Η διαμάχη γύρω από τον Ομηρο εξακολουθεί να απασχολεί τους μελετητές, όπως ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ | Getty/ MET/ Creative Protagon
Επικαιρότητα

«Γιατί λέω ότι ο Ομηρος υπήρξε»

Ενας μόνο δημιουργός ή πολλοί αοιδοί χωρίς όνομα; Ο διακεκριμένος βρετανός κλασικιστής και ιστορικός Ρόμπιν Λέι Φοξ δίνει τη δική του απάντηση: ο Ομηρος όχι μόνον ήταν υπαρκτό πρόσωπο αλλά υπήρξε επίσης ο εμπνευστής ενός πρωτοφανούς, έως τότε, λογοτεχνικού είδους, του έπους
Protagon Team

«Είναι καλύτερο να διαβάσει κανείς πρώτα την “Ιλιάδα” του Ομήρου ή το “Ο Ομηρος και η Ιλιάδα” του Ρόμπιν Λέιν Φοξ; Να προσεγγίσει πρώτα το έργο αυτό καθαυτό και μετά το εντυπωσιακό και περιληπτικό δοκίμιο που αφιέρωσε ο βρετανός κλασικιστής στο έπος; Με άλλα λόγια, είναι προτιμότερη η αφελής, απαίδευτη ανάγνωση ενός αριστουργήματος, μέσω της οποίας το αρχέγονο μεγαλείο του μπορεί να γίνει κατανοητό μόνον διαισθητικά ή η προετοιμασία του εδάφους μέσω της ανάγνωσης ενός προκαταρκτικού κειμένου, ώστε να εκτιμηθούν καλύτερα οι υπαινιγμοί και η εξέλιξή του έργου;», διερωτάται η Μαργκερίτα Μαρβούλι της Corriere della Sera, γράφοντας για το «Homer and his Iliad», το νέο βιβλίο του διακεκριμένου βρετανού κλασικιστή και ιστορικού, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε και στην Ιταλία (η ελληνική μετάφραση αναμένεται εντός του 2025).

Η ιταλίδα δημοσιογράφος αναγνωρίζει ότι η ίδια δεν είναι σε θέση να απαντήσει στα ερωτήματα που θέτει. Από το αδιέξοδο, ωστόσο, τη βγάζει ο διττός και σπάνιος χαρακτήρας του έργου του Λέιν Φοξ, καθώς αφενός είναι μια αναλυτική μελέτη του μεγάλου αινίγματος που εξακολουθεί να αποτελεί ο Ομηρος και αφετέρου αποτελεί ένα παθιασμένο κάλεσμα για την ανάγνωση της «Ιλιάδας», την οποία ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «το πιο σημαντικό επικό ποίημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (…) ανώτερο ακόμη και από την “Οδύσσεια”».

Το «Ο Ομηρος και η Ιλιάδα» δεν προϋποθέτει γνώση του έργου από τον αναγνώστη, ωστόσο τον κάνει να θέλει να το διαβάσει ενώ το πρωτότυπο κείμενο τον παραπέμπει πίσω στο βιβλίο του πολυγραφότατου ελληνιστή για διευκρινίσεις και επεξηγήσεις.

Edward Sheffield Bartholomew: Ο τυφλός Ομηρος καθοδηγούμενος από την ποίηση (New York Metropolitan Museum of Art / Puplic Domain)

Οπως γράφει η δημοσιογράφος της Corriere, «στην παγκόσμια λογοτεχνία δεν υπάρχει τίποτα συγκρίσιμο με τα ομηρικά έπη», για πολλούς λόγους, περιλαμβανομένου και του αποκαλούμενου ομηρικού ζητήματος. «Δεν αμφισβητείται μόνο η ταυτότητα του δημιουργού τους, αλλά ακόμη και η ίδια η ύπαρξή του. Το ομηρικό ζήτημα μοιάζει με το παράδοξο του Αχιλλέα και της χελώνας: όσο προσεγγίζεται το αντικείμενο της έρευνας, τόσο περισσότερο ξεφεύγει. Ο Ομηρος είναι πάντα ένα βήμα μπροστά μας», αναφέρει χαρακτηριστικά η Μαργκερίτα Μαρβούλι.

Μας πληροφορεί ότι τους όρους της συζήτησης –όσον αφορά την ταυτότητα του Ομήρου και την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξή του– έθεσε πρώτος, πριν από πολλούς αιώνες, ο Ιώσηπος Φλάβιος, εβραίος ιστορικός του 1ου αιώνα μ.Χ.: «Είναι ομόφωνα παραδεκτό ότι μεταξύ των Ελλήνων δεν υπάρχει ίχνος γραφής πριν από τα ποιήματα του Ομήρου. Μάλιστα λέγεται ότι ούτε εκείνος άφησε τα έργα του σε γραπτή μορφή, πως μεταδίδονταν και τραγουδιόνταν από μνήμης και μόνον αργότερα συντέθηκε μια γραπτή εκδοχή αυτών των επών και ότι αυτό εξηγεί τις πολλές αντιφάσεις που εντοπίζονται σε αυτά» (Κατά Απίωνος, Ι,12). Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, η κωδικοποίηση των ποιημάτων έγινε στην Αθήνα τον 6ο αιώνα χάρη στον τύραννο Πεισίστρατο, ο οποίος «λέγεται ότι ήταν ο πρώτος που συνέταξε τα βιβλία του Ομήρου» (Κικέρων, Περί του ρήτορος, III, 137).

Ανά τους αιώνες προέκυψαν δύο ερμηνευτικές τάσεις: οι ενωτικοί, οι οποίοι αποδίδουν τα ομηρικά έπη σε μία ποιητική διάνοια και τις όποιες ασυνέπειες σε μεταγενέστερες παρεμβάσεις και οι αναλυτικοί, που χαρακτηρίζουν τις ίδιες ασυνέπειες ως απόδειξη της στρωματικής φύσης των τελικών κειμένων, τα οποία διαμορφώθηκαν σταδιακά μέσω της προφορικής μετάδοσης των επών από γενιά σε γενιά.

Σύμφωνα με τον ναπολιτάνο στοχαστή του 18ου αιώνα Τζαμπατίστα Βίκο, πρώτο θεωρητικό της προφορικής υπόθεσης, «τα ελληνικά φύλα ήταν αυτός ο Ομηρος» (Discoverta del vero Omero, 1730). Σε αυτό το πλαίσιο, όπως συνοψίζει η Μαργκερίτα Μαρβούλι, ο ποιητής μετατρέπεται σε ιδέα, πλασματική ενσάρκωση μιας συλλογικής μνήμης, η οποία κάποια στιγμή αποκρυσταλλώθηκε χάρη σε ανώνυμους «εγγράμματους ποιητές». Οπότε ο Ομηρος εξαφανίζεται στο παρασκήνιο, υποβιβάζεται σε «φανταστικό πρόγονο» μιας σχολής βάρδων, των Ομηρίδων (Gilbert Murray, Origins of the Greek Epic, 1907). Πιο πρόσφατα η εν λόγω, αναλυτική, ερμηνεία υποστηρίχθηκε και από συγκριτικές ανθρωπολογικές μελέτες σχετικά με άλλες σωζόμενες προφορικές παραδόσεις.

Το πρωτοφανές λογοτεχνικό είδος του έπους

Ωστόσο σύμφωνα με τον Ρόμπιν Λέιν Φοξ, όπως υποστηρίζει στο βιβλίο του, ο Ομηρος όχι μόνον ήταν υπαρκτό πρόσωπο αλλά υπήρξε επίσης ο εμπνευστής ενός πρωτοφανούς, έως τότε, λογοτεχνικού είδους: του έπους. Γύρω από αυτή την πεποίθηση ο διακεκριμένος μελετητής δομεί τη δική του θεωρία για το πώς, πού και πότε συντέθηκε η «Ιλιάδα».

Από τα επιχειρήματα που παραθέτει προς επίρρωση της θέσης του, η Μαργκερίτα Μαρβούλι, εστιάζει την προσοχή της σε αυτό που θεωρεί πως συμπυκνώνει τον «ευαίσθητο πυρήνα» της ενωτικής θεωρίας: «κάτι μέσα μας αντιστέκεται στην αμφισβήτηση της πατρότητας της Ιλιάδας», γράφει.

Οσο για την άποψη του Λέιν Φοξ, «υπάρχει μια πτυχή του ποιήματος που αμφισβητεί όλες τις θεωρίες σχετικά με την αποσπασματική προέλευσή του και την ελάχιστη σημασία του Ομήρου: η “Ιλιάδα” ξεκινά το δέκατο έτος του Τρωικού Πολέμου και η δράση της διαρκεί συνολικά πενήντα ημέρες». Οποιος το συνέθεσε, οπότε, περιορίζεται σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα «ενός δεκαετούς πολέμου στο πλαίσιο του οποίου είχαν διεξαχθεί αμέτρητες μάχες στις οποίες μετείχαν εκατοντάδες ήρωες».

Για να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα, «χρησιμοποιεί επιδέξια δύο μεθόδους, τα άλματα στο παρελθόν και τις προβλέψεις για το μέλλον – των οποίων θα μπορούσε ακόμη και να είναι ο επινοητής και τις εντάσσει στους διαλόγους των πρωταγωνιστών». Αυτό το «μείγμα αφηγηματικής πύκνωσης και πληρότητας, σε συνδυασμό με προσεκτικό έλεγχο παρελθόντων και μελλοντικών γεγονότων, δεν είναι εύκολα συμβατό με θεωρίες περί αποσπασματικής σύνθεσης του ποιήματος».

Επομένως «η ιστορία που αφηγείται είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να οριστεί ως πλοκή», το οποίο καταδεικνύει «την ύπαρξη του χεριού ενός μόνο ποιητή που καθοδηγεί την εξέλιξη», ενός χεριού που «ξέρει πολύ καλά πού θέλει να πάει». Από αυτήν την άποψη είναι η δομή του ποιήματος αυτή που αποκαλύπτει τη γένεσή του: σύμφωνα με τον Λέιν Φοξ, ο Ομηρος μπορεί να θεωρηθεί ο δημιουργός ενός λογοτεχνικού είδους που καθιστά την πλοκή ζωτική του ουσία, μιας «αφηγηματικής τεχνικής» τόσο χαρακτηριστικής που καθίσταται τυπολογική ενός λογοτεχνικού είδους το οποίο οι ίδιοι οι Ελληνες το όρισαν ως «επικό».

Αλλά οι ενωτικές υποθέσεις, παρότι είναι οι πιο θερμά υποστηριζόμενες, δεν είναι απαλλαγμένες από γκρίζες ζώνες: ο ίδιος ο Λέιν Φοξ εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι στην «Ιλιάδα» υπάρχουν δύο «αξιοσημείωτες εξαιρέσεις» –η 10η ραψωδία (η λεγόμενη Δολώνεια) και ο κατάλογος των πλοίων στη 2η δεύτερη ραψωδία– που ξεφεύγουν από τα δομικά πλαίσια του ποιήματος και δεν πρέπει να αποδίδονται στον Ομηρο.

Επομένως, εάν «είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η ενότητα της σύλληψης ενός έργου συνεπάγεται την ύπαρξη ενός μόνο συγγραφέα, είναι επίσης αλήθεια ότι η υπόλοιπη πλοκή της “Ιλιάδας” είναι τόσο διάσπαρτη με αντιστοιχίες που είναι επίσης ξεκάθαρο ότι πίσω από τη σύλληψή της υπάρχει το χέρι ενός και μόνο ποιητή. Ο τελευταίος είναι σίγουρα ένα άτομο, ένας “αυτός”, όχι μια μακρά απρόσωπη παράδοση».

Η διαμάχη γύρω από τον Ομηρο εξακολουθεί να απασχολεί τους μελετητές εδώ και αιώνιες, κυρίως επειδή κανένα κείμενο δεν έχει θεμελιώδη αξία αντίστοιχη με την αξία των δύο έργων που του αποδίδονται. Πράγματι, στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου διαλόγου ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να ανάγουν ορισμένες από τις παθογένειες της σύγχρονης εποχής (όπως ο σεξισμός και ο ρατσισμός) στον Ομηρο και στην εποχή του, ωσάν, μαζί με την εκδοχή του μύθου, να είχαμε κληρονομήσει επίσης αξίες, μοντέλα, νοητικά σχήματα που χρονολογούνται από τον 8ο αιώνα π.Χ. και τα οποία, επιπλέον, συχνά παραπέμπουν σε μια ακόμη προγενέστερη κοινωνία, τη μυκηναϊκή.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου του Λέιν Φοξ είναι αφιερωμένο σε αυτές τις αξίες και τα πρότυπα, με τον καταξιωμένο ελληνιστή να εισέρχεται στον πυρήνα του περιεχομένου του ποιήματος, επιδιώκοντας να απαντήσει σε ένα άλλο ερώτημα, λιγότερο φιλολογικό αλλά εξίσου σαγηνευτικό: «γιατί η “Ιλιάδα” εξακολουθεί να ασκεί τέτοια έλξη;».

Η ανάλυση της ηθικής των ηρώων και της λατρείας του πολέμου συνοδεύεται, επομένως, από μια εκτενή περιγραφή των «παράλληλων κόσμων» (γυναίκες, θεοί, φύση) σε σχέση με την κύρια δράση, κόσμοι οι οποίοι καταρρίπτουν την κοινή γνώμη σύμφωνα με την οποία το ποίημα μιλάει «μόνο για άνδρες που πολεμούν και σκοτώνουν».

Μέσω της ιστορίας αυτών των κόσμων ο Λέιν Φοξ επιδιώκει να εξηγήσει τη σαγήνη της «Ιλιάδας», μια σαγήνη που είναι τόσο μοιραία όσο και ανεξήγητη για τον πολιτισμό μας. «Αυτός είναι ο λόγος που ο σύγχρονος Αχιλλέας μας δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να κυνηγάει πεισματικά μια άφθαστη χελώνα», καταλήγει η Μαργκερίτα Μαρβούλι.

Ποιος είναι ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ 

Εγνωσμένου κύρους κλασικιστής και ιστορικός του αρχαίου κόσμου, ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ είναι ομότιμος καθηγητής στο New College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Από τα πολλά του έργα ξεχωρίζει η μνημειώδης βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πάνω στην οποία βασίστηκε ο Ολιβερ Στόουν για να γυρίσει τον «Αλέξανδρό» του. Οποτε ευκαιρεί, ο βρετανός ακαδημαϊκός αρθρογραφεί στους Financial Times περί… κηπουρικής.