Αν το «Ανφιλντ» είναι το σπίτι του Γιούργκεν Κλοπ, το «Στάμφορντ Μπριτζ» του Λονδίνου είναι το… εξοχικό του. Θα πρέπει να νιώθει υπέροχα κάθε φορά που το επισκέπτεται. Εκεί γεύτηκε -πέρυσι- την πρώτη του νίκη ως προπονητής της Λίβερπουλ, απέναντι στην Τσέλσι του Ζοσέ Μουρίνιο. Εκεί είδε -χθες (Παρασκευή)- για πρώτη φορά την ομάδα του όπως την ονειρεύεται, απέναντι στην Τσέλσι του Αντόνιο Κόντε. Εστω για ένα ημίχρονο. Εδώ και 19 χρόνια, κανείς άλλος δεν έφυγε θριαμβευτής απ’ αυτό το γήπεδο στις δυο πρώτες του σεζόν στην Premier League.
Η Λίβερπουλ νίκησε (2-1), με ένα γκολ του Ντέγιαν Λόβρεν -το πρώτο του στο πρωτάθλημα με την κόκκινη φανέλα- κι άλλο ένα του Τζόρνταν Χέντερσον -από τα καλύτερα που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια- έπειτα από μια επιβλητική εμφάνιση υποψήφιας πρωταθλήτριας. Χωρίς τον Ρομπέρτο Φιρμίνο, που απουσίαζε λόγω τραυματισμού, έπαιξε ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, με κατοχή μπάλας που ξεπέρασε το 60%. Με πολύ τρέξιμο, πρέσινγκ και ταχύτητα. Με δυο λόγια… α λα Κλοπ.
Συμπλήρωσε 10 βαθμούς σε πέντε ματς, παίρνοντας (σχεδόν) άριστα σε ένα πολύ δύσκολο πρόγραμμα: εκτός έδρας με την Αρσεναλ (3-4), την Τότεναμ (1-1) και την Τσέλσι (1-2), και εντός με τη Λέστερ (4-1). Εχασε μόνο το πιο εύκολο, με την Μπέρνλι (2-0), στο οποίο έκανε 26 τελικές προσπάθειες. Απλώς, η μπάλα δεν έμπαινε μέσα…
Αλλά ο 49χρονος Γερμανός -που περισσότερο από προπονητής είναι ένας δάσκαλος του ποδοσφαίρου- δεν κοκορεύτηκε για τίποτε απ’ όλα αυτά στη συνέντευξη Τύπου μετά τον αγώνα. Γνωρίζει πολύ καλά ότι τα αποτελέσματα δεν λένε πάντα την αλήθεια. Ιδίως στην Αγγλία, όπου όλοι μπορεί να χάσουν από όλους. «Παίξαμε ποδόσφαιρο σαν κολασμένοι. Ηταν πολύ όμορφο να το παρακολουθείς». Αυτό τον ενδιέφερε. Γι’ αυτό έλαμπε από χαρά.
«Σαν κολασμένοι». Καλά το είπε. Οχι μόνο για χθες. Σε αυτές τις πρώτες αγωνιστικές της εφετινής Premier League, η Λίβερπουλ είναι καταιγιστική. Εντεκα μήνες μετά την πρόσληψή του, η επιρροή του Κλοπ στην ομάδα είναι -πια- ορατή με γυμνό μάτι. Αν και οι αριθμοί πιστοποιούν ότι η «επανάσταση» έχει αρχίσει από καιρό.
Στο 4-1 εναντίον της Λέστερ, η Λίβερπουλ συμπλήρωσε τα 50 γκολ μέσα στο (ημερολογιακό) 2016. Πέτυχε πέντε περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη ομάδα της Premier League σε αυτό το χρονικό διάστημα. Οι παίκτες της έχουν διανύσει τα πιο πολλά χιλιόμετρα (117,5 σε κάθε αγώνα, κατά μέσον όρο), και έχουν επιχειρήσει τα περισσότερα σπριντ. Οι «Κόκκινοι» είναι πρώτοι στις τελικές προσπάθειες και στις εύστοχες πάσες, και δεύτεροι στα ποσοστά κατοχής μπάλας. Η Λίβερπουλ κάνει ακριβώς αυτό το οποίο ο Κλοπ είχε υποσχεθεί την ημέρα που πρωτοπέρασε τις πύλες του «Μέλγουντ»: παίζει διαφορετικά. Παίζει -πάλι- αυτό το συναρπαστικό ποδόσφαιρο που ώθησε εκατομμύρια φιλάθλους να γίνουν οπαδοί της.
«Ποδόσφαιρο με το πόδι κολλημένο στο γκάζι»: Αυτό που ήταν τόσο δύσκολο να το εξηγήσει με λόγια, το δείχνει κάθε εβδομάδα στα γήπεδα
Παίζει και το περιβόητο «Gegenpressing», που ο Γερμανός δυσκολευόταν να εξηγήσει στα Αγγλικά όταν έφτασε στο Λίβερπουλ: «Ποδόσφαιρο με το πόδι κολλημένο στο γκάζι». Ετσι το είχε περιγράψει -τότε- και οι δημοσιογράφοι είχαν σκάσει στα γέλια. Συντονισμένη και ασφυκτική πίεση κοντά στα καρέ του αντιπάλου, κλέψιμο της μπάλας και γρήγορη αντεπίθεση, προτού η άμυνά του προλάβει να οργανωθεί. Το ποιος παίκτης θα βρίσκεται πού δεν παίζει κανέναν ρόλο. Πράγμα που μπερδεύει ακόμη περισσότερο τους απέναντι. Με αυτή τη «συνταγή», ο Κλοπ είχε γνωρίσει την απόλυτη επιτυχία στην Ντόρτμουντ. Μόνο που δεν είναι τόσο απλή όσο ακούγεται.
Το περασμένο καλοκαίρι, το προπονητικό κέντρο της Λίβερπουλ ήταν ένα εργοτάξιο ποδοσφαίρου. Πέρυσι, ο Γερμανός δεν είχε προλάβει να διδάξει το σύστημά του στη διάρκεια της προετοιμασίας. Ούτε να στήσει τα ειδικά μηχανήματα που είχε παραγγείλει από την πατρίδα του. Ούτε να φέρει στην ομάδα κάποιους ποδοσφαιριστές με συμβατά χαρακτηριστικά. Διότι, απλούστατα, την είχε αναλάβει αργά: στις 8 Οκτωβρίου (2015). Εφέτος, όμως, η Λίβερπουλ είναι ομάδα του Κλοπ. Εστω σε αρχικό στάδιο. Εστω χωρίς «τρελές» σπατάλες σε παίκτες που θα μπορούσαν να επιταχύνουν την πρόοδο του σχεδίου.
Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει το καμάρι του Μέρσεϊσαϊντ. Αλλά η Λίβερπουλ διδάσκει -ήδη- το πώς (πρέπει να) χτίζονται οι ομάδες. Στις 8 του περασμένου Ιουλίου, ακριβώς εννέα μήνες μετά το πρώτο τους συμβόλαιο (που έληγε το 2018), σύλλογος και προπονητής υπέγραψαν και δεύτερο, έως το 2022. Εντυπωσιακό. Η Λίβερπουλ έχει μείνει 26 χρόνια χωρίς Πρωτάθλημα. Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα κατέκτησε ένα Champions League και τρία Κύπελλα Αγγλίας. Θλιβερός απολογισμός, για έναν τόσο μεγάλο σύλλογο. Κάθε χρόνος χωρίς τίτλο φαίνεται αιώνας στο «Ανφιλντ». Κι όμως, η ομάδα δέθηκε για άλλα τέσσερα χρόνια με τον τεχνικό που πέρυσι την έβγαλε όγδοη. Γιατί αυτό;
Επειδή οι επιτυχίες, οι νίκες, οι τίτλοι πάντα έρχονται -ή δεν έρχονται- στο τέλος. Στην αρχή, η δουλειά του προπονητή κρίνεται από τη φιλοσοφία του, τις ιδέες του, τις μεθόδους του, την εξέλιξη των παικτών και της ομάδας, την πίστη του στον σύλλογο, τις ηγετικές του ικανότητες, την αποδοχή του – στους ποδοσφαιριστές και στους οπαδούς. Με βάση όλα αυτά τα κριτήρια, ο Κλοπ είναι συμβατός με τη Λίβερπουλ κατά 100%.
Ετσι, η αμερικανική διοίκηση -για πρώτη φορά από τότε που ανέλαβε (το 2010)- αποφάσισε να δώσει τα κλειδιά σε έναν προπονητή. Δεν έχει, πια, την παραμικρή αμφιβολία για τον Κλοπ. Οπότε, το πρότζεκτ θα είναι μακροπρόθεσμο – δεν θα κρίνεται κάθε λίγους μήνες. Τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Ούτε ο Κλοπ έχει κάποια ένσταση για τη «σφιχτή» πολιτική της διοίκησης στις μετεγγραφές. Γι’ αυτό δέχτηκε να υπογράψει προτού ο σύλλογος κάνει έστω μια μεταγραφή από το «πάνω ράφι».
Αν και οι επιτυχίες δεν ήρθαν αμέσως -πράγμα απολύτως φυσιολογικό- ο Γερμανός κέρδισε τους ανθρώπους της Λίβερπουλ. Οχι μόνο τη διοίκηση, αλλά και την εξέδρα. Οι οπαδοί τον λατρεύουν, και τον αποθεώνουν σε κάθε ευκαιρία. Σε σημείο που ένιωσε την ανάγκη να τους απευθύνει έκκληση: «Σας παρακαλώ, μην τραγουδάτε το όνομά μου προτού κριθεί ένα παιχνίδι… Είναι σαν να πανηγυρίζεις το γκολ πριν εκτελεστεί το πέναλτι…».
Αλλά και η Λίβερπουλ κέρδισε τον Γερμανό. Είναι αποφασισμένος να παλέψει, να πετύχει και να μείνει αξέχαστος στους «Κόκκινους», όπως συνέβη με τις δύο προηγούμενες ομάδες του. Οταν πάτησε το πόδι του στην Premier League, γνώριζε Αγγλικά ίσα ίσα για να συνεννοείται. Σήμερα, έχει μάθει όσα χρειάζεται για να αντιλαμβάνεται τι νιώθουν και τι σκέφτονται οι παίκτες του. Αλλά, κυρίως, για να μπορεί να παρεμβαίνει στο μυαλό τους, πράγμα που -όπως λέει ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος- είναι η… σπεσιαλιτέ του. Κανείς άλλος δεν ξέρει να «φτιάχνει» έναν ποδοσφαιριστή, όπως εκείνος.
Πέρυσι, αυτούς τους μέτριους παίκτες που τερμάτισαν στην όγδοη θέση, τους οδήγησε σε δύο τελικούς. Φέτος, η Λίβερπουλ παίζει καλύτερα απέναντι σε δυσκολότερους αντιπάλους. Δεν είναι παραφυσικό. Απλώς είναι πιο εύκολο, για τον Κλοπ, να τη μάθει «να σκοτώνει το θηρίο». Και χρειάζεται πολύ περισσότερος χρόνος για να (ξανα)γίνει θηρίο η ίδια. Οταν, μάλιστα, δεν διαθέτει «αστέρες» όπως ο Σουάρες ή ο Τζέραρντ, που ήταν παρόντες στις τελευταίες εκδόσεις της ανταγωνιστικής Λίβερπουλ.
Η ομάδα που βρίσκεται στα σκαριά, έχει τη μορφή του Κλοπ: πολύ πάθος, λίγη τρέλα, μεγάλη δίψα για επιτυχία και διάθεση για καλό ποδόσφαιρο. Ενας χαρισματικός προπονητής ταίριαξε με έναν πολύ ιδιαίτερο σύλλογο. Μπορεί να αποδειχθεί ο τέλειος γάμος. Κι αν κρατήσει (τουλάχιστον) όσο προβλέπει το νέο συμβόλαιό τους, ο Γερμανός που ερωτεύτηκε τη Λίβερπουλ πολλά χρόνια πριν την παντρευτεί, θα γίνει ο μακροβιότερος τεχνικός της μετά τον Μπομπ Πέισλι.