Η εταιρεία που κατέχει τα αμερικανικά εμπορικά σήματα μόδας Tommy Hilfiger και Calvin Klein παραβιάζει, σύμφωνα με το Πεκίνο, τον νόμο | Shutterstock/Robert Way
Επικαιρότητα

Γιατί ο Calvin Klein μπήκε στο στόχαστρο της Κίνας

Το Πεκίνο ανακοίνωσε τη διεξαγωγή έρευνας, κατηγορώντας τη διάσημη εταιρεία ειδών ρουχισμού για «εισαγωγή μέτρων διάκρισης» κατά των τοπικών εταιρειών παραγωγής βαμβακιού, και ειδικότερα της επαρχίας Σιντζιάνγκ
Protagon Team

Δεν της έφταναν οι εμπορικές κόντρες με τις εταιρείες της Δύσης που έχουν επιφέρει υψηλούς δασμούς στα προϊόντα της, τώρα η Κίνα ανοίγει μέτωπο και με την εταιρεία που κατέχει τα αμερικανικά εμπορικά σήματα μόδας Tommy Hilfiger και Calvin Klein, για «μέτρα που εισάγουν διακρίσεις» κατά του βαμβακιού της επαρχίας Σιντζιάνγκ.

Σύμφωνα με δημοσίευμα του BBC, η κίνηση σηματοδοτεί μια νέα προσπάθεια του Πεκίνου να αντισταθεί σε ισχυρισμούς Δυτικών αξιωματούχων και ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, σύμφωνα με τους οποίους το βαμβάκι και άλλα προϊόντα στην περιοχή παράγονται μέσω καταναγκαστικής εργασίας μελών της μειονότητας των Ουιγούρων.

Οι ΗΠΑ έχουν απαγορεύσει τις εισαγωγές από την περιοχή το 2021, επικαλούμενες αυτές τις ανησυχίες. Το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου κατηγορεί την εταιρεία Phillips-Van Heusen Corporation (PVH) ότι «μποϊκοτάρει το βαμβάκι της Σιντζιάνγκ και άλλα προϊόντα της περιοχής, με αβάσιμες κατηγορίες».

Η PVH, η οποία κατέχει τις δύο μάρκες και έχει σημαντική παρουσία στην Κίνα καθώς και στις ΗΠΑ, ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε επαφή με τις κινεζικές αρχές. Εχει στη διάθεσή της 30 ημέρες για να δώσει απαντήσεις στους κινέζους αξιωματούχους πριν προστεθεί στη λίστα των «αναξιόπιστων οντοτήτων» της χώρας, αυξάνοντας έτσι την προοπτική περαιτέρω ποινών εναντίον της.

«Με βάση την πολιτική της εταιρείας, η PVH διατηρεί αυστηρά τη συμμόρφωσή της με όλους τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς, σε όλες τις χώρες και τις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιούμαστε» αναφέρει η εταιρεία. «Βρισκόμαστε σε επικοινωνία με το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου και θα απαντήσουμε σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς».

Την Τετάρτη, ένας αξιωματούχος του υπουργείου Εμπορίου της Κίνας αρνήθηκε ότι η έρευνα συνδέεται με τα σχέδια των ΗΠΑ να απαγορεύσουν ορισμένες κινεζικές τεχνολογίες ηλεκτρικών οχημάτων. «Η Κίνα χειριζόταν πάντα το θέμα της λίστας των αναξιόπιστων οντοτήτων με σύνεση, στοχεύοντας μόνο έναν πολύ μικρό αριθμό ξένων εταιρειών που υπονομεύουν τους κανόνες της αγοράς και παραβιάζουν τους κινεζικούς νόμους» ανέφερε.

Ο αξιωματούχος πρόσθεσε ότι «οι έντιμες και νομοταγείς ξένες οντότητες δεν έχουν λόγο να ανησυχούν». Ο Κάλεν Χέντριξ, ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Πίτερσον –μια δεξαμενή σκέψης για θέματα οικονομίας με έδρα την Ουάσινγκτον– λέει στο BBC ότι δεν είναι σαφές τι ακριβώς ώθησε την έρευνα εναντίον της PVH αυτή τη χρονική στιγμή.

Ωστόσο, ισχυρίζεται ότι η ανακοίνωση είναι πιθανό να βλάψει τη φήμη της εταιρείας στις τάξεις των κινέζων αγοραστών – και να στείλει μια ευρύτερη προειδοποίηση στις διεθνείς εταιρείες για τους κινδύνους που ελλοχεύουν αν υποκύψουν στις Δυτικές ανησυχίες. «Η Κίνα, ως έναν βαθμό, ασκεί πιέσεις και υπενθυμίζει, όχι απαραίτητα στις Δυτικές κυβερνήσεις, αλλά στις Δυτικές εταιρείες, ότι οι ενέργειές τους έχουν συνέπειες» λέει χαρακτηριστικά.

Συμπληρώνει ότι «αυτό το ίδιο είδος τακτικής, να εκθέτουν δηλαδή ονομαστικά τις εταιρείες, την οποία έχουν χρησιμοποιήσει και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Δύση, μπορεί εδώ να εργαλειοποιηθεί». Η έρευνα για την PVH έρχεται καθώς οι εντάσεις μεταξύ Κίνας και Δύσης αυξάνονται σε μια σειρά ζητημάτων, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, αλλά και ο τομέας της βιομηχανικής κατασκευής.

Μόλις την περασμένη Δευτέρα οι ΗΠΑ πρότειναν κανονισμούς για την απαγόρευση της χρήσης συγκεκριμένων τεχνολογιών στα κινεζικά και ρωσικά αυτοκίνητα, επικαλούμενες απειλές για την ασφάλειά τους. Η Κίνα έχει στο παρελθόν συμπεριλάβει αμερικανικές εταιρείες στη λίστα με τις αναξιόπιστες οντότητες – την οποία δημιούργησε την ώρα που οι εμπορικές εντάσεις μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον αυξάνονταν.

Οι εταιρείες αυτές περιλαμβάνουν κυρίως σημαντικούς αμυντικούς εργολάβους, όπως η Lockheed Martin και η Raytheon – εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ταϊβάν. Η απόφαση στόχευσης της PVH –μιας αμερικανικής εταιρείας που απευθύνεται σε καταναλωτές– δείχνει ότι οι διαφωνίες μεταξύ των δύο χωρών διευρύνονται πέρα ​​από τομείς όπως η άμυνα και οι προηγμένες τεχνολογίες.

Στην ετήσια έκθεσή της η PVH προειδοποίησε τους επενδυτές για κινδύνους απώλειας εσόδων και υστεροφημίας, που απορρέουν από τη μάχη γύρω από την επαρχία Σιντζιάνγκ. Σημείωσε ότι το θέμα είχε «υποβληθεί σε σημαντικούς ελέγχους και δικαστικές διαμάχες στην Κίνα, στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, με αποτέλεσμα να ασκηθεί κριτική κατά πολυεθνικών εταιρειών όπως η δική μας».

Η εταιρεία εμφανιζόταν το 2020 σε μια λίστα του Ινστιτούτου Στρατηγικής Πολιτικής της Αυστραλίας με δεκάδες εταιρείες που φέρονται να επωφελούνταν από καταχρήσεις εργασίας στο Σιντζιάνγκ. Τότε η PVH είχε αναφέρει ότι λαμβάνει σοβαρά τις κατηγορίες και θα αντιμετωπίσει το θέμα. Η εταιρεία απασχολεί πάνω από 29.000 εργαζομένους παγκοσμίως, ενώ περισσότερο από το 65% των πωλήσεών της γίνονται εκτός των ΗΠΑ.