Ενα μήνα -και κάτι- μετά τη χειρουργική επέμβαση στο τραυματισμένο του γόνατο, ο Νόβακ Τζόκοβιτς απέχει μόλις τρεις νίκες από την κατάκτηση του 25ου γκραν-σλαμ τίτλου του. Τη Δευτέρα νίκησε και τον Χόλγκερ Ρούνε (6-3, 6-4, 6-2), πολύ πιο εύκολα από όσο θα περίμενε κανείς. Αλλά στο τέλος του αγώνα, ο σέρβος σούπερ-σταρ του τένις ήταν όλο νεύρα.
Στη διάρκεια των δυο ωρών που παιζόταν το ματς, μεγάλο μέρος των θεατών που είχαν κατακλύσει το κεντρικό κορτ του Γουίμπλεντον εκδήλωσαν τη συμπαράστασή τους στον 21χρονο Δανό με έναν τρόπο που ο «Νόλε» θεώρησε προσβλητικό για εκείνον. Φώναζαν ρυθμικά, «Ρούουουουνε, Ρούουουουνε», και αυτό το μακρόσυρτο «ούουουου» δεν ακούστηκε τυχαίο στ’ αυτιά του επτάκις πρωταθλητή του All England Club. Το εξέλαβε ως καμουφλαρισμένη αποδοκιμασία – μπορεί και να ήταν.
«Σε όλους τους φιλάθλους που ήρθαν εδώ και έδειξαν σεβασμό, λέω ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Το εκτιμώ. Σε όλους τους άλλους, που έδειξαν ασέβεια σε κάποιον παίκτη -αυτός ήμουν εγώ-, εύχομαι να έχουν a goooooooood night. Goooooooood night. Goooooooood night», είπε στην on court συνέντευξή του. Ο δημοσιογράφος του BBC, Ρίσι Περσάντ, προσπάθησε να του πει πως, ίσως, παρεξήγησε εκείνους που φώναζαν υπέρ του Ρούνε. Δεν πρόλαβε, καν, να ολοκληρώσει τη φράση του.
«Οχι, όχι, όχι, δεν το δέχομαι αυτό», τον διέκοψε ο Τζόκοβιτς. «Εδειξαν ασέβεια. Βρήκαν έναν εύσχημο τρόπο να με γιουχάρουν, τάχα φωνάζοντας υπέρ του Ρούνε. Είμαι στο tour 20 χρόνια. Πίστεψέ με, γνωρίζω όλα τα κόλπα, ξέρω πώς λειτουργεί. Εγώ επικεντρώνομαι σε αυτούς που αγαπούν το τένις και εκτιμούν την προσπάθεια που καταβάλλουν οι παίκτες. Εχω αγωνιστεί σε πολύ πιο εχθρικό περιβάλλον. Πιστέψτε με, δεν μπορείτε να με αγγίξετε».
Μίλησε σε πολύ έντονο ύφος. Μιάμιση ώρα μετά, στη συνέντευξη Τύπου, είχε ηρεμήσει. Παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσαν να κάνουν οι διοργανωτές για αυτή την κατάσταση. Αλλά τόνισε πως «όταν κάποιος ξεπερνά τα όρια, δεν μπορώ να μην αντιδράσω».
Ολοι θαυμάζουμε τους σπουδαίους αθλητές, όμως δεν τους συμπαθούμε απαραιτήτως. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα, σε όλα τα σπορ, και η περίπτωση του Τζόκοβιτς αποτελεί, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό. Οι φίλοι του τένις γεμίζουν ασφυκτικά τα γήπεδα για να παρακολουθήσουν τα παιχνίδια του, πάνε ακόμη και στις προπονήσεις του όταν επιτρέπεται, όμως ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος του κοινού που τον παραδέχεται ως τον κορυφαίο παίκτη και πληρώνει για να απολαύσει τις παραστάσεις του, δεν χάνει ευκαιρία να του δείξει ότι τον αντιπαθεί.
Ερευνα που είδε το φως της δημοσιότητας τον Μάιο του 2023 (την είχαν παραγγείλει οι διοργανωτές του Ρολάν Γκαρός) έδειξε ότι ο Τζόκοβιτς δέχεται στο Facebook και στο Twitter τις περισσότερες προσβολές ή απειλές από κάθε άλλον τενίστα. Είναι πρώτος -μακράν- σε αναρτήσεις με αρνητικό πρόσημο. Αυτές περιλαμβάνουν, από θυμωμένα emoji και «ευχές» να μην κερδίσει ποτέ ξανά γκραν-σλαμ τρόπαιο, μέχρι κακεντρεχή σχόλια, ύβρεις και απειλητικά μηνύματα που αφορούν τον ίδιο ή αγαπημένα του πρόσωπα.
Γιατί τόσο μίσος; Φταίει το κυριαρχικό του στιλ στο παιχνίδι, που συχνά φαντάζει κυνικό, αλαζονικό, ανελέητο για τον αντίπαλο. Και αυτό το ύφος του πολεμιστή, που τρομάζει. Φταίει ο ευέξαπτος χαρακτήρας του. Σπάει ρακέτες, «τα βάζει» με διαιτητές, συναδέλφους του, θεατές, ακόμη και με συνεργάτες του. Φταίει, ασφαλώς, το ότι σήκωσε το λάβαρο των αντιεμβολιαστών την εποχή της πανδημίας, και η προσπάθειά του να ξεγελάσει τις Αρχές της Μελβούρνης στο Αυστραλιανό Οπεν του 2022. Ο ίδιος νόσησε ελαφρά από Covid, όμως κάποιοι που τον άκουσαν, δεν είχαν την ίδια, καλή τύχη. Εκείνη την εποχή ο κόσμος έμαθε ότι τα παιδιά του, ο 8χρονος Στέφαν και η 6χρονη Τάρα, δεν είχαν κάνει τα εμβόλια που θα έπρεπε στην ηλικία τους.
Υπάρχουν, όμως, και βαθύτεροι λόγοι, που έχουν να κάνουν με την ταπεινή του καταγωγή. Αλλά και με τις ιδέες με τις οποίες ανατράφηκε. Ο Ρότζερ Φέντερερ γεννήθηκε από πατέρα και μητέρα που γνωρίστηκαν σε ένα εργαστήριο φαρμακευτικής εταιρείας στη Βασιλεία, και τους ένωσε η αγάπη τους για το τένις. Ο Ράφα Ναδάλ προερχόταν από μια εύπορη οικογένεια της Μαγιόρκα με πλούσια παράδοση στα σπορ. Ο Τζόκοβιτς, αντιθέτως, εμφανίστηκε στο τένις σαν αλεξιπτωτιστής. Παραθέριζε στο Κοπαόνικ, ένα βουνό της Σερβίας, όπου οι γονείς του διατηρούσαν εστιατόριο – πιτσαρία για σκιέρ, ορειβάτες και πεζοπόρους. Γνώρισε τον κόσμο του τένις εντελώς τυχαία, όταν η Γέλενα Γκέντσιτς, παλιά τενίστρια και μετέπειτα προπονήτρια, αποφάσισε το καλοκαίρι του 1993 να φτιάξει ένα ψυχαγωγικό πάρκο για τενίστες απέναντι από το μαγαζί των Τζόκοβιτς.
Η Γκέντσιτς δεν του δίδαξε μόνο τένις. Εγινε η δασκάλα του και στη ζωή. Προσπάθησε να του μάθει όσα περισσότερα μπορούσε, γνωρίζοντας ότι κάποια στιγμή η επιτυχία του θα τον έβγαζε από τον μικρόκοσμο στον οποίο ζούσε, όμως οι εμπειρίες του από το παιδικό και εφηβικό του περιβάλλον ήταν πιο ισχυρές. Κάπως έτσι ο «Τζόκο» διαμόρφωσε μια διπλή προσωπικότητα. Το ένα της κομμάτι -του παιδιού που είδε τον πατέρα του να του βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό για να επιστρέψει χρήματα που είχε δανειστεί, ή του νεαρού που μεγάλωσε με τις γνωστές εθνικοπατριωτικές του αντιλήψεις-, ο μετριοπαθής και καθωσπρέπει κόσμος του τένις δυσκολεύεται να το αποδεχθεί.
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του ο Τζόκοβιτς προσπάθησε να κάνει το κοινό να τον αγαπήσει. Οχι με μεγάλη επιτυχία, όπως παραδέχτηκε τον περασμένο Ιανουάριο σε συνέντευξή του στους Times. Ιδίως όταν αντίπαλός του ήταν κάποιος από τους Φέντερερ, Ναδάλ και Μάρεϊ. Ούτε η φιλανθρωπική του δράση βοήθησε πολύ – το ίδρυμά του, το οποίο βοηθά φτωχά παιδιά της χώρας του να μορφωθούν. Ετσι, αποφάσισε να είναι ο εαυτός του. Και σ’ όποιον αρέσει.
Πλέον, δεν τον πειράζει να αγωνίζεται σε εχθρικό περιβάλλον. Οχι μόνο το συνήθισε, αλλά και έμαθε να αντλεί ενέργεια από τις αποδοκιμασίες. Είναι ο άνεμος που φουσκώνει τα πανιά του.