Αρκετές φορές οι πόλεμοι ξεσπούν εύκολα, αλλά αποτελεί θεμελιώδη αρχή της στρατηγικής ότι είναι πάντα απρόβλεπτοι και πολύ δύσκολο να τερματιστούν. Συνυπολογίζοντας επίσης ότι τους τελευταίους δύο μήνες πολλές από τις προβλέψεις των ειδικών για την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία διαψεύστηκαν, οι όποιες προγνώσεις όσον αφορά το τι μέλλει γενέσθαι και ειδικά το πώς θα μπορούσε να τερματιστεί η σύρραξη, είναι στην καλύτερη περίπτωση επισφαλείς.
Δεδομένου, όμως, ότι ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έκανε λόγο για Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναφερόμενος συγκεκριμένα ακόμη και στο εφιαλτικό ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ανάλυση του Γκίντεον Ρόουζ όσον αφορά τους λόγους που ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν πρόκειται να καταστεί πυρηνικός.
Σε κείμενό του στο Foreign Affairs (το οποίο διηύθυνε από το 2010 έως το 2021) ο αμερικανός διεθνολόγος, μέλος του Council on Foreign Relations, υποστηρίζει καταρχάς πως, παρά τις αρχικές εκτιμήσεις περί μιας σύρραξης «συγκλονιστικά καινούργιας και τρομακτικά απρόβλεπτης», ο πόλεμος στην Ουκρανία καθίσταται ολοένα πιο οικείος και ολοένα πιο παρόμοιος με άλλους πολέμους των τελευταίων δεκαετιών.
Κάνοντας λόγο για «γενικά δομικά χαρακτηριστικά της κατάστασης» που επιβάλλονται στους εμπόλεμους, καθορίζοντας εν μέρει τις επιλογές τους, εξηγεί πως στην Ουκρανία διεξάγεται, πλέον, ένας «περιορισμένος πόλεμος της πυρηνικής εποχής», σύμφωνα με το σενάριο που γράφτηκε στην Κορέα και αντιγράφηκε πολλές φορές από τότε. «Αυτή δεν είναι μια νέα εποχή, μόνο μια νέα φάση της παλιάς εποχής. Και ακόμη και η νέα φάση διεξάγεται με τους ίδιους παλιούς κανόνες», υποστηρίζει. Αυτό δεν σημαίνει πως ο πόλεμος που διεξάγεται στην Ουκρανία είναι λιγότερο απάνθρωπος και καταστροφικός. Ενδέχεται, ωστόσο, να είναι λιγότερο απρόβλεπτος από όσο πιστεύεται.
Επιστρέφοντας στο παρελθόν ο Ρόουζ υπενθυμίζει πως στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ καλούνταν να απαντήσουν σε ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: «τι κάνουμε με όπλα που μπορούν να καταστρέψουν τον κόσμο;». Ανά τους αιώνες τα κράτη επιλύαν τις σημαντικότερες διαφορές του μέσω του πολέμου αλλά σταδιακά οι πόλεμοι καθίσταντο ολοένα πιο καταστροφικοί με αποκορύφωμα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που είχε τερματιστεί μόλις πριν από λίγα χρόνια με τη ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. «Κανένας δεν γνώριζε τι θα επακολουθούσε. Το να σπάσει ο φαύλος κύκλος του πολέμου φαινόταν αδύνατο. Το να συνεχιστεί φαινόταν αδιανόητο», γράφει ο Ρόουζ.
Οι εντάσεις κλιμακώθηκαν επικίνδυνα το 1949 όταν κατέστη πυρηνική δύναμη και η ΕΣΣΔ ενώ την επόμενη χρονιά, τον Ιούνιο του 1950, οι δυνάμεις της Βόρειας Κορέας εισέβαλαν στη Νότια Κορέα. Σύντομα στο πλευρό της Σεούλ συμπαρατάχθηκαν η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της ενώ την Πιονγιάνγκ υποστήριζαν η Μόσχα και το Πεκίνο.
Οσον αφορά την εξέλιξη του πρώτου πολέμου της πυρηνικής εποχής, οι πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ στην Ουάσιγκτον και στη Μόσχα αναγκάστηκαν να αποδεχτούν το γεγονός πως «τα πυρηνικά όπλα, παρ’ όλη την ισχύ τους – ή λόγω όλης της ισχύος τους – αποδείχθηκαν εκπληκτικά ανίσχυρα. Η χρήση τους θα επέφερε πολλά κόστη και λίγα οφέλη. Θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από όσα θα έλυνε. Και έτσι καμία υπερδύναμη δεν τα χρησιμοποίησε».
Επειτα από μία δεκαετία η Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα κατέστησε ακόμη πιο απίθανη τη χρήση πυρηνικών όπλων ενώ και ο πόλεμος στο Βιετνάμ, στη συνέχεια, διεξήχθη σύμφωνα με το πρότυπο της Κορέας. «Καμία από τις πυρηνικές δυνάμεις, περιλαμβανομένης πλέον και της Κίνας, δεν χρησιμοποίησε πυρηνικά όπλα. Καμία δεν επιτέθηκε κατά εδαφών ή του καθεστώτος άλλης πυρηνικής δύναμης. Και πέρα από αυτά, όλα επιτρέπονταν. Οι ίδιοι κανόνες τηρήθηκαν στον Πόλεμο του Κόλπου, στον Πόλεμο του Ιράκ και στους σοβιετικούς και αμερικανικούς πολέμους στο Αφγανιστάν. Εφαρμόστηκαν σε συγκρούσεις που αφορούσαν πυρηνικές δυνάμεις και αλλού (με εξαίρεση κάποιες μικρές αψιμαχίες). Και εφαρμόζονται στην Ουκρανία», συνοψίζει ο αμερικανός ειδικός.
Το αρχικό σχέδιο της Μόσχας προέβλεπε την κατάληψη της Ουκρανίας μέσα σε λίγες ημέρες και την εγκαθίδρυση μιας φιλορωσικής κυβέρνησης στο Κίεβο. Αφότου δεν ευοδώθηκε, το Κρεμλίνο εφάρμοσε το δεύτερο σχέδιό του, βομβαρδίζοντας ανηλεώς τις ουκρανικές πόλεις με στόχο να καμφθεί το φρόνημα των Ουκρανών. Ωστόσο ναυάγησε και αυτό το σχέδιο και τώρα οι ρωσικές δυνάμεις καλούνται να κατακτήσουν εδάφη στο Ντονμπάς και στη νότια Ουκρανία και να εδραιώσουν την κυριαρχία τους σε αυτά. Οπότε οι επικείμενες μάχες θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την έκβαση του πολέμου. Ομως σύμφωνα με τον Γκίντεον Ρόουζ, ήδη μπορούμε να σχηματίσουμε μία ιδέα όσον αφορά το πώς θα τερματιστεί, τελικά, η σύρραξη στην Ουκρανία.
«Ο αγώνας είτε θα ολοκληρωθεί με μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων που θα περιλαμβάνει ένα εδαφικό status quo ante, είτε θα υποβιβαστεί σε μια παγωμένη σύγκρουση κατά μήκος της αδιέξοδης γραμμής επαφής των στρατών στα ανατολικά. Δηλαδή, το τέλος του πολέμου θα μοιάζει με εκείνο των πολέμων της Κορέας και του Κόλπου ή με την κατάσταση στην Αμπχαζία, τη Νότια Οσετία και την Υπερδνειστερία. Σε κάθε περίπτωση, όπως και στην Κορέα, το σοκ της αρχικής επίθεσης έχει κινητοποιήσει μια ευρύτερη συμμαχία εξισορρόπησης που θα συνεχιστεί ακόμη και όταν σταματήσουν οι μάχες. Η Ρωσία επέλεξε έναν θερμό πόλεμο και θα πάρει ως αντάλλαγμα έναν ψυχρό», προβλέπει ο Ρόουζ.
Οσον αφορά το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν, τελικά, πυρηνικά όπλα στο πλαίσιο του πολέμου που μαίνεται στην Ουκρανία, εμφανίζεται σίγουρος πως θα συνεχίσει να ισχύει ο κανόνας που ισχύει από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου: «Από το 1945, ο εκάστοτε ηγέτης κάθε πυρηνικής δύναμης, από απλοϊκούς πολιτικούς όπως οι πρόεδροι των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν και Λίντον Τζόνσον έως κοινωνιοπαθείς δολοφόνους των μαζών όπως ο Ιωσήφ Στάλιν και ο Μάο Τσετούνγκ, απέρριψε τη χρήση πυρηνικών όπλων στη μάχη για εξαιρετικούς λόγους. Ο Πούτιν δεν θα αποτελέσει εξαίρεση, ενεργώντας όχι καλοπροαίρετα αλλά υπολογιστικά. Γνωρίζει ότι θα ακολουθούσαν εξαιρετικά αντίποινα και καθολική καταδίκη, χωρίς ούτε καν στο ελάχιστο ανάλογα στρατηγικά πλεονεκτήματα – για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι οι ραδιενεργές επιπτώσεις από μια τέτοια χρήση θα μπορούσαν εύκολα να πλήξουν την ίδια τη Ρωσία».
Ανάλογα, από τη δική της σκοπιά, επιχειρηματολογεί και η Δύση: «Για συναφείς λόγους, το ΝΑΤΟ δεν θα επιτεθεί στη Ρωσία ούτε θα αποπειραθεί να αποκεφαλίσει το ρωσικό καθεστώς, ούτως ώστε να αποφύγει να φέρει τον Πούτιν σε απόγνωση. Δεν θα υπάρξει καμία εμπλοκή στρατευμάτων του ΝΑΤΟ, καμία ζώνη απαγόρευσης πτήσεων και καμία εντατική καταδίωξη των ρωσικών δυνάμεων εάν αποσυρθούν στην πατρίδα τους. Ολες αυτές οι ενέργειες εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους κλιμάκωσης, τους οποίους το ΝΑΤΟ θέλει να αποφύγει όσο και η Μόσχα. Αντιθέτως το ΝΑΤΟ θα αισθανθεί την ανάγκη να αρνηθεί στη Μόσχα μια σημαντική νίκη, όχι μόνο για χάρη της Ουκρανίας, αλλά για να αποφευχθεί η δημιουργία ενός επικίνδυνου προηγούμενου ότι τα πυρηνικά όπλα είναι χρήσιμα για την προστασία των παράνομων κερδών της συμβατικής επιθετικότητας», εξηγεί ο Ρόουζ.
Ομως το ότι σύμφωνα με τον αμερικανό ειδικό κατά πάσα πιθανότητα δεν θα χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα στο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι τα χειρότερα ανήκουν στο παρελθόν.
Καταρχάς γιατί εντός αυτών των ορίων ο πόλεμος στην Ουκρανία «θα διεξαχθεί στο έπακρο έως ότου η πλάστιγγα να γείρει αποφασιστικά προς μία πλευρά ή να οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Οι εμπόλεμοι θα αγωνίζονται μέχρι να εξαντληθούν ή να επανέλθουν οι γραμμές του μετώπου στην αρχική τους θέση».
Ιδιαίτερα ανησυχητικό, ειδικά όσον αφορά τα πυρηνικά όπλα, είναι το ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία απλά θα επιβεβαιώσει την αξία τους, «όχι επειδή οι Ρώσοι θα τα χρησιμοποιήσουν αλλά επειδή δεν είχαν οι Ουκρανοί. Ο πόλεμος θα προσφέρει ακόμη ένα παράδειγμα των κινδύνων που ελλοχεύουν για τα κράτη που διαθέτουν τέτοια όπλα αλλά επιλέγουν να τα εγκαταλείψουν. Θα καταστεί ακόμη λιγότερο πιθανό να αποδεχτούν το Ιράν και η Βόρεια Κορέα την ανάκληση των δικών τους πυρηνικών προγραμμάτων, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για επιθέσεις και εναντίον τους», εξηγεί ο Ρόουζ.
Τέλος υφίσταται και είναι εξίσου ανησυχητικό και αυτό που ο αμερικανός επιστήμονας αποκαλεί «πρόβλημα της ειρηνικής αλλαγής». Η διεξαγωγή συμβατικών πολέμων περιορισμένης έκτασης παραμένει δυνατή και στην εποχή των πυρηνικών όπλων. Ωστόσο τα πυρηνικά κατέστησαν εξαιρετικά απίθανους τους γενικευμένους πολέμους μεταξύ υπερδυνάμεων και αυτό αποτελεί σημαντική εξέλιξη στην ανθρώπινη ιστορία καθώς τέτοιοι πόλεμοι προκάλεσαν ανείπωτη οδύνη και καταστροφή.
Συγχρόνως, όμως, αποτελεί και μια προβληματική, τρόπον τινά, εξέλιξη, «γιατί αυτοί οι ίδιοι πόλεμοι εξυπηρετούσαν και έναν πρακτικό σκοπό. Ηταν ο μηχανισμός με τον οποίο το διεθνές σύστημα εξισορροπούταν εκ νέου, ανακατανέμοντας κύρος και προνόμια στη διεθνή σκηνή σε συμφωνία την υποκείμενη κατανομή υλικής ισχύος».
Ο Γκίντεον Ρόουζ επικαλείται τον διακεκριμένο αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Ρόμπερτ Γκίλπιν ο οποίος είχε παρατηρήσει πως «η ολοκλήρωση ενός ηγεμονικού πολέμου είναι η αρχή ενός άλλου κύκλου ανάπτυξης, επέκτασης και παρακμής. Ο νόμος της άνισης ανάπτυξης συνεχίζει να αναδιανέμει ισχύ, υπονομεύοντας έτσι το στάτους κβο που προέκυψε από τον τελευταίο ηγεμονικό αγώνα. Η ανισορροπία αντικαθιστά την ισορροπία και ο κόσμος κινείται προς έναν νέο γύρο ηγεμονικής σύγκρουσης. Πάντα έτσι ήταν και πάντα θα είναι, έως ότου οι άνθρωποι είτε να αυτοκαταστραφούν είτε να αναπτύξουν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ειρηνικής αλλαγής».
Εως σήμερα ο φόβος της αλληλοεξόντωσης ανάγκαζε τις υπερδυνάμεις να αποφεύγουν έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο και να επιλέγουν (και να απολαμβάνουν) την ειρήνη. «Ωστόσο η ιστορία δεν σταμάτησε το 1945 ή το 1989», γράφει ο Ρόουζ, υπενθυμίζοντας ότι τις τελευταίες δεκαετίες παρήκμασαν οι ΗΠΑ ενώ άκμασαν η Κίνα και άλλα κράτη. Αυτό σημαίνει πως «οι παγιωμένες επίσημες διευθετήσεις όσον αφορά τη διεθνή τάξη πραγμάτων αντικατοπτρίζουν ολοένα λιγότερο την παγκόσμια κατανομή υλικής ισχύος […] Η πολυπολικότητα δεν αποτελεί πλέον θεωρία αλλά πραγματικότητα, και οι αναδυόμενες δυνάμεις θα απαιτούν όλο και περισσότερο έναν ρόλο στον καθορισμό των παγκόσμιων κανόνων, όχι μόνο στην τήρησή τους».
Κατά το παρελθόν παρόμοιες αλλαγές όσον αφορά των συσχετισμό δυνάμεων στη διεθνή σκηνή οδηγούσαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο ξέσπασμα ενός γενικευμένου πολέμου. Εξαιτίας των πυρηνικών όπλων, πλέον τέτοιοι πόλεμοι δεν διεξάγονται. Εξακολουθούν, όμως, να αλλάζουν οι συσχετισμοί ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, οπότε θα πρέπει να επινοηθούν νέοι τρόποι αναπροσαρμογής των όποιων δεδομένων.
Δυστυχώς, ωστόσο, «δεν είναι καθόλου σαφές τι μπορεί να σημαίνει αυτό στην πράξη. Αλλά ένα ολοένα πιο κενό στάτους κβο δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Και ελλείψει οποιασδήποτε δυνατότητας ειρηνικής αλλαγής, ακόμη και ο κίνδυνος του Αρμαγεδδώνα μπορεί να μην είναι αρκετός για να το διατηρήσει», προειδοποιεί ο Γκίντεον Ρόουζ.