Καθώς εντείνονται οι διεθνείς προσπάθειες για άμεση κατάπαυση του πυρός στη Λωρίδα της Γάζας, με τις ΗΠΑ να ασκούν έντονες πιέσεις στο Ισραήλ να διακόψει τον πόλεμο και να επιτρέψει την παράδοση σημαντικής ποσότητας ανθρωπιστικής βοήθειας στον παλαιστινιακό θύλακο, οι δημοσιογράφοι του Economist συνθέτουν ένα αισιόδοξο, ενδεχομένως υπέρ το δέον, σενάριο για την επόμενη ημέρα.
«Μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός και η απελευθέρωση ομήρων θα μπορούσε να προκαλέσει αλλαγή της κυβέρνησης του Ισραήλ, τα απομεινάρια της Χαμάς στη νότια Γάζα θα μπορούσαν να περιοριστούν ή να εξαφανιστούν, και μέσα από τα ερείπια θα μπορούσαν να ξεκινήσουν συνομιλίες για μια λύση δύο κρατών, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στον Κόλπο» αναφέρεται στο βρετανικό δημοσίευμα.
Ο Economist επισημαίνει, ωστόσο, ότι είναι εξίσου πιθανό οι συνομιλίες για κατάπαυση του πυρός να αποτύχουν, εξέλιξη που θα μπορούσε να παγιδεύσει το Ισραήλ στην «πιο ζοφερή τροχιά της 75χρονης ύπαρξής του, με ατέρμονη κατοχή (των παλαιστινιακών εδαφών), ακροδεξιά πολιτική και απομόνωση. Σήμερα πολλοί Ισραηλινοί το αρνούνται αυτό, αλλά στο τέλος, ένας πολιτικός απολογισμός θα γίνει. (Και) θα καθορίσει όχι μόνο τη μοίρα των Παλαιστινίων, αλλά και αν το Ισραήλ θα ακμάζει τα επόμενα 75 χρόνια».
Το έγκριτο βρετανικό έντυπο κρίνει πως το Ισραήλ βρίσκεται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Τον περασμένο Οκτώβριο άρχισε έναν «δικαιολογημένο πόλεμο αυτοάμυνας» κατά της Χαμάς, οι σφαγές της οποίας απείλησαν την ιδέα του Ισραήλ ως κράτους όπου οι εβραίοι είναι ασφαλείς. Σήμερα, μετά από περισσότερο από πέντε μήνες πολέμου, το Ισραήλ έχει καταστρέψει πιθανώς το 50% των δυνάμεων της Χαμάς. «Αλλά από σημαντικές απόψεις η αποστολή του απέτυχε» αποφαίνεται ο Economist.
Απέτυχε καταρχάς στη Γάζα, όπου η απροθυμία του Ισραήλ να συνδράμει στην παροχή/διανομή βοήθειας οδήγησε σε μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή που μπορούσε να αποφευχθεί, και στον θάνατο τουλάχιστον 20.000 αμάχων, κυρίως γυναικόπαιδων.
Η ακροδεξιά κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει απορρίψει σχέδια για μια μεταπολεμική Γάζα που θα διοικείται είτε από την Παλαιστινιακή Αρχή είτε από μια διεθνή δύναμη. Το πιο πιθανό σενάριο, λοιπόν, είναι η εκ νέου κατοχή της Γάζας. Αυτό, συνυπολογίζοντας τους Παλαιστίνιους της Δυτικής Οxθης, σημαίνει ότι οι Ισραηλινοί θα πρέπει να ελέγχουν μόνιμα και διαρκώς 4-5 εκατομμύρια ανθρώπους.
Το Ισραήλ, όμως, έχει αποτύχει και στο εσωτερικό, με τα προβλήματα να μην περιορίζονται στη «δεινή», σύμφωνα με τον Economist, ηγεσία του Μπενιαμίν Νετανιάχου, καθώς «ένα ολοένα μεγαλύτερο κίνημα εποίκων και ο υπερορθόδοξος πληθυσμός έχουν στρέψει την πολιτική προς τα δεξιά και έχουν πολώσει την κοινωνία.
»Πριν από την 7η Οκτωβρίου αυτό ήταν ορατό σε μια διαμάχη για τη δικαστική ανεξαρτησία. Ο πόλεμος κατέστησε μεγαλύτερο το διακύβευμα, και παρότι τα σκληρά δεξιά κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού δεν μετέχουν στο πολεμικό υπουργικό συμβούλιο, έχουν υπονομεύσει το εθνικό συμφέρον του Ισραήλ, χρησιμοποιώντας εμπρηστική ρητορική, υποκινώντας τη βία των εποίκων και προσπαθώντας να σαμποτάρουν την αρωγή (των αμάχων) και τον μεταπολεμικό σχεδιασμό. Το κατεστημένο ασφαλείας του Ισραήλ είναι ικανό και ρεαλιστικό, αλλά δεν είναι πλέον πλήρως υπεύθυνο».
Η τελευταία αποτυχία του Ισραήλ αφορά τη διπλωματία. Η διεθνής κατακραυγή για τον πόλεμο ήταν αναπόφευκτη, ειδικά στον Παγκόσμιο Νότο, αλλά το Ισραήλ δεν έκανε τίποτα για να την περιορίσει. Επιπλέον, ο νομικός πόλεμος (lawfare) εναντίον του, στο πλαίσιο του οποίου κυκλοφόρησαν και αβάσιμοι ισχυρισμοί περί γενοκτονίας, πλήττει τη φήμη του, με τον Economist να αναφέρει ενδεικτικά πως οι νεότεροι Αμερικανοί το συμπονούν λιγότερο από τους γονείς τους.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν αποπειράθηκε να συγκρατήσει την κυβέρνηση Νετανιάχου ούτως ώστε να μην προβεί σε επιζήμιες υπερβολές, στηρίζοντάς την αμέριστα δημοσίως, αλλά απέτυχε. Την προηγούμενη εβδομάδα ο Τσακ Σούμερ, επικεφαλής της Δημοκρατικής πλειοψηφίας στην αμερικανική Γερουσία και ανώτερος εβραίος αξιωματούχος στις ΗΠΑ, κατήγγειλε τις φρικαλεότητες της Χαμάς αλλά υποστήριξε επίσης πως ο Νετανιάχου «έχασε τον δρόμο του».
«Είναι μια ζοφερή εικόνα που δεν αναγνωρίζεται πάντα στην Ιερουσαλήμ και στο Τελ Αβίβ. Ο Νετανιάχου μιλάει για εισβολή στη Ράφα, το τελευταίο οχυρό της Χαμάς, ενώ η σκληρή Δεξιά φαντασιώνεται την επανεποίκιση της Γάζας. Πολλοί μετριοπαθείς Ισραηλινοί αυταπατώνται επίσης. Πιστεύουν ότι οι ιδιαίτερες απειλές που αντιμετωπίζει το Ισραήλ δικαιολογούν τη σκληρότητά του και πως ο πόλεμος έχει συμβάλει στην αποκατάσταση της αποτροπής.
»Η Γάζα καταδεικνύει ότι όποιον δολοφονεί Ισραηλινούς τον περιμένει η καταστροφή. Πολλοί δεν βλέπουν κανέναν εταίρο με στόχο την ειρήνη – η Παλαιστινιακή Αρχή είναι σάπια και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 93% των Παλαιστινίων αρνείται ακόμη και πως συνέβησαν οι φρικαλεότητες της Χαμάς. Η κατοχή είναι η λιγότερο κακή επιλογή, καταλήγουν.
»Οι Ισραηλινοί θα προτιμούσαν να είναι δημοφιλείς στο εξωτερικό, αλλά η καταδίκη του κόσμου και ο αντισημιτισμός είναι ένα μικρό τίμημα για την ασφάλεια. Οσο για την Αμερική, έχει θυμώσει ξανά στο παρελθόν. Η σχέση δεν πρόκειται να διαρραγεί. Εάν επιστρέψει ο Ντόναλντ Τραμπ, μπορεί να δώσει ξανά στο Ισραήλ μια λευκή επιταγή» συνοψίζει ο Economist, υποστηρίζοντας πως «αυτή η σαγηνευτική ιστορία είναι μια συνταγή καταστροφής».
Καταρχάς, όσον αφορά την άμυνα. Η ζημιά στη φήμη του Ισραήλ θα μπορούσε να καταστήσει πιο δύσκολο τον πόλεμο στη Γάζα, ενώ η μακροπρόθεσμη απειλή προέρχεται από το Ιράν και τους αντιπροσώπους του, περιλαμβανομένης της Χεζμπολάχ στον Λίβανο. Για να αποτραπεί αυτή η δεύτερη απειλή, απαιτείται μια στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ, η οποία με τη σειρά της χρειάζεται δικομματική υποστήριξη και, ιδανικά, υποστήριξη από τα αραβικά κράτη του Κόλπου.
Επιπλέον, η ισραηλινή οικονομία εξαρτάται από τις εξαγωγές τεχνολογίας και την πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές. Αντί να προσφέρει ασφάλεια στους Ισραηλινούς, μια μόνιμη κατοχή θα δηλητηριάσει την πολιτική, ενισχύοντας την Ακροδεξιά και τρέφοντας τον παλαιστινιακό ριζοσπαστισμό. «Οι Ισραηλινοί έχουν δίκιο ότι δεν έχουν εταίρο για την ειρήνη σήμερα, αλλά βρίσκονται στην καλύτερη θέση για να αλλάξουν τα δεδομένα» σημειώνει ο Economist.
Σε αυτό το πλαίσιο, καίριο ρόλο καλούνται, φυσικά, να διαδραματίσουν οι ΗΠΑ, συνδράμοντας το Ισραήλ ώστε «να αποφύγει αυτή τη μοίρα, ενώ αν αποτύχουν, θα πληρώσουν οι ίδιες βαρύ διπλωματικό τίμημα». Το ιδανικό θα ήταν μια προσωρινή κατάπαυση πυρός, που θα χάρασσε έναν δρόμο προς συνομιλίες για μια λύση δύο κρατών. Εάν, όμως, δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αλλάξει την πολιτική της.
Η αμέριστη στήριξη που προσέφερε αρχικά η κυβέρνηση Μπάιντεν απέτυχε, αλλά ούτε ο εξαναγκασμός θα είχε αποτέλεσμα, καθώς, αν η Αμερική προσπαθούσε να αναγκάσει το Ισραήλ να φύγει από τη Γάζα ενώ η Χαμάς θα μπορούσε ακόμα να ανασυνταχθεί, ή περιόριζε τη στρατιωτική υποστήριξη ή απέσυρε την υποστήριξή της στον ΟΗΕ, η ασφάλεια του Ισραήλ θα μπορούσε να τεθεί εκ νέου σε κίνδυνο.
Επομένως, η Αμερική πρέπει να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα, με τον Economist να υποστηρίζει πως «θα πρέπει να χορηγήσει περισσότερη ανθρωπιστική βοήθεια μονομερώς και να αρνηθεί να παράσχει όπλα για μια εισβολή στη Ράφα […] Θα πρέπει να διευρύνει τις κυρώσεις κατά των εποίκων και των φανατικών της Δεξιάς, για να καταδείξει στους ισραηλινούς ψηφοφόρους ότι εγγυάται την ασφάλειά τους αλλά όχι τον εξτρεμισμό ή τη μόνιμη κατοχή. Και θα πρέπει να συνεχίσει να δείχνει ότι επιθυμεί να αναγνωρίσει την Παλαιστίνη, ως μέρος μιας ειρηνευτικής διαπραγμάτευσης με σημείο αναφοράς τη λύση των δύο κρατών».
Ομως οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο, ειδικά όσον αφορά την κατάσταση στο εσωτερικό του Ισραήλ. Τους περισσότερους πολέμους των Ισραηλινών διαδέχεται η πολιτική αναταραχή και η απομάκρυνση του Μπενιαμίν Νετανιάχου από την εξουσία δεν θα είναι εύκολη. «Αλλά όταν γίνει ο απολογισμός, αυτός θα είναι βαρύς», καθώς «ο πόλεμος διέλυσε πολλές ψευδαισθήσεις: ότι οι Παλαιστίνιοι μπορούν να αγνοηθούν, ότι η Παλαιστινιακή Αρχή έχει διάθεση για μεταρρυθμίσεις, ότι ο αντισημιτισμός είναι σπάνιος, ότι το Ισραήλ μπορεί να προσποιείται ότι μιλάει για δύο κράτη καθώς επεκτείνονται οι οικισμοί, ότι η σκληρή Δεξιά μπορεί να τιθασευθεί.
»Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν λόγοι για ελπίδα. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι κεντρώοι στο Ισραήλ συγκεντρώνουν ίσως το 50-60% των ψήφων, θεσμοί όπως το Ανώτατο Δικαστήριο εξακολουθούν να είναι ισχυροί, και υπάρχουν καλύτεροι ηγέτες. Ενας αγώνας για το μέλλον του Ισραήλ επίκειται. Ο πόλεμος στη Γάζα είναι μόνο η αρχή» καταλήγει ο Economist.