Αυτά τα πράγματα δεν έχουν ξαναγίνει στην Ευρώπη μεταπολεμικά. Ο ολλανδός πρωθυπουργός να προτείνει στον επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας να έρθει στη χώρα «αν θέλει να δει τις τουλίπες», αλλά να του απαγορεύει να μιλήσει σε δημόσια εκδήλωση τούρκων μεταναστών. Ο τούρκος πρόεδρος να απαντάει με αφορισμούς περί «κληρονόμων των ναζί» και άλλα απίστευτα. Η Ολλανδία να ανταπαντά με απέλαση μέλους του τουρκικού υπουργικού συμβουλίου. Πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η ολλανδοτουρκική κρίση; Μπορεί να συνέλθουν οι σχέσεις των δύο κρατών –και εξ αντανακλάσεως η σχέση της Αγκυρας με την Ευρωπαϊκή Ενωση– ύστερα από κάτι τέτοιο; Προς το παρόν πάντως, η αντιπαράθεση του Ταγίπ Ερντογάν με τον Μαρκ Ρούτε, τον ολλανδό πρωθυπουργό, είναι μια μονομαχία που βολεύει και τους δύο.
Αμφότεροι έχουν μπροστά τους εκλογικές αναμετρήσεις –την Τετάρτη ο Μαρκ Ρούτε και το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου ο Ταγίπ Ερντογάν. Και είναι προφανείς οι συμβολισμοί. Ο κεντροδεξιός Ρούτε παίζει το χαρτί του «σκληρού» απέναντι στους Τούρκους, κλείνοντας το μάτι στους συντηρητικούς ψηφοφόρους που μέχρι τώρα ήθελαν να τον εγκαταλείψουν για χάρη του περιβόητου ακροδεξιού Γκερτ Βίλντερς. Και ο Ερντογάν παίζει το αγαπημένο του μοτίβο, αυτό των εχθρών που συνωμοτούν εναντίον του, με στόχο τη συσπείρωση των τούρκων ψηφοφόρων.
Για την ώρα ο Ερντογάν δεν φαίνεται να εξασφαλίζει τις ψήφους που επιθυμεί για να επιτύχει τη συνταγματική αναθεώρηση που θα ενισχύσει τις εξουσίες του. Και μια τέτοια πολεμική απέναντι στους «κακούς Ευρωπαίους» τον βολεύει. Από την άλλη το 90% των Ολλανδών επικροτούν τους περιορισμούς που έχει επιβάλει η ολλανδική κυβέρνηση στην παρουσία τούρκων αξιωματούχων στη χώρα – πόντος για τον Ρούτε.
Αυτοί οι περιορισμοί κλιμακώθηκαν τις τελευταίες ημέρες. Η ολλανδική κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να απελάσει την τουρκάλα υπουργό Οικογενειακών Υποθέσεων Φατμά Καγιά η οποία επέμενε να εκφωνήσει ομιλία στο Ρότερνταμ. Επίσης δεν επέτρεψε στον υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου να εκφωνήσει άλλη ομιλία – εξ ου και οι… «τουλίπες» του Ρούτε. Αυτές οι κινήσεις εξόργισαν τον Ερντογάν.
«Απομεινάρια των Ναζί και φασίστες» αποκάλεσε το Σάββατο τους Ολλανδούς ο «Σουλτάνος» σε μια ρητορική κλιμάκωση που άρεσε στο ακροατήριό του, το οποίο συνεπικουρείται από τον απόλυτα συντασσόμενο με την κυβέρνηση σε αυτές τις περιπτώσεις Τύπο.
Και ξανά την Κυριακή, είπε στον κοινό του ότι «ο ναζισμός ζει ακόμη στη Δύση» και ότι αυτά που βλέπουμε είναι «μια σαφής ένδειξη ισλαμοφοβίας».
Οι δηλώσεις είναι σχεδόν απόλυτο μέσα στο πλαίσιο των αναφορών που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια από τον τούρκο πρόεδρο. Βλέπει γύρω του εχθρούς και «κατασκευάζει» υπάρκτές ή όχι διαμάχες μαζί τους, με σαφή και άμεσο στόχο να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την εικόνα του ως «πατερούλης» της Τουρκίας και των απανταχού μουσουλμάνων.
Εντάσσονται δε μέσα στο πλαίσιο μιας κλιμακούμενης ρητορικής κατά της Δύσης γενικότερα, την οποία ο ίδιος και η Τουρκία βλέπουν με καχυποψία τα τελευταία χρόνια, περισσότερο δε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πάντως ένα αμφίρροπο αποτέλεσμα κατά το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου. Η νίκη για την κυβερνητική πλευρά, που θα φέρει την συνταγματική κατοχυρωμένη εμπέδωση του ερντογανισμού, δεν είναι εξασφαλισμένη και μια τέτοια σύγκρουση μόνο χρήσιμη μπορεί να είναι – αλλά το πόσο χρήσιμη θα είναι θα φανεί από την κάλπη.
Αλλά παράλληλα, το όλο επεισόδιο έχει εξοργίσει και τους Ολλανδούς –και την κυβέρνηση και την κοινή γνώμη- για διαφορετικούς λόγους.
Καταρχάς, ο ακροδεξιός αντιισλαμιστής Γκερτ Βίλντερς έσπευσε αμέσως να χαρακτηρίσει τις διαδηλώσεις των τούρκων μεταναστών αντιολλανδικές. «Εχουν ολλανδικά διαβατήρια, αλλά δεν ανήκουν εδώ» έγραψε για τους διαδηλωτές στο Twitter.
Και αυτός έχει ένα κοινό που είναι πρόθυμο να εξοργιστεί και πρέπει να το κρατήσει συσπειρωμένο ενόψει της αναμέτρησης της Τετάρτης.
Περισσότερο μετρημένη -τουλάχιστον σε επίπεδο λόγων- ήταν η αντίδραση του ολλανδού πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε, ο οποίος καταδίκασε το ύφος των δηλώσεων της τουρκική ηγεσίας.
Μέσα στην προεκλογική περίοδο ο Ρούτε είχε υιοθετήσει μια πιο σκληρή ρητορική, ειδικά σε ό,τι αφορά το ζήτημα της μετανάστευσης. Με καταχώριση στον Τύπο, είχε καλέσει τους μετανάστες στη χώρα να προσαρμοστούν στον ολλανδικό τρόπο ζωής -σε ό,τι αφορά ήθη και συμπεριφορές- «ή να φύγουν».
Στόχος του πρωθυπουργού, που επιδιώκει μια τρίτη θητεία, είναι ασφαλώς το κόμμα του Βίλντερς, το οποίο είναι αρκετά πιθανό να καταλάβει την πρώτη θέση. Ο αγώνας, λοιπόν, γίνεται για τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους –ή μάλλον αυτούς που ακόμη σκέφτονται να στραφούν προς τον Βίλντερς. Κάποια κομμάτια από την εκλογική πελατεία του Βίλντερς διεκδικούν και οι Χριστιανοδημοκράτες, εξηγεί το Associated Press, άρα και αυτοί δεν θα άφηναν ανεκμετάλλευτο το «δώρο» της έντασης από την Αγκυρα.
Ο Ρούτε, με το πλεονέκτημα του αξιώματος που έχει έναντι του Βίλντερς, μπορεί λοιπόν μέσα από τη διαμάχη με την Τουρκία να επικαλείται το ότι εργάζεται για τα συμφέροντα της χώρας. Ή μάλλον όχι απλά εργάζεται αλλά μάχεται για αυτά. Μαζί του έχει την συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης.
Για να έχουμε και ένα μέτρο της απήχησης αυτών των τριών παικτών, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις φέρνουν το VVD του Ρούτε ως τις 27 έδρες (από τις 150 της Βουλής), το κόμμα του Βίλντερς στις 23 και τους Χριστιανοδημοκράτες στις 20.