Το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αποφάσισε την Πέμπτη να προχωρήσει σε νέα αύξηση επιτοκίων κατά 0,25% παρά την επί τα χείρω αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας στην ευρωζώνη. Πρόκειται για τη δέκατη συνεχόμενη αύξηση και μετά από αυτήν, το βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ διαμορφώνεται στο 4%, ενώ αυτό για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης στο 4,5%.
Μιλώντας μετά την ανακοίνωση της απόφασης στη Φρανκφούρτη, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ανέφερε ότι μια «συμπαγής πλειοψηφία» των φορέων καθορισμού των επιτοκίων τάχθηκε υπέρ της αύξησης, έναντι μιας μειοψηφίας που υποστήριξε την παύση των αυξήσεων. Στη σχετική ανακοίνωση της ΕΚΤ σημειώνεται ότι η απόφαση αντανακλά «την αξιολόγηση του ΔΣ σε ό,τι αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, υπό το φως των οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής».
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, η πρόεδρος της ΕΚΤ ανέφερε ότι οι κυβερνήσεις των κρατών – μελών της ευρωζώνης θα πρέπει να συνεχίσουν να διακόπτουν τα μέτρα στήριξης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, εφόσον η ενεργειακή κρίση υποχωρεί. «Αυτό είναι απαραίτητο για να αποφευχθεί η αύξηση των μεσοπρόθεσμων πληθωριστικών πιέσεων, οι οποίες διαφορετικά θα απαιτούσαν μια ακόμη ισχυρότερη απάντηση από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής» τόνισε.
Σύμφωνα με τους Financial Times, η απόφαση της Πέμπτης ήταν η πιο σημαντική από την πλευρά της ΕΚΤ εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, με τα αποκαλούμενα «περιστέρια» του διοικητικού συμβουλίου να υποστηρίζουν ότι πρέπει να υπάρξει παύση των αυξήσεων των επιτοκίων λόγω των ενδείξεων για ασθενέστερη ανάπτυξη, επιβράδυνση του τραπεζικού δανεισμού και πτώσης του πληθωρισμού. Επικράτησαν ωστόσο τα «γεράκια» του ΔΣ που επέμειναν ότι ο πληθωρισμός ήταν ακόμη πολύ υψηλός.
To Βloomberg σχολίασε πώς «ενώ οι οικονομολόγοι και οι επενδυτές βλέπουν πλέον το επίπεδο του 4% που επιτεύχθηκε την Πέμπτη ως το ανώτατο σημείο για το κόστος δανεισμού στον τρέχοντα κύκλο σύσφιξης, η επικεφαλής της ΕΚΤ επέμεινε ότι δεν μπορεί ακόμη να απαντήσει αν αυτό ισχύει».
«Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το διοικητικό συμβούλιο εκτιμά ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδα που αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή στην έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο» επισήμανε η Λαγκάρντ.
Οι μακροοικονομικές προβλέψεις του Σεπτεμβρίου από πλευράς ΕΚΤ για τη ζώνη του ευρώ βλέπουν μέσο πληθωρισμό στο 5,6% το 2023 (από 5,4% που προέβλεπαν οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ τον Ιούνιο), 3,2% το 2024 (από 3% που ήταν τον Ιούνιο) και 2,1% (2,2% τον Ιούνιο) το 2025. Πρόκειται για αναθεώρηση προς τα πάνω για το 2023 και το 2024 και προς τα κάτω για το 2025.
Η αναθεώρηση προς τα πάνω και το 2024 αντικατοπτρίζει κυρίως μια υψηλότερη πορεία για τις τιμές της ενέργειας. Οι υποκείμενες πιέσεις τιμών παραμένουν υψηλές, παρόλο που οι περισσότεροι δείκτες έχουν αρχίσει να υποχωρούν.
Εν τω μεταξύ, οι επιπτώσεις από τις προηγούμενες αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ συνεχίζουν να μεταδίδονται δυναμικά. Οι συνθήκες χρηματοδότησης έχουν γίνει ακόμη πιο αυστηρές και περιορίζουν ολοένα και περισσότερο τη ζήτηση, η οποία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επαναφορά του πληθωρισμού στο στόχο.
Με δεδομένο τον αυξανόμενο αντίκτυπο αυτής της σύσφιγξης στην εγχώρια ζήτηση και βλέποντας την αποδυνάμωση του διεθνούς εμπορικού περιβάλλοντος, η ΕΚΤ μείωσε σημαντικά τις προβλέψεις της για την οικονομική ανάπτυξη. Αναμένει πλέον ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ θα αναπτυχθεί κατά 0,7% (από 0,9%) το 2023, 1,0% (από 1,5%) το 2024 και 1,5% (από 1,6%) το 2025.