Ενας ενθουσιασμένος Μάρτιν Σουλτς (αριστερά) πλάι στον μάλλον αμήχανο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ σε συνάντηση της ΚΟ του SPD το μεσημέρι της Τετάρτης στο Βερολίνο | REUTERS/Fabrizio Bensch
Επικαιρότητα

Γιατί ο Σουλτς είναι μια «φρέσκια πνοή» για το SPD

Η ανακοίνωση των Σοσιαλδημοκρατών ότι θα κατέβουν στις εκλογές του Σεπτεμβρίου με επικεφαλής τον πρώην πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, και όχι αυτόν του κόμματος, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα, εκτιμά ο γερμανικός τύπος
Protagon Team

Ολοι πλέον έχουν λάβει θέσεις: η Ανγκελα Μέρκελ έχει αποσπάσει πανηγυρικά το χρίσμα των Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) άνευ αντιπάλου, η Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) και Η Αριστερά (Die Linke) είναι έτοιμες να αποσπάσουν ψήφους από τα μεγαλύτερα κόμματα, απέμεναν οι σοσιαλδημοκράτες (SPD) να ορίσουν το πρόσωπο με το οποίο θα πάνε στις κάλπες της 24ης Σεπτεμβρίου στη Γερμανία. Και ο μέχρι πρόσφατα κυβερνητικός εταίρος της Μέρκελ, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, παραιτείται από την προεδρία του κόμματός του και αναλαμβάνει υπουργός Εξωτερικών, τουλάχιστον μέχρι τις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου, όπως ανακοίνωσε ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD Τόμας Οπερμαν, την Τετάρτη.

Η απόφαση -κάπως αιφνιδιαστική- να μην είναι ο πρόεδρος του κόμματος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ αλλά ο Μάρτιν Σουλτς αυτός που θα αντιπαρατεθεί στην Μέρκελ φέρνει νέα δεδομένα στο πολιτικό τοπίο, περίπου εννέα μήνες πριν από τις εκλογές.

Αποτιμώντας την κίνηση του SPD ακόμα και ο συντηρητικός Tύπος διαπιστώνει ότι ο Σουλτς μπορεί να βοηθήσει το κόμμα να κερδίσει έδαφος απέναντι στο CDU της καγκελαρίου, σημειώνει η Deutsche Welle.

Αν και, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις, το προβάδισμα του συνασπισμού CDU/CSU μοιάζει να είναι στέρεο, η Die Welt επισημαίνει σε σχόλιό της πως «αυτό που σήμερα φαντάζει εξωπραγματικό, με δεδομένα τα ποσοστά του SPD που δεν ξεπερνούν το 20%, θα μπορούσε, στην πορεία του χρόνου, να προβάλει ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση».

Ο γερμανικός Τύπος βλέπει πλεονεκτήματα από τον αιφνιδιασμό του SPD, αλλά κρατά και κάποιες επιφυλάξεις.

Το Spiegel επισημαίνει ότι με την ανακοίνωση για τον Σουλτς, οι σοσιαλδημοκράτες κατέλαβαν εξ απήνης την καγκελάριο Μέρκελ. «Είναι σαφές ότι το SPD ωφελείται από τον αιφνιδιασμό. Η απελευθερωτική κίνηση του Γκάμπριελ μπορεί να δώσει κίνητρο στους σοσιαλδημοκράτες. Αν αυτό αρχίσει να αντανακλάται και στις δημοσκοπήσεις, οι οποίες μέχρι σήμερα είναι απογοητευτικές (για το SPD), ίσως αρχίσει να επικρατεί νευρικότητα στο στρατόπεδο της χριστιανοδημοκρατίας».

Από την άλλη, η Frankfurter Allgemeine Zeitung σημειώνει ότι «ο Σουλτς δεν έχει να επιδείξει εμπειρία στην ηγεσία του κόμματος, ούτε στην εσωτερική πολιτική. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως μειονέκτημα». Θεωρεί η FAZ ότι ο πρώην πρόεδρος της Ευρωβουλής «μπορεί να φέρει μία φρέσκια αύρα, την οποία χρειάζεται επειγόντως το SPD».

Ο Σουλτς είναι «πολιτικά άφθαρτος», γράφει η Freie Presse από το Κέμνιτς, γιατί «ποτέ δεν συμμετείχε σε κυβέρνηση Μέρκελ. Συνεπώς δεν φέρει καμία ευθύνη για τον Μεγάλο Συνασπισμό».

Ο Γκάμπριελ, από την πλευρά του, μετέχει ενεργά στη διακυβέρνηση (είναι υπουργός Οικονομίας) και έχει, λόγω της θέσης του, άμεση εμπλοκή και στο καθημερινό πολιτικό «παιχνίδι» του Βερολίνου. Πέρα από αυτό, έχει και έξι χρόνια ηγεσίας στο SPD.

Η αριστερή εφημερίδα Tageszeitung του Βερολίνου χαρακτηρίζει «τραγική μορφή» τον Γκάμπριελ. Οπως εξηγεί «η μεγάλη καθίζηση του κόμματος είχε ήδη συντελεστεί πριν από τη δική του θητεία, το 2009, όταν το SPD κατρακύλησε από το 34% στο 23%. Ο Γκάμπριελ δοκίμασε τα πάντα για να υπερβεί την οροφή του 20%. Πήγε εκεί που κοχλάζει η κομματική βάση. Προσπάθησε να συμφιλιώσει το SPD με τον εαυτό του. Επέβαλε τον κατώτατο μισθό, σύνταξη στα 63 και ποσοστώσεις γυναικών στα εποπτικά συμβούλια των μεγάλων επιχειρήσεων. Ολα αυτά δεν ήταν αρκετά για να δώσουν στο SPD ένα καθαρό και διακριτό προφίλ, με το οποίο θα μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο από σύμβουλος της Ανγκελα Μερκελ».

Μεγάλο, λοιπόν, το έργο που έχει μπροστά του ο Σουλτς. Με τα λόγια της Handelsblatt: «Καλείται τώρα να επιτύχει ένα ακόμη μεγαλύτερο θαύμα, δηλαδή μία νίκη στις βουλευτικές εκλογές».