Μέχρι πρόσφατα, η Κίνα, με το ιδιότυπο οικονομικό μοντέλο καπιταλιστικού κομμουνισμού, ήταν ένα εξαιρετικό μέρος για να πλουτίσει κανείς σοβαρά: η Evergrande, η Alibaba και η Tencent είναι μερικές μόνο από τις εταιρείες που έκαναν δισεκατομμυριούχους τους ιδρυτές τους, δημιουργώντας ολόκληρα οικοσυστήματα πλούτου.
Αλλά αυτό έχει πλέον αλλάξει. Τα τελευταία χρόνια το Πεκίνο κατατρόπωσε την επιτυχημένη εγχώρια βιομηχανία τεχνολογίας της Κίνας, υπέβαλε την οικονομία σε παράλογους περιορισμούς κυκλοφορίας λόγω της πανδημίας, και έστεψε ισόβιο ηγέτη του τον πρόεδρο Σι. Το δικτατορικό μοντέλο διακυβέρνησης επελαύνει.
Ο κινέζος δικτάτορας επανέφερε το μαοϊκό σύνθημα της «κοινής ευημερίας», εκβιάζοντας «δωρεές» από την κινεζική ελίτ στο όνομα της αναδιανομής του πλούτου, «εξαφανίζοντας» παράλληλα ολιγάρχες κάθε τρεις και λίγο – εξαφανίσεις για τις οποίες μπορεί να χρειαστούν πολλά χρόνια για να υποβληθούν επίσημες κατηγορίες.
Δεν είναι περίεργο που οι πολύ πλούσιοι Κινέζοι σχεδιάζουν δρόμους διαφυγής για τα χρήματά τους και τους εαυτούς τους. Ολο και περισσότερο στρέφονται προς τη Σιγκαπούρη, την πόλη-κράτος που αποκαλείται «Ελβετία της Ασίας». Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που συμβαίνει δεν είναι νεωτεριστικό. Το άνοιγμα της Κίνας, μετά τον θάνατο του Μάο, συνδυάστηκε με σταδιακές μεταρρυθμίσεις στον έλεγχο κεφαλαίων.
Οπου είναι δυνατόν, οι κινεζικές ελίτ κρύβουν τα χρήματά τους σε υπεράκτιες περιοχές. Μερικές φορές τις βολεύει να κάνουν χρήση των ευνοϊκών επιτοκίων στο εξωτερικό ή να διαφοροποιούν τα νομίσματα στα οποία βρίσκεται ο πλούτος τους. Αλλά για πολλούς, η βασική σκέψη ήταν πάντα ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να εγγυηθούν ότι ο πλούτος τους θα παρέμενε δικός τους κάτω από το κομμουνιστικό σύστημα.
Το 2015, στον απόηχο της εκστρατείας του Σι για την καταπολέμηση της διαφθοράς, εκτιμάται ότι πάνω από 900 δισ. ευρώ βγήκαν έξω από την Κίνα. Στο τέλος, η κεντρική τράπεζα αναγκάστηκε να δαπανήσει ένα αντίστοιχο ποσό για να στηρίξει το εθνικό νόμισμα, γιουάν, μετά το οποίο οι έλεγχοι κεφαλαίων έγιναν αυστηρότεροι, αναφέρει ρεπορτάζ της Telegraph.
Σήμερα υπάρχει εκ νέου επείγουσα ανάγκη, μετά το τέλος της πανδημίας, τα χρήματα και οι άνθρωποι να κυκλοφορούν πολύ πιο ελεύθερα από ό,τι τα προηγούμενα τρία χρόνια. Το 2022, περίπου 41 δισ. ευρώ χάθηκαν από τη χώρα, κάτω από την κατηγορία «λάθη και παραλείψεις», σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, υποδηλώνοντας «την έξοδο των χρημάτων των κατοίκων με ανεπίσημο τρόπο», σύμφωνα με την οικονομολόγο Αλίσια Γκαρσία-Ερέρο.
Η εμπιστοσύνη μεταξύ των πλουσίων και της κυβέρνησης έχει πια διαλυθεί. Δεν είναι μόνο η περιστασιακές «εξαφανίσεις» ολιγαρχών, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ο Σι Τζινπίνγκ έχει συντρίψει την εγχώρια τεχνολογική Σίλικον Βάλεϊ της Κίνας, με τιμωρητικά πρόστιμα και επιβολή αναγκαστικών παραιτήσεων.
Πολλά από αυτά έχουν γίνει στο όνομα της «κοινής ευημερίας», με τις φήμες ότι μπορεί να πλησιάζει ένας φόρος περιουσίας να πληθαίνουν. Φέτος, το Πεκίνο ανανέωσε επίσης μια εκστρατεία κατά της διαφθοράς, στοχεύοντας ιδιαίτερα τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Το άγχος των επιχειρηματιών αποκαλύφθηκε σε μια περίεργη –και τεράστια σε έκταση– κριτική 60 σελίδων προς τον Σι την περυσινή χρονιά. Δημοσιεύθηκε σε ένα ανώνυμο κινεζικό blog που έγινε viral. Το ιστολόγιο ήταν εντυπωσιακά καλά ενημερωμένο και ασκούσε ανελέητη κριτική στον πρόεδρο.
«Η πολιτική ελίτ της Κίνας αισθάνεται πανικό και θέλει να μετακινήσει τα κεφάλαιά της πριν χρεοκοπήσει η χώρα» έγραφε ο συντάκτης. Η αντίληψη του κειμένου για τις εσωτερικές μηχανορραφίες του ΚΚΚ έθεσε ερωτήματα σχετικά με το αν ο συγγραφέας ήταν στην πραγματικότητα εμπιστευτικός παράγοντας του Κόμματος, που ίσως έλπιζε να αποσταθεροποιήσει τον Σι πριν από το πανεθνικό συνέδριο.
Ποια αγορά είναι, λοιπόν, ασφαλής για τον απαιτητικό επενδυτή; Τα προηγούμενα χρόνια η επιλογή θα ήταν το Χονγκ Κονγκ, αλλά πλέον βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Πεκίνου. Αυτό ήταν ξεκάθαρο ήδη από το 2017, όταν ένας κινέζος διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων απήχθη από την κινεζική αστυνομία μέσα από το ξενοδοχείο Four Seasons, στο Χονγκ Κονγκ.
Η εξαφάνισή του συγκλόνισε την πόλη, προοιωνίζοντας τον θάνατο της συμφωνίας «μία χώρα, δύο συστήματα» μεταξύ Πεκίνου και Χονγκ Κονγκ. Ενας οικονομολόγος με έδρα την πόλη λέει ότι τότε ήταν που οι περισσότεροι διορατικοί κινέζοι επενδυτές άρχισαν να βγάζουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό.
Ο πιο προφανής προορισμός ήταν η Σιγκαπούρη. Βρίσκεται κοντά στην ηπειρωτική Κίνα και στο Χονγκ Κονγκ, είναι πρώην βρετανική αποικία, όπως και εκείνο, και τα τρία τέταρτα των κατοίκων της είναι κινεζικής καταγωγής. Εχει παγκοσμίως γνωστή χαμηλή φορολογία και υψηλό βιοτικό επίπεδο – αλλά το κύριο πλεονέκτημά της είναι ότι δεν βρίσκεται κάτω από τον αντίχειρα του Πεκίνου.
Η Σιγκαπούρη είδε το 2021 μια εισροή διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ύψους 300 δισ. ευρώ, σχεδόν διπλάσια από τις συνήθεις εισροές από το Χονγκ Κονγκ. Ο αριθμός των «οικογενειακών γραφείων» που διαχειρίζονται τις ανάγκες των υπερπλουσίων έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε 700 τα τελευταία δύο χρόνια – με ορισμένους να υπολογίζουν ότι θα φτάσει σύντομα τα 1.500.
Η εφημερίδα της Σιγκαπούρης, Lianhe Zaobao υπολογίζει ότι οι επενδυτές από το Χονγκ Κονγκ, το Μακάο και την Γκουανγκντόνγκ απασχολούν σχεδόν τα μισά από τα νέα γραφεία. Πρόκειται για μια ελκυστική, ασφαλή και προφανή οδό διαφυγής για τους όχι-και-τόσο «τρελούς πλούσιους Ασιάτες».