Διάχυτη είναι η ανησυχία στη Δύση ότι το Σουδάν, όπου συνεχίζονται οι μάχες μεταξύ του σουδανικού στρατού και των παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF), θα μπορούσε να βυθιστεί σε μια παρατεταμένη κρίση, η οποία θα προκαλέσει μια ανθρωπιστική καταστροφή με ευρείες γεωπολιτικές επιπτώσεις.
Οπως σημειώνει ανάλυση του Guardian, μια σειρά από αποτυχημένα ή διαιρεμένα κράτη υπάρχουν ήδη στις παρυφές της Ευρώπης, δημιουργώντας μια ζώνη αστάθειας που εκτείνεται από τη Λιβύη μέχρι την Υεμένη, τη Συρία και βόρεια μέχρι την Ουκρανία, τρεις χώρες όπου μαίνονται πόλεμοι μεγάλης κλίμακας.
«Μετά την καταστροφή του Ιράκ και τη χαοτική υποχώρηση από το Αφγανιστάν, οι μέρες των άμεσων και καίριων παρεμβάσεων της Δύσης έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί, αν και μεγάλες ποσότητες όπλων εξακολουθούν να παρέχονται στην Ουκρανία», επισημαίνει ο δημοσιογράφος Νταν Σάμπαγκ.
Στο Σουδάν, οι ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα απρόθυμες να αναπτύξουν τον στρατό τους ακόμη και για να διασώσουν τους περίπου 16.000 αμάχους τους. Την Δευτέρα, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι έχουν απομακρυνθεί περίπου 1.000 αμερικανοί πολίτες από τη χώρα, από την έναρξη των συγκρούσεων και αυτό χάρη, κυρίως, σε συμμαχικές δυνάμεις.
Οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον στο Σουδάν είναι σε μεγάλο βαθμό διπλωματικές, αν και το κύριο μέλημά της για την ασφάλεια είναι να αποφύγει την επανάληψη της καταστροφής της Βεγγάζης του 2012 -όπου διπλωματικά κτίρια των ΗΠΑ δέχτηκαν επίθεση με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ο αμερικανός πρεσβευτής. Για αυτό και οι ΗΠΑ απομάκρυναν άμεσα το προσωπικό της πρεσβείας από το Χαρτούμ, το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Στη Δυτική Αφρική, η Γαλλία και η Βρετανία υποχώρησαν από το Μάλι τον περασμένο Νοέμβριο, όπου προσπαθούσαν να σταθεροποιήσουν τη χώρα και να αποτρέψουν την εξάπλωση του ισλαμιστικού εξτρεμισμού, διαμαρτυρόμενοι ότι η κυβέρνηση της χώρας επέλεξε να συνεργαστεί με την διαβόητη Ομάδα Βάγκνερ, τους μισθοφόρους του Γεβγκένι Πριγκόζιν, ο οποίος υπηρετεί τα συμφέροντα του Κρεμλίνου σε πολλές χώρες.
Πολλοί Σουδανοί εγκαταλείπουν τα σπίτια τους λόγω των συγκρούσεων, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται ήδη τεράστιες ουρές στα συνοριακά σημεία με την Αίγυπτο και το Τσαντ, ενώ η υπηρεσία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, UNCHR, ανέφερε ότι ήδη, τουλάχιστον 40.000 άτομα έχουν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, σκηνικό μερικών από τις πιο σκληρές μάχες μεταξύ της κυβέρνησης και των παραστρατιωτικών δυνάμεων.
«Το Σουδάν έχει έναν μεγάλο πληθυσμό 45 εκατομμυρίων», είπε ο Αχμέντ Σολιμάν, ανώτερος ερευνητής στη δεξαμενή σκέψης Chatham House, και πρόσθεσε ότι σε περίπτωση παρατεταμένων συγκρούσεων, οι πρόσφυγες θα είναι πάρα πολλοί. «Το μεγαλύτερο μέρος της μετανάστευσης θα είναι στο εσωτερικό του Σουδάν και προς τις γειτονικές χώρες», είπε.
Περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι ενδέχεται να φύγουν από τη χώρα, δήλωσε παράλληλα,την Τρίτη, αξιωματούχος του ΟΗΕ, διευκρινίζοντας πως στον αριθμό αυτό περιλαμβάνονται πολλοί που είχαν φτάσει στο Σουδάν ως πρόσφυγες από άλλες χώρες.
«Αν δεν υπάρξει μια γρήγορη επίλυση αυτής της κρίσης θα συνεχίσουμε να βλέπουμε περισσότερους ανθρώπους να αναγκάζονται να τρέπονται σε φυγή προς αναζήτηση ασφάλειας και βοήθειας», είπε ο Ραούφ Μαζού σε ενημέρωση εκπροσώπων κρατών-μελών των Ηνωμένων Εθνών στην έδρα του ΟΗΕ, στη Γενεύη.
«Σε διαβουλεύσεις που είχαμε με όλες τις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις και τους εταίρους καταλήξαμε σε έναν υπολογισμό ότι περίπου 815.000 άνθρωποι ενδέχεται να καταφύγουν στις επτά γειτονικές χώρες» (του Σουδάν), συμπλήρωσε ο αξιωματούχος των Ηνωμένων Εθνών.
Η εκτίμηση περιλαμβάνει περίπου 580.000 Σουδανούς, τόνισε ο Μαζού, με πρόσφυγες από το Νότιο Σουδάν και από άλλες χώρες που έχουν βρει καταφύγιο στο Σουδάν.
Ο ίδιος ανέφερε ότι μέχρι στιγμής, σχεδόν 73.000 άνθρωποι έχουν ήδη καταφύγει στις εξής γειτονικές χώρες: Νότιο Σουδάν, Τσαντ, Αίγυπτο, Ερυθραία, Αιθιοπία, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και Λιβύη.
Αναπόφευκτα ωστόσο, οι πρόσφυγες θα προσπαθήσουν να φτάσουν και σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως έγινε στην περίπτωση του εμφυλίου στη Συρία.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, σημειώνει ο Guardian, η πολιτική απάντηση ήταν ήδη, μέσω του προτεινόμενου νομοσχεδίου της κυβέρνησης για την παράνομη μετανάστευση, να «κυνηγήσει» όσους κατασκευάζουν μικρά σκάφη προκειμένου να επιχειρούν παράνομες διελεύσεις προς τη Βρετανία.
Ωστόσο, τα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, έως τον Σεπτέμβριο του 2022, δείχνουν ότι το Σουδάν ήταν ήδη η όγδοη χώρα στη λίστα με τις περισσότερες αιτήσεις ασύλου στη Βρετανία και ότι το 84% από αυτές έγιναν δεκτές.
Την ίδια στιγμή, η Γερμανία και η Γαλλία λαμβάνουν τριπλάσιες και διπλάσιες, αντίστοιχα, αιτήσεις ασύλου από ό,τι οι Βρετανοί.
Ο Guardian σημειώνει επίσης, ότι έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Οσάμα Μπιν Λάντεν είχε την έδρα του στο Σουδάν και ότι ο ισλαμισμός στην κυβέρνηση έχει υποχωρήσει μετά την πτώση του δικτάτορα Ομάρ αλ-Μπασίρ το 2019. Παράλληλα, οι παραστρατιωτικοί του στρατηγού Μοχάμεντ Χαμντάν Ντάγκλο, γνωστού ως Χεμέντι, έχουν προσπαθήσει να εμφανιστούν ως αντιισλαμιστές.
Ως εκ τούτου, ανέφερε το δημοσίευμα, οι ειδικοί πιστεύουν ότι δεν υπάρχει άμεση προοπτική μιας εκτεταμένης κρίσης που να επιτρέψει σε τρομοκρατικές ομάδες να ενισχυθούν. Σε κάθε περίπτωση όμως, μια μακρά σύγκρουση δημιουργεί ανεπιθύμητες αβεβαιότητες. «Εάν αυτή η σύγκρουση συνεχιστεί, τότε κινδυνεύουμε να τραυματιστεί μια ολόκληρη γενιά. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ριζοσπαστικοποίηση», επισήμανε η Μέι Ντάργουιτς, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ.
Το πιθανότερο αρνητικό σενάριο, εκτιμούν οι αναλυτές, είναι μια κατάσταση «τύπου Υεμένης ή Συρίας», όπου μια αρχική σύγκρουση επιδεινώνεται, οι μάχες παρατείνονται και μια σειρά από διεθνείς δυνάμεις επιλέγουν πλευρές και επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία της χώρας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν έχει ήδη εκφράσει τη «βαθιά ανησυχία» του για την εμπλοκή της Ομάδας Βάγκνερ και σε αυτή τη σύγκρουση. Προς το παρόν όμως η κατάσταση παραμένει ασαφής, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες, η Βάγκνερ πρόσφερε όπλα στους αντάρτες της RSF, αλλά ο Χεμέντι δεν τα δέχθηκε, σύμφωνα με τον Guardian.