Επικαιρότητα

Γιατί ανησυχεί τη Δύση ο κινεζικός αποπληθωρισμός

O βραδύτερος ρυθμός ανάπτυξης που προβλέπεται για το 2023 θεωρείται πολύ εκτός τροχιάς για μια χώρα που, πριν από την πανδημία, ήταν μοχλός της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Και υπάρχουν επίσης και άλλα ανησυχητικά σημάδια, όπως η πτώση του διεθνούς εμπορίου, η κατακόρυφη αύξηση του δημόσιου χρέους της και οι εγχώριες επενδύσεις σε ακίνητα
Protagon Team

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα είναι οι δύο ισχυρότερες οικονομικές δυνάμεις του κόσμου. Αλλά τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες είναι απόλυτα αντίθετα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ζορίζονται από την αύξηση των τιμών καταναλωτή τους τελευταίους 18 μήνες, με τον πληθωρισμό να είναι ακόμη  υψηλότερος από τον στόχο του 2% της Federal Reserve παρά τις προσπάθειες επιβράδυνσης των δαπανών.

Αντιθέτως το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κίνα είναι ο αποπληθωρισμός. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα αυτές τις ημέρες, οι τιμές καταναλωτή μειώθηκαν κατά 0,3% τον τελευταίο χρόνο, έχοντας παραμείνει στάσιμες επί μήνες.

Και ενώ η Αμερική έχει μια εκπληκτικά σφιχτή αγορά εργασίας, με τις κενές θέσεις να είναι περισσότερες από τους ανέργους, η Κίνα αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα με την ανεργία, με το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των νέων ηλικίας από 16 έως 24 ετών να φτάνει τον Ιούνιο στο 21% το οποίο αποτελεί ιστορικό υψηλό ενώ ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα είναι ακόμη υψηλότερο.

Oμως μεταξύ των δύο οικονομιών υφίσταται και μία ομοιότητα, όπως αναφέρει σε ανάλυσή του ο Ανταμ Τέιλορ της Washington Post, η οποία είναι ιδιαίτερα ανησυχητική για το Πεκίνο.

Ενώ η Κίνα έχει επίσημο στόχο το 5% όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη φέτος, σημείο αναφοράς αποτελεί το 2022, ένα έτος κατά το οποίο η οικονομική δραστηριότητα περιορίστηκε δραστικά λόγω των δρακόντειων μέτρων που εξακολουθούσαν να ισχύουν στη χώρα στο πλαίσιο της εφαρμογής της πολιτικής «μηδενικής ανοχής» κατά της Covid. Οικονομολόγοι του Bloomberg News υποστήριξαν ότι υπό κανονικές συνθήκες η ανάπτυξη θα ήταν πιο κοντά σε ένα 3% – όχι τόσο πολύ πάνω από το 2,5% που προβλέπει τώρα η JPMorgan για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Αυτός ο βραδύτερος ρυθμός θα ήταν πολύ εκτός τροχιάς για μια χώρα που, πριν από την πανδημία, ήταν μοχλός της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Και υπάρχουν επίσης και άλλα ανησυχητικά σημάδια για την Κίνα, όπως η πτώση του διεθνούς εμπορίου, η κατακόρυφη αύξηση του δημόσιου χρέους της και οι εγχώριες επενδύσεις σε ακίνητα», συνοψίζει ο δημοσιογράφος της Washington Post.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, εξαίρεση αποτελεί περισσότερο η Κίνα παρά οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τα προβλήματα που σχετίζονται με τον πληθωρισμό και την αγορά εργασίας και καταγράφονται στις ΗΠΑ, παρατηρούνται λίγο πολύ σε όλες σχεδόν τις μεγάλες οικονομίες. Οι οικονομολόγοι το αποδίδουν στα κυβερνητικά πακέτα τόνωσης των οικονομιών και στη διαρθρωτική ανεργία κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς και στις αυξημένες δαπάνες μετά την υποχώρηση της.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού αυτό δημιουργεί ένα άμεσο πολιτικό πρόβλημα. «Ενώ ο πρόεδρος Μπάιντεν ισχυρίστηκε ότι τα “Bidenomics” του προκαλούν μια “ήπια προσγείωση” μειώνοντας τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλούν άνοδο της ανεργίας, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πριν από τις εκλογές πολλοί Αμερικανοί εξακολουθούν να αισθάνονται το τσίμπημα των υψηλότερων τιμών και φοβούνται μια ύφεση», εξηγεί ο Ανταμ Τέιλορ.

Τα προβλήματα στην οικονομία της Κίνας ενδέχεται επίσης να οφείλονται στην πανδημία αλλά είναι ιδιαίτερα και, ίσως, πιο σοβαρά. Η αυστηρή αντίδραση της χώρας στον κορονοϊό – η πολιτική «μηδενικής ανοχής» η οποία προέβλεπε μαζικά λοκντάουν, διαγνωστικούς ελέγχους, καραντίνες και ελέγχους στα σύνορα – μπορεί να έσωσε πολύ περισσότερες ζωές από τις λιγότερο οργανωμένες προσπάθειες στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, «αλλά τερματίστηκε απότομα και χαοτικά, αναιρώντας πολλές από τις επιτυχίες της», γράφει ο δημοσιογράφος της Washington Post. «Μπορεί να της προκάλεσε ένα πολύ χειρότερο οικονομικό χανγκόβερ», προσθέτει.

Προς επίρρωση της άποψής του επικαλείται πρόσφατο άρθρο του αμερικανού οικονομολόγου Ανταμ Πόουζεν, προέδρου του Peterson Institute for International Economics. Γράφοντας στο Foreign Affairs, υποστήριξε ότι αυτό που βλέπουμε τώρα είναι το «τέλος του οικονομικού θαύματος της Κίνας», συνδέοντας τους αυστηρούς πανδημικούς κανόνες με ένα αυξανόμενο οικονομικό άγχος που ωθεί τους Κινέζους να αποταμιεύουν τα χρήματά τους, παρά τα χαμηλά επιτόκια, οδηγώντας οικονομία σε αποπληθωρισμό.

Οι οικονομολόγοι κατέγραψαν επίσης μια τεράστια μείωση των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Κίνα, η οποία πιθανώς να οφείλεται στους πανδημικούς περιορισμούς και στην οικονομική κατήφεια αλλά και στον εμπορικό πόλεμο που κήρυξε η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στο Πεκίνο.

Διερωτώμενος «πόσο θα μπορούσε να επιδεινωθεί η κατάσταση» ο Ανταμ Τέιλορ επικαλείται την περίπτωση της Ιαπωνίας, μιας άλλης πάλαι ποτέ ανερχόμενης ασιατικής οικονομικής δύναμης που κάποτε προκάλεσε μεγάλη ανησυχία και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Τα οικονομικά της χώρας άνθισαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αλλά την επόμενη δεκαετία έσκασε η φούσκα και η χώρα εισήλθε σε μια μακρά περίοδο (διάρκειας δεκαετιών) οικονομικής στασιμότητας και αποπληθωρισμού που ουσιαστικά κατέστησε τους πολίτες της φτωχότερους και το εθνικό της χρέος πιο επαχθές.

«Αλλά η Κίνα του 2023 δεν είναι η Ιαπωνία της δεκαετίας του 1990», γράφει ο Ανταμ Τέιλορ, θυμίζοντας πως ο πληθυσμός της Κίνα είναι 1,4 δισεκατομμύρια, δηλαδή παραπάνω από δεκαπλάσιος από τον πληθυσμό της Ιαπωνίας ακόμη και σήμερα. Και προσαρμοσμένη σε όρους αγοραστικής δύναμης, η οικονομία της είναι μεγαλύτερη από την οικονομία των ΗΠΑ από το 2015.

Επιπλέον, όπως δεν παραλείπει να αναφέρει ο Τέιλορ στην ανάλυσή του, η Ιαπωνία είναι «μια λειτουργική, αν και ατελής, δημοκρατία» ενώ η Κίνα είναι «ένα  αυταρχικό καθεστώς που κατέστη ακόμη πιο κλειστό τα τελευταία χρόνια». Ακόμη και η λήψη στοιχείων όσον αφορά τα οικονομικά της χώρας καθίσταται ολοένα πιο δύσκολη, «καθώς η λέξη “αποπληθωρισμός” είναι ταμπού στην επίσημη γλώσσα και ένας νόμος κατά της κατασκοπείας καθιστά τους αξιωματούχους επιφυλακτικούς να μιλούν με εξωτερικούς ειδικούς, ακόμη και ιδιωτικά».

«Εχουμε μια οικονομική επιβράδυνση που θα ανησυχούσε οποιαδήποτε χώρα, σε συνδυασμό με μια Κίνα που πάντα της αρέσει να δείχνει δυνατή και μια ηγεσία που έχει ιδιαίτερη ευαισθησία με την εικόνα», εξήγησε ο Αντριου Κόλιερ, διευθύνων σύμβουλος της Orient Capital Research που εδρεύει στο Χονγκ Κονγκ, μιλώντας στους Financial Times. «Συνδυάστε αυτούς τους τρεις παράγοντες και έχετε τη συνταγή για μια πολύ αδιαφανή οικονομία», πρόσθεσε.

Την ίδια ώρα εξακολουθεί να επικρατεί έντονη ανησυχία, εάν όχι φόβος, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της Κίνας και τις προθέσεις της σε σχέση με την Ταιβάν, με τον ενδεχόμενο ξεσπάσματος ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλειστεί.

Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του ο Ανταμ Τέιλορ αναφέρει πως η οικονομική πτώση της Ιαπωνίας υπήρξε ομαλή. Τον προηγούμενο μήνα ο Πολ Κρούγκμαν των ΝΥΤ έγραψε πως η χώρα διαχειρίστηκε το κύριο οικονομικό της πρόβλημα – τη γήρανση του πληθυσμού της – σχετικά καλά. Η Κίνα γερνάει επίσης αλλά σύμφωνα με τον νομπελίστα αμερικανό οικονομολόγο ενδέχεται να αντιμετωπίσει την κατάσταση πολύ χειρότερα. «Οπότε, όχι, η Κίνα δεν είναι πιθανό να είναι η επόμενη Ιαπωνία, από οικονομική άποψη», έγραψε ο Κρούγκμαν.

Για τον υπόλοιπο κόσμο αυτό σημαίνει πως πρέπει να παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή την οικονομία της Κίνας. «Οποιαδήποτε αναταραχή στη χώρα θα μπορούσε να προκαλέσει απροσδόκητες συνέπειες αλλού στον κόσμο, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά», επισημαίνει ο Ανταμ Τέιλορ. Σύμφωνα, όμως, με τον Ανταμ Πόουζεν, ειδικά για τις ΗΠΑ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια ευκαιρία να βάλουν την οικονομική αντιπαλότητα με την Κίνα στο συρτάρι, καθώς το όνειρό της να επισκιάσει οικονομικά την Αμερική πολύ δύσκολα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.