Σχεδόν κατά 33% αυξήθηκαν οι τιμές των τροφίμων παγκοσμίως φέτος τον Σεπτέμβριο, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Αυτό προκύπτει από τον μηνιαίο Δείκτη Τιμών Τροφίμων (Food Price Index) του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), σύμφωνα με τα στοιχεία του οποίου οι τιμές παγκοσμίως αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 3% από τον περασμένο Ιούλιο, φτάνοντας σε επίπεδα που τελευταία φορά είχαν καταγραφεί το 2011.
Σε άρθρο του στο The Conversation ο Αλιστερ Σμιθ, λέκτορας Παγκόσμιας Βιώσιμης Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Γουόρικ της Βρετανίας, σημειώνει πως ο Δείκτης Τιμών Τροφίμων σχεδιάστηκε για να αποτυπώνει το συνδυαστικό αποτέλεσμα των αλλαγών των τιμών μιας σειράς προϊόντων διατροφής (περιλαμβανομένων των φυτικών ελαίων, των δημητριακών, του κρέατος και της ζάχαρης) και να τις συγκρίνει από μήνα σε μήνα. Πρακτικά μετατρέπει τις πραγματικές τιμές σε δείκτη, σε σχέση με τα μέσα επίπεδα τιμών μεταξύ του 2002 και του 2004. Αυτή είναι η κλασική πηγή για την παρακολούθηση των αποκαλούμενων «ονομαστικών» τιμών των τροφίμων οι οποίες δεν είναι προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό.
Ενώ οι ονομαστικές τιμές αφορούν το κόστος των τροφίμων στην αγορά, οι προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό τιμές, δηλαδή οι «πραγματικές» τιμές, είναι πολύ πιο ενδεικτικές όσον αφορά την επισιτιστική ασφάλεια, «το πόσο εύκολη είναι η πρόσβαση σε κατάλληλα τρόφιμα», εξηγεί ο βρετανός ειδικός.
Πιο ανοδικές οι τιμές από τα εισοδήματα
Παρότι δεν συμβαίνει πάντα, οι τιμές όλων των αγαθών και των υπηρεσιών τείνουν να αυξάνονται ταχύτερα από το μέσο εισόδημα. Ο πληθωρισμός συνεπάγεται, οπότε, ότι οι καταναλωτές όχι μόνο πρέπει να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα για τα τρόφιμα (λόγω της αύξησης των ονομαστικών τιμών τους) αλλά και πως έχουν αναλογικά λιγότερα χρήματα να ξοδέψουν για αυτόν τον σκοπό, δεδομένου ότι αυξάνονται οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών, αλλά όχι οι μισθοί τους και τα όποια λοιπά εισοδήματά τους.
Τον περασμένο Αύγουστο ο Αλιστερ Σμιθ ανέλυσε τον Δείκτη Τιμών Τροφίμων, συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό, και διαπίστωσε ότι οι πραγματικές τιμές των τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν υψηλότερες σε σχέση με το 2011, χρονιά κατά την οποία λόγω της αδυναμίας τους να αγοράσουν τρόφιμα, οι πολίτες εξεγέρθηκαν σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, συμβάλλοντας έτσι στην πτώση κυβερνήσεων, στη Λιβύη, για παράδειγμα, και στην Αίγυπτο.
Λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές τιμές, «σήμερα είναι πιο δύσκολο να αγοραστούν τρόφιμα στη διεθνή αγορά από όσο ήταν σχεδόν κάθε άλλη χρονιά από τότε που δημιουργήθηκε το σχετικό αρχείο του ΟΗΕ το 1961», αναφέρει ο βρετανός πανεπιστημιακός. Υψηλότερες ήταν οι τιμές μόνο το 1974 και το 1975, μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973, η οποία επέφερε σημαντική αύξηση του πληθωρισμού σε πολλούς τομείς της παγκόσμιας οικονομίας, περιλαμβανομένου και εκείνου της παραγωγής και διανομής τροφίμων. Οσον αφορά τα αίτια αυτής της πρωτοφανούς εκτίναξης των τιμών των τροφίμων, οφείλεται «στις τιμές των καυσίμων και στις αντίξοες καιρικές συνθήκες».
«Σήμερα είναι πιο δύσκολο να αγοραστούν τρόφιμα στη διεθνή αγορά από όσο ήταν σχεδόν κάθε άλλη χρονιά»
Οι τιμές διαφορετικών αγαθών αυξομειώνονται με βάση κάποιους καθολικούς παράγοντες αλλά και με βάση κάποιους παράγοντες που είναι ειδικοί για κάθε αγαθό και περιοχή. Στην προκειμένη περίπτωση η αύξηση της τιμής του πετρελαίου που άρχισε τον περασμένο Απρίλιο επηρέασε τις τιμές όλων των ειδών διατροφής στον Δείκτη Τιμών Τροφίμων, εξαιτίας της αύξησης του κόστους παραγωγής και μεταφοράς.
Επιπρόσθετα, λόγω των ελλείψεων εργατικού δυναμικού που προέκυψαν στο πλαίσιο της πανδημίας, περιορίστηκε ο αριθμός των ανθρώπων που είναι διατεθειμένοι να εργαστούν στους κλάδους της παραγωγής, της επεξεργασίας και της διανομής τροφίμων και αυτό αποτελεί «ακόμη μία καθολική αιτία αύξησης των τιμών των τροφίμων».
Οι πραγματικές μέσες τιμές των τροφίμων μειώνονταν σταθερά από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έως και το τέλος του 20ού αιώνα. Ωστόσο άρχισαν να αυξάνονται σταδιακά, από το 2000 και μετά, και παρά τις διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση της πείνας ανά την υφήλιο, η διαρκής αύξηση των τιμών καθιστά τα τρόφιμα ολοένα πιο δυσπρόσιτα.
Η συνεχής αύξηση της μέσης πραγματικής τιμής των τροφίμων από το 2000 έως σήμερα δεν οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση της τιμής ενός συγκεκριμένου αγαθού. Αλλά ο δείκτης τιμών των καλλιεργειών βρώσιμων ελαίων αυξήθηκε σημαντικά από τον Μάρτιο του 2020, κυρίως λόγω της αύξησης της τιμής των φυτικών ελαίων κατά 16,9% την περίοδο 2019-2020. Σύμφωνα με τις σχετικές εκθέσεις του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας, αυτό οφειλόταν στην αυξανόμενη ζήτηση για βιοντίζελ αλλά και στις αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες
Στη συνολική αύξηση των τιμών των τροφίμων συνέβαλε σημαντικά και η αύξηση της τιμής της ζάχαρης. Και σε αυτήν την περίπτωση, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, όπως ο παγετός στη Βραζιλία, μείωσαν την προσφορά και διόγκωσαν τις τιμές. Η αύξηση των τιμών των δημητριακών συνέβαλε λιγότερο στη συνολική αύξηση των τιμών των τροφίμων, αλλά η προσφορά τους παγκοσμίως είναι ιδιαίτερα σημαντική για την επισιτιστική ασφάλεια. Το σιτάρι, το κριθάρι, ο αραβόσιτος, το σόργο και το ρύζι αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 50% της παγκόσμιας διατροφής, ενώ στις πιο φτωχές χώρες, το αντίστοιχο ποσοστό είναι έως και 80%. Τα παγκόσμια αποθέματα ασφαλείας αυτών των καλλιεργειών συρρικνώνονται από το 2017, καθώς η ζήτηση έχει ξεπεράσει την προσφορά.
Ολοκληρώνοντας το κείμενό του ο Αλιστερ Σμιθ επαναλαμβάνει ότι τα αίτια μεμονωμένων διακυμάνσεων στις τιμές των τροφίμων είναι πολύπλοκα. Ομως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως είναι αξιοσημείωτα και πως απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή ο αριθμός των περιπτώσεων που από το 2000 έως σήμερα ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας ανέφερε ότι «απρόβλεπτες» και «αντίξοες» καιρικές συνθήκες επέφεραν μείωση της παραγωγής.
Ο βρετανός επιστήμονας επισημαίνει και προειδοποιεί ότι «οι τεχνολογικές μας ικανότητες και η κοινωνική και οικονομική οργάνωσή μας δεν επαρκούν για την επιτυχή αντιμετώπιση απρόβλεπτων και αντίξοων καιρικών συνθηκών». Οπότε, η διεθνής κοινότητα πρέπει άμεσα να αναλογιστεί τι συνεπάγεται η παραγωγή/διανομή τροφίμων σε έναν κόσμο «θερμότερο κατά 2°C», έκβαση που πλέον θεωρείται ολοένα πιο πιθανή, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή.
Βαλβίδα… κοινωνικής εκτόνωσης
Αυτό σημαίνει ότι «δίχως ριζικές αλλαγές», η κατάρρευση του κλίματος θα συνεχίσει να περιορίζει, πέρα από κάθε προηγούμενο, τη διεθνή πρόσβαση σε εισαγόμενα τρόφιμα, ενώ η συνεπακόλουθη αύξηση των τιμών των τροφίμων θα εντείνει την επισιτιστική ανασφάλεια ανά τον κόσμο. «Εάν υπάρχει ένας σταθερός νόμος στις κοινωνικές επιστήμες, είναι αυτός που ορίζει ότι οι πεινασμένοι άνθρωποι προβαίνουν σε τολμηρά βήματα για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην – ειδικά όπου θεωρείται ότι οι ηγέτες απέτυχαν», υπενθυμίζει ο Αλιστερ Σμιθ.