχνά «βρώμικος») παίκτης της ομάδας του. Ο δάσκαλος της μπάλας, Μίχελς, έγραψε αυτόν τον ρόλο από την αρχή, με ιδανικό πρωταγωνιστή έναν 18χρονο που είχε εντοπίσει στη Χέεμστεντε, μια μικρή ομάδα του ολλανδικού Βορρά: τον Νέσκενς.
Στην πρώτη του σεζόν στον Αγιαξ ο Νέσκενς αγωνίστηκε ως δεξιός μπακ – έτσι τον συνάντησε ο Παναθηναϊκός στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 στο «Γουέμπλεϊ». Αλλά την επόμενη, έγινε το πρώτο μοντέρνο «εξάρι» των ευρωπαϊκών γηπέδων όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Αμυντικός, αλλά και δημιουργός μαζί. Ο πρώτος «box-to-box» μέσος. Ο άγγλος προπονητής και μετέπειτα σχολιαστής του ITV, Μάλκολμ Αλισον, τον έχει περιγράψει περίφημα: «Ο Νέσκενς μπορεί να κάνει τάκλιν στη μεγάλη περιοχή της ομάδας του και, στο αμέσως επόμενο λεπτό, να σκοράρει στην άλλη άκρη του γηπέδου».
Η συχνότητα με την οποία πετύχαινε γκολ είναι αδιανόητη για αμυντικό μέσο, ακόμη και στις μέρες μας. Με τον Αγιαξ σημείωσε 33 τέρματα σε 124 συμμετοχές. Με την Μπαρτσελόνα, 35 σε 140. Και με την εθνική Ολλανδίας, 17 σε 49 εμφανίσεις του. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 έβαλε 5, μόλις δυο λιγότερα από τον πρώτο σκόρερ του τουρνουά, Λάτο. Ενα από αυτά, στο πρώτο λεπτό του τελικού εναντίον της Δυτικής Γερμανίας στο Μόναχο. Με πέναλτι – κεραυνό, που ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του.
Δυνατός, ταχύτατος, με εξαιρετική τεχνική και… πνευμόνια αλόγου, όπως γράφουν οι λονδρέζικοι Times, μπορούσε να βρίσκεται σε κάθε σημείο του γηπέδου, να παίζει σε όλες τις θέσεις της ενδεκάδας -μέχρι και επιθετικός- και να κάνει τα κάνει τα πάντα. Το φόρτε του ήταν να πιέζει τους αντιπάλους και να κερδίζει την κατοχή της μπάλας. Από δικά του τάκλιν ξεκινούσαν συχνά οι κούρσες του Κρόιφ, αλλά και του Τζόνι Ρεπ. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να πασάρει τη δόξα του γκολ σε κάποιον συμπαίκτη του. Ιδίως, στον «μεγάλο του αδελφό».
Ξανθός, μακρυμάλλης, μυώδης, με τεράστιες φαβορίτες και εντυπωσιακό στιλ στο παιχνίδι του, έμοιαζε με ροκ-σταρ. Οι φίλαθλοι τον λάτρεψαν – όχι μόνο οι Ολλανδοί. Τους συγκινούσε και αυτό το φοβερό πάθος με το οποίο έμπαινε στις μάχες για την μπάλα. Ο ήρεμος, σιωπηλός, σχεδόν ντροπαλός Νέσκενς, στο γήπεδο μεταμορφωνόταν σε άγριο θηρίο. Μάταια οι προπονητές του τον συμβούλευαν να προσέχει, μην τραυματιστεί. Δεν πτοήθηκε ούτε όταν έχασε δυο δόντια από αγκωνιές του αρχηγού της Αργεντινής, Ντανιέλ Πασαρέλα, στο Μουντιάλ του 1978. Ο Μπόμπι Χάαρμς, βοηθός προπονητή στον μεγάλο Αγιαξ των ‘70s, τον είχε χαρακτηρίσει ως «πιλότο – καμικάζι».
Ηταν μέλος της «καλύτερης ομάδας που δεν έχει κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο», αν και έφτασε στον τελικό δυο φορές, το 1974 και το 1978. Ενδιαμέσως, το 1976, η Ολλανδία ατύχησε και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, στο οποίο τερμάτισε τρίτη. Αλλά ο Νέσκενς δεν κέρδισε τα τρόπαια που άξιζε, ούτε σε επίπεδο συλλόγων.
Οι Times «θυμήθηκαν» τον απίθανο τρόπο με τον οποίο τελείωσε η καριέρα του στην Μπαρτσελόνα την εποχή που ο παίκτης βρισκόταν, ακόμη, στο «ζενίθ» του (1979). Στις τουαλέτες ενός γηπέδου στο Αλικάντε ο (τότε) πρόεδρος του συλλόγου, Τζουζέπ Λουίς Νούνιες, ανακάλυψε ότι δεν υπήρχε χαρτί υγείας. Διέταξε τον Νέσκενς να βρει ένα ρολό και να του το περάσει κάτω από την πόρτα, όμως εκείνος αρνήθηκε. Μόλις η σεζόν ολοκληρώθηκε, τον έδιωξε από την ομάδα.
Σε ηλικία 28 ετών πήγε στις ΗΠΑ, για να παίξει στη Νιού Γιόρκ Κόσμος δίπλα στον Πελέ και τον Μπεκενμπάουερ. Ηταν η αρχή του τέλους. Εμπλεξε με ουσίες, αλκοόλ, τζόγο και θαυμάστριες. Το 1981 αγωνίστηκε με την εθνική Ολλανδίας για τελευταία φορά. Υστερα περιπλανήθηκε στη Χρόνινγκεν, τη Φορτ Λόντερντεϊλ, την Κάνσας Σίτι και την ελβετική Ζουνγκ, όπου στα 40 του έγραψε τον επίλογο. Οταν αποσύρθηκε από τη δράση, εργάστηκε για μια δεκαετία ως προπονητής. Κυρίως ως βοηθός, στην Μπαρτσελόνα, τη Γαλατάσαραϊ, την Ολλανδία και την Αυστραλία.
Στην Αλγερία, όπου πέθανε ξαφνικά από ανεξακρίβωτα, ακόμη, αίτια σε ηλικία 73 ετών, βρισκόταν ως εκπρόσωπος της ολλανδικής ομοσπονδίας σε πρόγραμμα για την ανάπτυξη του αθλήματος. Την τελευταία δεκαετία ταξίδευε από χώρα σε χώρα σαν απόστολος του ποδοσφαίρου, που θα τον θυμάται ως έναν από τους σπουδαιότερους παίκτες του 20ου αιώνα.