Είναι αναμφισβήτητα μια από τις σπουδαιότερες ταινίες της χρονιάς. Είναι το μιούζικαλ που ενθουσιάζει ακόμα κι εκείνους που απεχθάνονται τα μιούζικαλ. Είναι ένα μεταμοντέρνο μιούζικαλ, γεμάτο αντιθέσεις.
Ενώ περιμένεις να δεις ένα χαρούμενο ρομάντζο, τελικά βλέπεις όλο το δράμα της αληθινής ζωής. Ενώ περιμένεις να δεις εξωπραγματικά άρτιες χορευτικές φιγούρες, τελικά βλέπεις άρτιες χορογραφίες και άρτιες εκτελέσεις σε απολύτως ρεαλιστικό στιλ. Ενώ περιμένεις να ακούσεις ρομαντικά τραγούδια με χαζούς στίχους, διαβάζεις τους υπότιτλους, και βλέπεις μπροστά σου μικρά ποιήματα. Με λίγα λόγια αυτή η ταινία αναβλύζει ταλέντο και αποφασιστικότητα για τη δημιουργία ενός σπουδαίου αποτελέσματος. Κι αυτό το σέβεσαι – ακόμη κι αν τελικά το αποτέλεσμα δεν είναι του γούστου σου.
Αφού λοιπόν με το που προβλήθηκε, το «La La Land» ενθουσίασε κοινό και κριτικούς –μάλιστα οι πιο πολιτικοποιημένοι, είπαν πως αυτό το μιούζικαλ είναι το δίωρο απόδρασης από την τρομακτική πραγματικότητα του Ντόναλντ Τραμπ–, αφού απέσπασε επτά Χρυσές Σφαίρες –τις περισσότερες που πήρε ποτέ ταινία–, αφού κέρδισε 14 υποψηφιότητες για Οσκαρ –όσες είχαν μόνο ο «Τιτανικός» (1997) και το «Όλα για την Ευα» (1950)–, τώρα περνάει τη φάση των επικρίσεων.
Τώρα, που όλα τα καλά έχουν γραφτεί για το εντυπωσιακό αριστούργημα του 31χρονου Ντέμιεν Σαζέλ, και που κάτι πρέπει να γράφεται διαρκώς, μέχρι την απονομή των Οσκαρ στις 26 Φεβρουαρίου, τώρα αρχίζει η αποδόμηση. Πρόδηλος ρατσισμός, αδιαφορία για τη διαφορετικότητα, ασυγχώρητες παραλήψεις για θεμελιώδεις αρχές της τζαζ, φαλλοκρατισμός, κρυφο-τραμπισμός… λάθη.
Εναρκτήριο λάκτισμα για τη διατύπωση των πιο πάνω στάθηκε η πρόσφατη απονομή των Βραβείων του Σωματίου των Ηθοποιών. Σε αυτή τη διοργάνωση το «La La Land» δεν συγκαταλεγόταν καν στις υποψηφιότητες για την Ταινία με τις Καλύτερες Ερμηνευτικές Επιδόσεις. Σε αυτή την κατηγορία βραβεύτηκαν οι «Αφανείς Ηρωίδες» (2016) – η ιστορία μίας ομάδας αφροαμερικανίδων μαθηματικών οι οποίες έπαιξαν ζωτικής σημασίας ρόλο στη NASA τα πρώτα χρόνια του Διαστημικού Προγράμματος.
Εδώ να θυμίζουμε και τη φασαρία που είχε γίνει πέρσι στα Οσκαρ για την απουσία μαύρων καλλιτεχνών από τις υποψηφιότητες. Το Σωματείο των Ηθοποιών φέτος, αν μη τι άλλο, έκανε πολιτικά ορθές επιλογές – ειδικά μέσα στο αντι-ρατσιστικό, αντι-τραμπικό κλίμα, που δεσπόζει τον κλάδο, αν κρίνουμε από τις αναρτήσεις ηθοποιών και λοιπών στα social media.
Ας δούμε λοιπόν επιγραμματικά για ποια σφάλματα κατηγορείται τις τελευταίες ημέρες το «La La Land» και πόσο αυτά μπορούν να του στερήσουν λίγα ή πολλά Οσκαρ.
1.Λανθασμένη προσέγγιση της τζαζ
Οι επικριτές της ταινίας στην ιστοσελίδα Vulture λένε ότι το σενάριο είναι μακριά νυχτωμένο από τη σύγχρονη πραγματικότητα της τζαζ. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας λευκός μουσικός που λατρεύει τη τζαζ και θέλει να ανοίξει ένα μπαρ όπου θα παίζει αυτή τη μουσική στην παλιά καλή εκδοχή της – ώστε αυτή να μη χαθεί. Αντίθετα, η τάση στους νέους τζαζίστες σήμερα, στους πιο «τζαζ-σνομπ» (σ.σ. έτσι χαρακτηρίζονται οι φανατικοί) είναι ο «εκσυγχρονισμός» της, η εξέλιξή της, διότι κατά τη γνώμη τους αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να μη χαθεί, το συγκεκριμένο, όπως και κάθε, μουσικό είδος.
2.Λάθος χρώμα και κρυφο-τραμπισμός
Σύμφωνα με την κριτική που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα MTV News, το «La La Land» αποτελεί το λευκό αφήγημα της τζαζ. Ο συντάκτης του άρθρου λέει ότι η τζαζ είναι κατ’εξοχήν μαύρη μουσική. Δεν μπορείς λοιπόν, ως σκηνοθέτης, να βάζεις στην ταινία έναν λευκό, να υποδυθεί τον επίδοξο σωτήρα της μαύρης μουσικής. Και επιπλέον να μην αναφέρεις καν τον ρόλο των μουσικών θρύλων της τζαζ, στον αγώνα των μαύρων για τα ίσα δικαιώματα…
Στην ιστοσελίδα IndieWire η κριτική θεωρεί φάουλ την επιλογή του μαύρου μουσικού Τζον Λέτζεντ, για τον ρόλο του «προδότη» τζαζίστα, ο οποίος μπασταρδεύει την καθαρόαιμη τζαζ για εμπορικούς λόγους. Δεν πείθει καθόλου, ο «προδότης» να είναι μαύρος και ο «επίδοξος σωτήρας» να είναι λευκός.
Άλλη κριτική, στην ιστοσελίδα Paste επισημαίνει πως το είδος του «λευκού» μιούζικαλ που εκπροσωπεί το «La La Land», κατά τα πρότυπα του παλιού καλού μεγαλειώδους και «λευκού» Χόλιγουντ, και η απενοχοποίηση της νοσταλγίας, παραπέμπουν στην προεκλογική καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ. Ο οποίος έπεισε τους λευκούς φτωχούς αμερικανούς να τον ψηφίσουν, ως νοσταλγός της παλιάς μεγάλης Αμερικής με το σλόγκαν «Let’s make America great again» (Ας κάνουμε την Αμερική, πάλι μεγάλη).
3.Πουθενά ούτε ένας γκέι
Σύμφωνα με την κριτική στο IndieWire άλλη σοβαρή παράληψη του σεναρίου είναι η παντελής έλλειψη ενός γκέι ήρωα, σε όλη την ταινία. Αυτό θεωρείται ατόπημα, από τον συντάκτη, πρώτον διότι παραβλέπεται έτσι ένα σημαντικό κομμάτι της καλλιτεχνικής ζωής του Λος Αντζελες (όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση της ταινίας) και δεύτερον επειδή με μια τέτοια παράλειψη σε μία ταινία τόσο πολλών αξιώσεων υπονομεύεται ο σεβασμός στη διαφορετικότητα – πράγμα επικίνδυνο αυτή την εποχή στις ΗΠΑ.
4.Υποβάθμιση της γυναίκας
Η κριτική στην ιστοσελίδα LAReviewOfBooks αναφέρει πως η πρωταγωνίστρια του «La La Land» σχεδόν χειραγωγείται, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, από τον άνδρα της υπόθεσης. Εκείνος πηγαίνει στη δουλειά της να της ζητήσει ραντεβού, εκείνος την εισαγάγει στη τζαζ, εκείνος την πηγαίνει να δουν το «Επαναστάτης χωρίς αιτία» (παρά το γεγονός πως εκείνη είναι ηθοποιός και θεωρητικά, σινεφίλ). Επίσης εκείνος την παροτρύνει να συνεχίσει την προσπάθεια και τελικά χάρη σ΄αυτόν η ηρωίδα γίνεται σταρ.
Αυτά πάνω κάτω έχουν γραφτεί μέχρι τώρα για το μεγάλο φαβορί των Οσκαρ. Κουβέντα να γίνεται; Κομπλεξικοί ξερολισμοί; Υπερευαισθησία εξαιτίας του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος στις ΗΠΑ; Υπενθύμιση του περσινού λάθους στα Οσκαρ όπου αδικήθηκαν οι μαύροι καλλιτέχνες; Απλώς κακό timing; Πιθανόν. Οχι πάντως, πως αποκλείεται τελικά η ταινία να χάσει στα Οσκαρ. Εξάλλου υπάρχει ανάλογο προηγούμενο: το «Πορφυρό χρώμα» (1985), του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Στην ταινία πρωταγωνιστεί η Γούπι Γκόλντμπεργκ και η υπόθεση αφορά μια μαύρη γυναίκα, κακοποιημένη από τον πατέρα της, η οποία προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της, 40 χρόνια μετά. Το θέμα αφορά μαύρους και πολλοί από τους υποψήφιους ήταν μαύροι, αλλά τότε τα περί σεβασμού της διαφορετικότητας, δεν ήταν τόσο της μόδας. Το «Πορφυρό χρώμα», λοιπόν, είχε 11 υποψηφιότητες για Οσκαρ. Και τελικά δεν πήρε ούτε ένα! Φαντάζεστε να γίνει το ίδιο και με το «La La Land», λόγω… «λευκότητας»; Θα το δούμε στις 26 Φεβρουαρίου. Μέχρι τότε η ταινία θα γεμίζει τις αίθουσες και θα δικαιώνει τους δημιουργούς της.