Τα απόνερα του Sofagate, του περιβόητου περιστατικού στην Άγκυρα όπου o Ταγίπ Ερντογάν «εξόρισε» την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στον καναπέ και όχι σε πολυθρόνα δίπλα του, όπως θα έπρεπε βάσει πρωτοκόλλου, δεν σταματούν στην (προσωρινή;) ψυχρότητα ανάμεσα στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.
Το περιστατικό έφερε ξανά στο προσκήνιο, όπως σημειώνει ο Monde, την παλιά επιθυμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παρουσία γυναικών σε τουλάχιστον 40% των θέσεων στα διοικητικά συμβούλια των εισηγμένων εταιρειών. Μια επιθυμία που, δέκα χρόνια τώρα, μένει απλώς επιθυμία.
Το 2011, η τότε επίτροπος Δικαιοσύνης, Βίβιαν Ρέντινγκ, είχε ζητήσει από μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες να δεσμευτούν για τη συμμετοχή περισσότερων γυναικών στα διοικητικά συμβούλια, τα οποία τότε απαρτίζονταν από άνδρες κατά 86,5%. Ελάχιστες εταιρείες προθυμοποιήθηκαν να συμμορφωθούν, οπότε η προτροπή μετουσιώθηκε σε σχέδιο οδηγίας.
Η Βρετανία όμως εξέφρασε σφοδρή αντίθεση για το περιεχόμενο της οδηγίας, είχε μάλιστα με το πλευρό της και την Ισπανία. Αντιθέτως, η Πολωνία βρέθηκε στο άλλο άκρο. Μπροστά στο ενδεχόμενο του μπλοκαρίσματος, η οδηγία μπήκε στο περιθώριο το 2014.
Τα πράγματα δεν άλλαξαν ιδιαίτερα μετά το Brexit και οι «27» δεν κατάφεραν να συμβιβαστούν πάνω σε αυτό το θέμα. Η τελευταία συζήτηση έγινε τον Φεβρουάριο του 2019, σε συνάντηση των πρεσβευτών των κρατών-μελών στις Βρυξέλλες. Δέκα χώρες (Γερμανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Ολλανδία, Δανία, Σουηδία, Εσθονία, Σλοβακία, Λετονία και Κροατία) εξέφρασαν την αντίθεσή τους στο κείμενο. Το θέμα δεν έχει μπει από τότε στην ημερήσια διάταξη, ενώ η πανδημία το έβαλε ακόμα περισσότερο στη γωνία.
Παρά ταύτα, σημειώνει η γαλλική εφημερίδα, το σχέδιο της οδηγίας δεν είναι ιδιαίτερα περιοριστικό. Δεν επιβάλλει, για παράδειγμα, ποσοστώσεις, αλλά ζητεί καθορισμό αντικειμενικών κριτηρίων (επίπεδο εκπαίδευσης, διάστημα παραμονής στην εταιρεία) για την καλύτερη εκπροσώπηση των γυναικών. Ακόμη, προβλέπει ότι ανάμεσα σε υποψηφίους με ίδια προσόντα, θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στο φύλο που υποεκπροσωπείται. Τέλος, η επιβολή των κυρώσεων, όπως και το είδος τους, είναι στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών.
Το περιστατικό στην Αγκυρα και οι κατηγορίες κατά του Μισέλ για σεξισμό (ως γνωστόν, δεν αντέδρασε καθόλου την ώρα που ο τούρκος πρόεδρος υποδείκνυε στη συνομιλήτριά του τον καναπέ) «ξέθαψαν» την οδηγία. Στις 26 Απριλίου, κατά τη διάρκεια ακρόασης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και προκειμένου να αποδείξει την αποφασιστικότητά του να προωθήσει την υπόθεση των γυναικών, ο Μισέλ δεσμεύτηκε να την εισαγάγει ξανά.
Και πάλι, όμως, η οδηγία σκοντάφτει στις χώρες που διαφωνούν, όπως η Γερμανία και δορυφόροι της, οι οποίες εν τω μεταξύ έχουν ψηφίσει πιο αυστηρούς νόμους και θεωρούν ότι οι Βρυξέλλες δεν πρέπει να επεμβαίνουν στο ζήτημα. Χώρες από την Ανατολική Ευρώπη θεωρούν ότι η οδηγία θα έκανε πιο δύσκολη τη ζωή για τις επιχειρήσεις τους. Ο Μισέλ θα μπορούσε να στραφεί στην Ολλανδία, η οποία έχει πρωθυπουργό από φιλελεύθερο κόμμα, αλλά δεν θα του αρκούσε για να εξασφαλίσει την ειδική πλειοψηφία που απαιτείται για την έγκριση της οδηγίας.
Απομένει, λοιπόν, η Γερμανία, όπου οι εκλογές του Σεπτεμβρίου θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα, ειδικά αν μετέχουν στη μελλοντική κυβέρνηση οι Πράσινοι. Και υπάρχει και η Γαλλία, που θα αναλάβει την προεδρία της ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2022, για να προωθήσει το ζήτημα, δέκα και πλέον χρόνια από την πρώτη ανακίνησή του.