Με την πέμπτη Χρυσή Μπάλα, σίγουρα θα σκέφτεται «ποιος να συγκριθεί μαζί μου»... | EPA/FAUGERE FRANCK
Επικαιρότητα

Γιατί ο Ρονάλντο λατρεύει να τον μισούν;

Με τη «Χρυσή Μπάλα» Νο 5, η αλαζονεία του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο: «Είμαι ο κορυφαίος στην ιστορία του ποδοσφαίρου». Ούτε ο Μαραντόνα «φτιαγμένος» δεν είχε τολμήσει να το πει. Αλλά, ο Κριστιάνο προκαλεί συνειδητά. Γιατί αυτή είναι η δύναμή του: το μίσος των εχθρών του
Sportscaster

Ποζάροντας στο France Football με την πέμπτη «Χρυσή Μπάλα» της καριέρας του, ο Κριστιάνο Ρονάλντο αυτοανακηρύχθηκε ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του κόσμου, όλων των εποχών. Πιο ξεκάθαρα και πιο προκλητικά από κάθε άλλη φορά. Τα πληκτρολόγια των επικριτών του στα social media πήραν, πάλι, φωτιά. «Μα, τι κωλόπαιδο…». «Πόσο καβαλημένος…». «Ούτε ο Κρόιφ δεν είχε εκστομίσει τέτοια κουβέντα». «Ποιος Κρόιφ; Ούτε ο Μαραντόνα όταν ήταν φτιαγμένος».

Ο παροιμιώδης αυτοθαυμασμός του ξεπέρασε κάθε φαντασία: «Δεν υπάρχει κανένας καλύτερος από μένα. Είμαι ο κορυφαίος παίκτης στην ιστορία του ποδοσφαίρου, κανείς δεν κάνει πράγματα που δεν μπορώ να κάνω κι εγώ. Αλλά βλέπω πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν οι άλλοι. Κανείς δεν είναι πιο ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής από μένα». Οι φαν του τον αποθεώνουν. Οι haters τον σιχαίνονται περισσότερο από ποτέ. Αυτή η τεράστια αντιπάθεια που προκαλεί, είναι πρωτοφανής για έναν τέτοιον παίκτη. Που, εάν δεν είναι το Νο 1, είναι το Νο 2 της εποχής του.

Οι θαυμαστές του την αποδίδουν στην τελειότητά του. Οι γυναίκες τον ποθούν. Οι άνδρες θα ήθελαν να βρίσκονται στη θέση του. Κάνει στο γήπεδο όσα εκείνοι δεν καταφέρνουν ούτε στο Playstation. Είναι πάμπλουτος, όμορφος και διάσημος. Ζει μια ζωή παραμυθένια, ξοδεύοντας τα λεφτά του σε πάρτι, κότερα και μοντέλες, που κάθε άνθρωπος αυτού του κόσμου θα ήθελε να ζήσει. Τα πάντα πάνω του είναι άψογα, μέχρι και η πορσελάνινη οδοντοστοιχία του. Κι όποιος δεν αντέχει το τέλειο, ψάχνει να τού βρει ελαττώματα. Στο γήπεδο, στη συμπεριφορά του, στον χαρακτήρα του. Οπουδήποτε. Τον κατηγορούν, επειδή τον φθονούν.

Κι όμως, η αλαζονεία του Ρονάλντο δεν είναι κατασκεύασμα των εχθρών του. Μόνον οι «τυφλοί» υποστηρικτές του δεν μπορούν να τη δουν. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τη δήλωσή του, «στην ομάδα θα έβαζα εννέα, σε μένα δέκα»; Εκείνο που είπε μετά την ήττα από την Ατλέτικο, «εάν ήταν όλοι στο επίπεδό μου, τώρα θα ήμασταν στην κορυφή»; Τον τρόπο με τον οποίο αρνήθηκε να δώσει τη φανέλα του στον ισλανδό αντίπαλό του, Αρον Γκούναρσον («ποιος είσαι εσύ για να στη δώσω»); Το ότι πανηγυρίζει ολομόναχος τα δικά του γκολ, ακόμη κι αυτά που σκοράρει με πέναλτι; Την ενόχλησή του για τη μετεγγραφή του Γκάρεθ Μπέιλ στη Ρεάλ Μαδρίτης, που ανάγκασε τον πρόεδρο Πέρεθ να κρύψει το πραγματικό της κόστος;

Και τώρα αυτό: «είμαι ο κορυφαίος παίκτης στην ιστορία του ποδοσφαίρου». Δεν το είπε ο Κρόιφ, ο Πελέ, ο Ζιντάν, ο Ροναλντίνιο, ο Ρονάλντο ο Βραζιλιάνος, ο Μπεστ, ο Μέσι. Δεν τόλμησε να το πει -ευθέως- ούτε ο Μαραντόνα. Μόνον το υπονόησε, με «το χέρι του Θεού». Δεν το είπαν, στο μπάσκετ, ο Μάικλ Τζόρνταν και τα άλλα «ιερά τέρατα» του ΝΒΑ. Δεν το είπαν ο Φέντερερ, ο Φελπς, ο Σούμαχερ ή ο Σένα, ο Καρλ Λιούις, ο Μπούμπκα ή ο Μπολτ στα ατομικά σπορ, όπου κυριαρχεί το «εγώ» και η επιτυχία είναι μοναχική. Ο Γιουσέιν Μπολτ, το 2016, το είχε διατυπώσει πολύ προσεκτικά: «Δεν θέλω, απλώς, να είμαι ο καλύτερος, θέλω να είμαι ο μεγαλύτερος όλων των εποχών». Με εξαίρεση τους πυγμάχους, που τέτοιες προκλητικές δηλώσεις είναι μέρος της δουλειάς τους, κανένας αθλητής, ποτέ, δεν αρνήθηκε στην Ιστορία το δικαίωμα να κρίνει εκείνη ποιος είναι, διαχρονικά, ο καλύτερος.

Το έκανε, τώρα, ο Κριστιάνο. Αν και γνωρίζει ότι τη «Χρυσή Μπάλα» του την έκανε πάσα η Ρεάλ. Εάν η Μπαρτσελόνα δεν είχε κατακτήσει μόνον ένα… κυπελλάκι Ισπανίας, αλλά το Champions League, το Πρωτάθλημα ή και τα δύο μαζί, σήμερα -πιθανότατα- το βραβείο θα το κρατούσε ο Λιονέλ Μέσι. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, οι δυο τους έχουν μοιραστεί τις «Χρυσές Μπάλες» την τελευταία δεκαετία. Δεν είναι πρόκληση, να αυτοπροσδιορίζεται ως ο κορυφαίος όλων των εποχών, κάποιος που «παίζεται» το εάν είναι κορυφαίος της εποχής του;

Είναι (πρόκληση) και, μάλιστα, συνειδητή. Κι αυτό είναι το πιο παράδοξο: ότι ο Ρονάλντο φαίνεται να το απολαμβάνει, που ο στρατός των επικριτών του μεγαλώνει. Οσοι τον έχουν πλησιάσει, περιγράφουν έναν «άλλον» Κριστιάνο: έναν ωραίο τύπο, χαλαρό, ευγενικό και με χιούμορ, με έντονη φιλανθρωπική δράση, που συντηρεί οικονομικά όλους τους παλιούς του γείτονες στη Μαδέιρα και βοηθά ακόμη και αγνώστους -ιδίως ποδοσφαιριστές- που έχουν ανάγκη. Αλλά, αντί να προβάλει την καλή πλευρά του χαρακτήρα του, εκείνος κάνει ό,τι μπορεί για να δικαιώσει όσους τον αντιπαθούν.

Η αθλητική ψυχολογία το αποκαλεί «κουλτούρα του ναρκισσισμού», και είναι ένα φαινόμενο πολύ συνηθισμένο στον χώρο του υψηλού αθλητισμού. Ο Κριστιάνο φαίνεται να είναι το πιο τυπικό παράδειγμα πρωταθλητή που τρέφεται από τα αρνητικά συναισθήματα τα οποία προκαλεί. Ο ίδιος δεν το κρύβει. Οπως έχει εξομολογηθεί σε συνέντευξή του στην El Mundo (2016), «στην πραγματικότητα, τους έχω ανάγκη τους εχθρούς μου. Εκείνοι είναι που μου έχουν προσφέρει ένα έξτρα κίνητρο, που με έχουν βοηθήσει να φτάσω τόσο ψηλά. Ο κόσμος λέει ότι είμαι ματαιόδοξος και αλαζόνας. Αυτό, όμως, είναι το μυστικό της επιτυχίας μου». Το είχε πει και παλαιότερα (2011) με άλλα λόγια: «Απολαμβάνω όσο τίποτ’ άλλο να με βρίζουν. Μου αρέσει να βλέπω το μίσος στα μάτια τους, να ακούω τις προσβολές τους».

Φταίει και η ανατροφή του. Μεγάλωσε σε έναν κόσμο σκληρό, έπεσε θύμα bullying, δεν τελείωσε το σχολείο, ενώ ο πιο κοντινός του άνθρωπος στα νεανικά του χρόνια ήταν ο Ζόρζε Μέντες. Που, προτού γίνει ατζέντης του, υπήρξε ιδιοκτήτης night club. Κανένας δεν του δίδαξε τη μετριοφροσύνη, την ομαδικότητα ή τον σεβασμό – όλα αυτά που έμαθε ο Μέσι στις καθωσπρέπει ακαδημίες της Μασία.

Καλύτερος ή όχι, ο «CR7» είναι -χωρίς αμφιβολία- η μεγαλύτερη ντίβα που πέρασε από τα γήπεδα. Μπροστά του, ακόμη και ο Μαραντόνα μοιάζει με «κοινό θνητό». Είναι το «παλιόπαιδο» που ο μισός Κόσμος πάντα θα γουστάρει. Και που ο άλλος μισός θα μισεί όλο και περισσότερο, συγκρίνοντάς τον με τον «αγγελικό» Μέσι.