Η Ιταλία έχει αλλάξει 70 κυβερνήσεις σε 77 χρόνια. Η Βρετανία θα αποκτήσει πέμπτο πρωθυπουργό σε εξίμισι περίπου χρόνια και ο Economist υπογράμμισε το γεγονός με τον τίτλο «Welcome to Britaly», περιγράφοντας την πρωτοφανή πολιτική αστάθεια στη χώρα μετά την απόφαση των πολιτών της για το Brexit, το 2016.
Πριν από τα πρώτα συμπεράσματα των αναλυτών, έχει ενδιαφέρον η αλληλουχία των προσώπων. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2022, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, η βασίλισσα Ελισάβετ Β’ διόρισε και επίσημα πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου τη Λιζ Τρας.
Συνολικά, κατά τα τελευταία έξι (και κάτι) χρόνια της ζωής της, η βασίλισσα γνώρισε και συνυπήρξε με τέσσερις πρωθυπουργούς: τον Ντέιβιντ Κάμερον, που παραιτήθηκε στις 24 Ιουνίου 2016, μετά από το δημοψήφισμα στο οποίο οι Βρετανοί αποφάσισαν υπέρ του Brexit, την Τερέζα Μέι, την οποία διόρισε στις 13 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, τον Mπόρις Τζόνσον, τον οποίο υποδέχθηκε μετά την εκλογική του νίκη στις 24 Ιουλίου 2019, και τελευταία, τη Λιζ Τρας, που παραιτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου, ενάμισι μήνα μετά τον θάνατο της βασίλισσας. Ο πέμπτος πρωθυπουργός της Βρετανίας μέσα σε εξίμισι χρόνια θα λάβει πλέον τις ευλογίες του γιου της, βασιλιά Καρόλου Γ’.
Με τον εύγλωττο τίτλο «Welcome to Britaly», λοιπόν, ο Economist, λίγες μόνο ώρες πριν από την παραίτηση της Τρας, περιέγραψε μια χώρα που ταλανίζεται από την πολιτική αστάθεια και το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης και κατέληξε υποταγμένη στις αγορές ομολόγων.
Το νεοθατσερικό πείραμα της Τρας απέτυχε παταγωδώς. Στηρίχθηκε εν πολλοίς στην ιδεολογία που εκφράστηκε στο βιβλίο Britannia Unchained που κυκλοφόρησε το 2012 και το οποίο συνέγραψε η Τρας μαζί με άλλους Συντηρητικούς βουλευτές, όπως ο Κουάσι Κουαρτένγκ. Πρόκειται για τον άνθρωπο που επέλεξε για υπουργό Οικονομικών και μετά τον καρατόμησε μόλις είδε την αντίδραση των αγορών και του ΔΝΤ στον μίνι προϋπολογισμό που κατήρτισαν μαζί. Παρότι ο προϋπολογισμός εξέφραζε την ιδεολογία τους καθώς προέβλεπε μεταξύ άλλων γενναία μείωση φόρων (κυρίως για τους πλούσιους).
Το τελευταίο, σύντομο κυβερνητικό κεφάλαιο, προστέθηκε στην αλληλουχία των παρενεργειών του Brexit, το οποίο επέλεξαν με την ψήφο τους οι Βρετανοί σε μια περίοδο έξαρσης του λαϊκισμού διεθνώς. Παρενέργειες που «ενώθηκαν» με τις υφιστάμενες παθογένειες της χώρας, που προϋπήρχαν του Brexit. Η ειρωνεία της τύχης, όπως θύμισε ο Economist, είναι ότι Τρας και Κουαρτένγκ προειδοποιούσαν στο κοινό πόνημα του 2012 ότι η Βρετανία δεν έπρεπε να γίνει Ιταλία…
«Διογκωμένες υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, χαμηλή ανάπτυξη, χαμηλή παραγωγικότητα: τα προβλήματα της Ιταλίας και άλλων χωρών της Νότιας Ευρώπης ήταν παρόντα και στη Βρετανία. Δέκα χρόνια αργότερα, στην αποτυχημένη προσπάθειά τους να χαράξουν ένα διαφορετικό μονοπάτι, η Τρας και ο Κουαρτένγκ βοήθησαν να γίνει η σύγκριση αναπόφευκτη. Η Βρετανία εξακολουθεί να πλήττεται από την απογοητευτική ανάπτυξη και την περιφερειακή ανισότητα. Αλλά παραμένει, επίσης, δέσμια της χρόνιας πολιτικής αστάθειας και βρίσκεται υπό την πίεση των αγορών ομολόγων», σχολίασε το έγκυρο περιοδικό.
Το Συντηρητικό Κόμμα, το οποίο ξόδεψε τα τελευταία έξι χρόνια κυνηγώντας το «όνειρο» της ενισχυμένης βρετανικής ανεξαρτησίας, μετά το Brexit, κατέληξε να χάσει τον έλεγχο. Είναι ενδεικτικό ότι από τον Ιούλιο η Βρετανία μετράει τέσσερις υπουργούς Οικονομικών.
Την Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου, ο πρώην υπουργός Οικονομικών Κουάσι Κουαρτένγκ –ο πρώτος που επέλεξε η Τρας– ανακοίνωνε μειώσεις φόρων ύψους 45 δισ. στερλινών. Η στερλίνα σημείωσε αμέσως ελεύθερη πτώση, φθάνοντας τη Δευτέρα, 26 Σεπτεμβρίου στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 1,0327 δολαρίου.
Την επόμενη ημέρα, η απόδοση για το πενταετές ομόλογο της Βρετανίας ανήλθε στο 4,6%, πιο πάνω από αυτές της Ιταλίας και της Ελλάδας. Και την ίδια ημέρα, το ΔΝΤ παρενέβη με ανακοίνωσή του στην εσωτερική οικονομική πολιτική της χώρας –κάτι πολύ σπάνιο για μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο– λέγοντας ότι ο «μίνι προϋπολογισμός» που κατήρτισαν ήταν προς λάθος κατεύθυνση. Δεν πέρασε ένας μήνας και ήδη Τρας και Κουαρτένγκ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν στις θέσεις τους.
Οπως είναι γνωστό, η πολιτική σταθερότητα αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Κάπου εκεί εντοπίζεται άλλη μια αναλογία με την Ιταλία, όπου οι συνεχείς εναλλαγές κυβερνήσεων έχουν διαχρονικές επιπτώσεις στον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Δεν φταίει μόνο το Brexit
Πέρα από τις διαπιστώσεις αυτές, αναλύσεις όπως εκείνη του The Atlantic προσθέτουν και μια άλλη διάσταση, σύμφωνα με την οποία η κακοδαιμονία της χώρας δεν είναι ένα γραμμικό απότοκο του Brexit. Οπως σημειώνει η ιστοσελίδα του επίσης έγκριτου αμερικανικού περιοδικού, τα πράγματα θα ήταν πιο απλά αν έφταιγε μόνο το Brexit, καθώς, ακόμη και πριν η Βρετανία αποχωρήσει από την Eυρωπαϊκή Eνωση, η μισή χώρα βρισκόταν σε καθοδική οικονομική τροχιά.
«Με απλά λόγια, τα πράγματα ήταν άσχημα στη Βρετανία πολύ πριν η πρωθυπουργός Λιζ Τρας ανατινάξει την οικονομία. Ηταν άσχημα πριν έρθει στην εξουσία ο Μπόρις Τζόνσον και πριν αναλάβει η Τερέζα Μέι. Και ήταν άσχημα πολύ πριν η χώρα ψηφίσει υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ, τον Ιούνιο του 2016. Πράγματι, ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ ήταν επειδή τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Η αλήθεια είναι ότι η οικονομία της Βρετανίας δυσκολεύεται να ανακάμψει από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε το 2008», σχολίασε το The Atlantic.
Από την άλλη πλευρά, παραδέχθηκε ότι το να προσποιείται κανείς ότι το Brexit δεν έχει καμία σχέση με τα σημερινά δεινά της χώρας είναι λάθος. Διότι, για παράδειγμα, περίπου το ήμισυ της γιγαντιαίας δημοσιονομικής τρύπας που υπάρχει σήμερα ως αποτέλεσμα της μοιραίας απόφασης της Τρας για τη μείωση των φόρων, αποδίδεται στη (μόνιμα) χαμηλότερη πρόβλεψη για την οικονομική ανάπτυξη που οφείλεται στο Brexit. Ενώ, παράλληλα, το Brexit είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη σημερινή φυσιογνωμία του Συντηρητικού Κόμματος και, βέβαια, με τον λαϊκισμό.