Εχει καταγραφεί ως άποψη και για παλιότερες τηλεοπτικές σειρές –όπως το «Wire» ή οι «Sopranos»– ότι αποτελούν τη συνέχεια των κλασικών μυθιστορημάτων με άλλα μέσα. Προσφέρουν, δηλαδή, καταγραφή της εποχής τους μέσα από πολλαπλές αποχρώσεις, ρωγμές, αντιθέσεις και αντιφάσεις. Χαρακτήρες που δεν είναι ούτε άσπροι ούτε μαύροι – αλλιώς δεν θα μιλούσαμε για μυθοπλασία, αλλά για ηθικολογικό κήρυγμα. Λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά (όπως στο «Εμβατήριο Ραντέτσκι», όπου ο Γιόζεφ Ροτ βάζει τον στρατηγό να ρουφάει τη συναχωμένη μύτη του μπροστά στο στράτευμα για να υποδηλώσει την παραπαίουσα Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία).
Σε αυτό το πλαίσιο έσκασε σαν «δώρο» του binge watching το «Succession» (2018-2023), με την υπογραφή του Τζέσε Αρμστρονγκ: η σειρά που ήδη κέρδισε πέντε Χρυσές Σφαίρες (ανάμεσά τους καλύτερης δραματικής) και την περασμένη Δευτέρα έξι Εmmy (επίσης καλύτερης δραματικής).
Από τι είναι φτιαγμένο το υλικό της σειράς που δίνει κάθε τόσο τροφή στους οπαδούς της, αλλά και ερεθίσματα για τις μεγαλύτερες μάχες στα social media; Ας ξεκινήσουμε από τα απολύτως απαραίτητα. Δηλαδή τη «σαιξπηρική» και μυθιστορηματική καταγωγή της. Πιο βασική πλοκή δύσκολα θα έβρισκε κανείς: πατέρας (φαινομενικά δυνάστης) αγωνίζεται να κρατήσει τη μιντιακή αυτοκρατορία του, αγωνίζεται με και ενάντια στα παιδιά του –τρεις γιοι και μια κόρη μονάκριβη–, πέφτει στη λάσπη και στοχάζεται το τέλος.
Ο πατριάρχης Λόγκαν Ρόι (ο Μπράιαν Κοξ έχει περάσει ήδη στην ανθολογία των καλύτερων τηλεοπτικών χαρακτήρων) κουβαλάει χωρίς να το φωνάζει ποτέ κάτι από τον Ληρ του Μέγιστου Βάρδου, κάτι από τον Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοφ, ενώ τα οιδιπόδεια συμπλέγματα δίνουν και παίρνουν στους τέσσερις κύκλους, σε μια φρενήρη εναλλαγή με απότομα ζουμ, «τρεμάμενα» πλάνα και ψυχοσωματικό σασπένς. Και αυτή η σειρά, λοιπόν, επιβεβαιώνει τον άτυπο κανόνα του θεάματος: η πρωτοτυπία βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου – το «θαύμα» μπορεί να προέλθει από το τετριμμένο.
Υστερα είναι η σάρκα και το αίμα από τα οποία είναι φτιαγμένοι όλοι οι βασικοί χαρακτήρες, με τους δευτερεύοντες να κλέβουν την παράσταση από επεισόδιο σε επεισόδιο και από κύκλο σε κύκλο· άλλος κανόνας αυτός. Ο πατέρας που μασάει τη ζωή πέφτει στην αρένα με ένστικτο μονομάχου, αλλά κρύβει πάντοτε ένα χαμόγελο ως ανταμοιβή. Οπως εκείνο που επιφυλάσσει τη στιγμή που ο γιος του Κένταλ (ο εξαιρετικός Τζέρεμι Στρονγκ) τον ξεμπροστιάζει σε πανεθνική σύνδεση.
Ο Ρόμαν Ρόι (Κίραν Κάλκιν, ναι, ο αδελφός του γνωστού Μακόλεϊ) με τη λοξή ματιά προς το σύμπαν, το ιδιόρρυθμο χιούμορ και μια αθεράπευτη ανασφάλεια στη σχέση με τους ανθρώπους. Η αδερφή του, Σιβ (Σάρα Σνουκ), που μαθαίνει να γίνεται ανταγωνιστική επί πτωμάτων δίπλα στον «εγώ-είμαι-το-μεγαλύτερο-παιδί» Κένταλ. Και ο ετεροθαλής Κόνορ (Αλαν Ρακ), που αισθάνεται μονίμως μέσα και έξω από την οικογένεια, ολίγον «φευγάτος» και πάντως με ψευδαίσθηση μεγαλείου, εξαιτίας της οποίας φτάνει στην καμπάνια για μια προεδρική υποψηφιότητα.
Βαριά κι ασήκωτα όλα αυτά; Οχι, και εδώ κρύβεται το άλλο συστατικό της σειράς, την οποία μόνο κάτω από τον φακό της κωμωδίας –έστω της μπαλζακικής «ανθρώπινης κωμωδίας»– μπορεί κανείς να διαβάσει. Η σάγκα είναι μεγαλειώδης μόνο στο κέλυφος, στα λουσταρισμένα πλάνα και τις πολυτελείς φίρμες που παρελαύνουν. Βαθιά, πολύ βαθιά, πρόκειται για μια κωμωδία που τοποθετεί τον γνωστό καθρέφτη μπροστά στα ήθη της νεοπλουτίστικης φαντασμαγορίας.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν κάνει κήρυγμα για πλουτοκράτες, μιντιοκράτες και ελίτ. Στον ίδιο καθρέφτη κοιτάζουν τα πάθη, τα κατά συνθήκη ψεύδη, τα χαμένα όνειρα και τη γελοιότητα την ίδια οι τηλεθεατές της μεσαίας τάξης, το κατεξοχήν ακροατήριο που άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους κατεβάζει. Ο σαρκασμός δεν είναι εκκωφαντικός, αλλά βραδυφλεγής.
Οι συντελεστές της σειράς μοιάζουν να λένε ότι στο παιχνίδι αυτό συμμετέχουμε όλοι. Ακόμη και οι πλούσιοι τρέχουν ασθμαίνοντας μέσα στην κίνηση για να προλάβουν την επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Ακόμη και ένας υφιστάμενος μπορεί να ασκήσει «τρομοκρατία». Ολοι βολοδέρνουν ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία, τις ιδιωτικές στιγμές και τη σκηνοθεσία του εαυτού τους. Ολοι θέλουν ένα κομμάτι από την τούρτα στα πάρτι.
Κι ύστερα έρχεται το δυσάρεστο και δύσπεπτο φινάλε. Oχι επειδή δεν συμφωνούμε με την τροπή των πραγμάτων. Αλλά ακριβώς επειδή έτσι συμβαίνει (χωρίς άλλα spoiler). Τελικά, το «Succession» μιλούσε πάντα για την αγάπη: αυτή που κρύβεται, που διαφεύγει, που προσποιείται, που πληγώνεται ριγμένη σε έναν κόσμο ξένο. Κανείς δεν είπε ότι το κωμικό δεν είναι και επώδυνο.