Δεν του είχε ξανασυμβεί. Ποτέ άλλοτε στη μακρά ιστορία του στην Ευρωλίγκα, ο Παναθηναϊκός δεν έχασε τον πρώτο αγώνα σειράς στην οποία έπαιζε με πλεονέκτημα έδρας. Οκτώ φορές είχε αυτό το αβαντάζ, οκτώ φορές μπήκε στον «πόλεμο» με νίκη. Και στο τέλος αποκλείστηκε μόνο σε μια περίπτωση, όλα αυτά τα χρόνια: από την Τάου Κεράμικα, το 2006. Αντιθέτως, όταν ηττήθηκε στο πρώτο παιχνίδι (με μειονέκτημα έδρας), αυτό το εις βάρος του 1-0 δεν κατάφερε να το ανατρέψει, παρά μόνον το 2011: απέναντι στην Μπαρτσελόνα του Τσάβι Πασκουάλ. Μία στις τέσσερις.
Η παράδοση δεν είναι με το μέρος του. Οχι μόνον η δική του, αλλά της κορυφαίας διοργάνωσης γενικότερα. Από τότε που στα play-offs καθιερώθηκε το σύστημα «best of five» -η πρόκριση στις τρεις νίκες- μόνο μία ομάδα (με πλεονέκτημα έδρας) κατόρθωσε να φτάσει στο Φάιναλ-Φορ, αν και είχε χάσει στο πρώτο ματς: πάλι η Μπαρτσελόνα του Πασκουάλ, το 2009. Ασχέτως έδρας, όποιος αρχίζει με ήττα σπανίως προκρίνεται. Ο τελευταίος που τα κατάφερε, ήταν ο Ολυμπιακός (το 2015). Θυμάστε με ποιον αντίπαλο; Με την Μπαρτσελόνα του Πασκουάλ.
Οι παραδόσεις είναι για να σπάνε, οπότε ας αφήσουμε τη Στατιστική στην άκρη. Το ερώτημα είναι το εξής: μπορεί αυτός ο Παναθηναϊκός, που χθες (Τρίτη) έβαλε στη Φενέρμπαχτσε μόλις 58 πόντους (58-71), να τη νικήσει 48 ώρες αργότερα και -στη συνέχεια- να «σπάσει» την έδρα της στην Πόλη; Ασφαλώς και μπορεί, για μια σειρά από (σοβαρούς) λόγους.
-Γιατί το μικρό «βάθος» της τουρκικής ομάδας -και το περιορισμένο rotation που αυτό συνεπάγεται- πιθανολογεί πως θα είναι πολύ δύσκολο για τη Φενέρμπαχτσε να βγάλει, την Πέμπτη, την ίδια ενέργεια στο παρκέ. Αρκεί, βεβαίως, ο Παναθηναϊκός (που έχει την πολυτέλεια να εναλλάσει εννέα δέκα παίκτες χωρίς η πεντάδα του να χάνει σημαντικά σε ποιότητα) να την «τρέξει» στο γήπεδο, ώστε να εκμεταλλευθεί την κόπωσή της. Τέσσερις από τους επτά οκτώ παίκτες που ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς εμπιστεύεται -ο Μπογκντάνοβιτς, ο Σλούκας, ο Βέσελι και ο Ούντο- έπαιξαν χθες πάνω από μισή ώρα, και ο χρόνος για ξεκούραση είναι πολύ λίγος.
-Γιατί δεν μπορεί, ούτε ο Παναθηναϊκός να είναι τόσο άστοχος όσο χθες στο δεύτερο ημίχρονο (ένα στα 10 τρίποντα), ούτε η Φενέρ που έχει 38% μέσο όρο ευστοχίας στα μακρινά σουτ να ξαναβάλει περισσότερα από τα μισά (13 στα 22). Αυτό ισχύει για την απόδοση των παικτών των δυο ομάδων γενικότερα. Ο Σίνγκλετον, για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να κάνει δεύτερο κακό ματς στη σειρά – δεν του έχει συμβεί ποτέ.
-Γιατί ο Πασκουάλ, που χθες ήταν κι αυτός… ντεφορμέ, είναι «μανούλα» στη διαχείριση κρίσεων. Εχει μεγάλη εμπειρία και φημίζεται για τις εμπνεύσεις του που «σώζουν την παρτίδα». Ισως ο «Ζοτς» αυτό να είχε στο μυαλό του, όταν -μετά το παιχνίδι- δήλωνε πως το δεύτερο ματς της σειράς θα είναι, για την ομάδα του, πιο δύσκολο από το πρώτο.
-Γιατί εφέτος η Φενέρμπαχτσε έχει θεαματικές και έντονες μεταπτώσεις στην απόδοσή της (όπως και ο Παναθηναϊκός, άλλωστε), και δεν είναι ανίκητη – κάθε άλλο. Ούτε, καν, στο γήπεδό της, όπου στη διάρκεια της κανονικής περιόδου έχασε τέσσερα ματς (από την Καζάν, την Νταρουσάφακα, την Μπασκόνια και τη Μακάμπι), και κέρδισε άλλα τέσσερα με διαφορά ενός ή τριών πόντων.
Η μεγαλύτερη δυσκολία του Παναθηναϊκού να συνέλθει, να ισοφαρίσει και να διεκδικήσει την πρόκρισή του στο Φάιναλ-Φορ από την αρχή, θα είναι η διαχείριση του… μετατραυματικού σοκ που έχει υποστεί. Τέτοιες ήττες, που έρχονται με αυτόν τον τρόπο, είναι πολύ πιο οδυνηρές από τις συνηθισμένες, και αποτελούν ένα τεστ χαρακτήρα. Ο «Εξάστερος», είτε θα μάθει από το πάθημά του, θα πεισμώσει και θα βρει κίνητρο στον τσαλακωμένο του εγωισμό, είτε θα απογοητευθεί, θα παραδοθεί και θα αποκλειστεί με «σκούπα» (3-0). Το τι από τα δυο θα συμβεί, θα φανεί το βράδυ της Πέμπτης.
Το χθεσινό παιχνίδι επιβεβαίωσε, για πολλοστή φορά, ότι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια ομάδα, στον δρόμο για το Φάιναλ-Φορ, είναι να… πέσει πάνω στον Ομπράντοβιτς. Ο σέρβος τεχνικός γνωρίζει -όσο κανείς άλλος- να προετοιμάζει αυτούς τους αγώνες με μεγάλη μαεστρία. Ακόμα και με τη Φενέρμπαχτσε στα χειρότερά της, οδήγησε το ματς ακριβώς εκεί που ήθελε, στοχεύοντας στις αδυναμίες του αντιπάλου του. Κανένας δεν κατάλαβε -ούτε ο Πασκουάλ, είναι αλήθεια- πώς οι +16 του Παναθηναϊκού έγιναν -6. Δεν είναι υπερβολή να πει κάποιος, ότι ο «Ζοτς» κοουτσάρισε ακόμα και τα συναισθήματα των παικτών: των δικών του, αλλά και των απέναντι.
Εκλεισε όλους τους διαδρόμους προς τη ρακέτα της Φενέρ, και ο Παναθηναϊκός -όπως αναμενόταν- άρχισε να… πυροβολεί από μακριά. Τότε (στο δεύτερο ημίχρονο) συνέβη αυτό που ο Ομπράντοβιτς είχε ευχηθεί: ένα κρεσέντο αστοχίας τον έκανε να χάσει την αυτοπεποίθησή του, την ψυχραιμία του. Οι βεβιασμένες επιλογές που ακολούθησαν, έγειραν την πλάστιγγα υπέρ των Τούρκων.
Το έχουν αυτό το… θεματάκι οι «Πράσινοι», και ο πανούργος Σέρβος -ασφαλώς- το είχε μελετήσει. Λίγη τύχη χρειαζόταν μόνο (που, συνήθως, δεν του λείπει): μερικά αλλεπάλληλα άστοχα σουτ των αντιπάλων, για να λειτουργήσει το σχέδιό του. Τα ποσοστά ευστοχίας του Παναθηναϊκού ήταν τραγικά: 3/13 δίποντα, 1/12 τρίποντα, 7/12 βολές. Οι 58 πόντοι με τους οποίους ολοκλήρωσε τον αγώνα, αποτελούν τη δεύτερη χειρότερη επίδοσή του -εφέτος- μετά τους 57 πόντους που πέτυχε κόντρα στην Μπαρτσελόνα.
Η Φενέρ «γύρισε» το παιχνίδι και προηγήθηκε με 53-50 στο 31′, με ένα επιμέρους σκορ 22-3. Μαζί, ανέτρεψε και τα προγνωστικά για τον νικητή της σειράς. Μέσα σε μισή ωρίτσα, ο Παναθηναϊκός έχασε το πλεονέκτημα έδρας, για το οποίο πάλευε σκληρά επί πέντε μήνες. Η πρόκριση δεν χάθηκε, όμως κρύφτηκε πίσω από ένα βουνό που, τώρα, θα πρέπει ν’ ανέβει.