Λίγο πριν την αυγή της νέας χρονιάς η Ελλάδα βρίσκεται έξω από τον χορό του προβληματισμού για την ευρωπαϊκή οικονομία. Οχι γιατί είναι ανταγωνιστική ή διαθέτει ισχυρή παραγωγική βάση. Θα ήταν κάπως υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο. Βρίσκεται όμως σε φάση ανάπτυξης, έχει βάλει σε τάξη τα δημοσιονομικά της και διαθέτει πολιτική σταθερότητα. Και αυτά συμβαίνουν σε μια στιγμή όπου αναλυτές ανησυχούν για τη Γαλλία και τη Γερμανία. Επομένως είναι λογικό να αναδεικνύεται η αντίστιξη.
Τι ακριβώς συμβαίνει όμως με την ευρωπαϊκή οικονομία; Είναι μόνο η επιστροφή του Τραμπ, τα δημοσιονομικά της Γαλλίας, η πολιτική αβεβαιότητα στη Γερμανία ή τα προβλήματα της Volskwagen, που πιέζεται από την κινεζικό ανταγωνισμό; ‘Η μήπως συμβαίνει κάτι ευρύτερο; Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Με τον Ντόναλντ Τραμπ να επιστρέφει στον Λευκό Οίκο σε λίγες εβδομάδες, το Politico γράφει ότι η οικονομία της ηπείρου υποφέρει από μια βαθύτερη ρωγμή, η οποία φτάνει ως τα θεμέλια πάνω στο οποία στηρίζεται η ευημερία της περιοχής. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το τον ιστότοπο, η ευρωπαϊκή οικονομία «κινδυνεύει να καταρρεύσει. Η οικονομία της Ευρώπης έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτική κατά τις τελευταίες δεκαετίες χάρη στην επέκταση προς ανατολάς και την ισχυρή ζήτηση για τα προϊόντα της από την Ασία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, καθώς η μακροχρόνια άνθιση της Κίνας φθίνει και οι εμπορικές εντάσεις με την Ουάσινγκτον θολώνουν την εικόνα του διατλαντικού εμπορίου, οι καλές ημέρες έχουν ξεκάθαρα τελειώσει».
Ερημος καινοτομίας
Το δημοσίευμα που υπογράφει ο Μάθιου Κάρνιτσνινγκ (δημοσιογράφος του Politico με έδρα το Βερολίνο) αναφέρει πως οι οικονομικοί άνεμοι που σαρώνουν τη Γηραιά Ηπειρο απειλούν να εξελιχθούν σε «τέλεια καταιγίδα το επόμενο έτος, καθώς ο Τραμπ βάζει στο στόχαστρό του την Ευρώπη». Εκτός από την επιβολή νέων δασμών, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσει την απαίτησή του από τις χώρες του ΝΑΤΟ να διαθέσουν περισσότερα χρήματα για τη δική τους Αμυνα, υπό την απειλή να χάσουν την αμερικανική προστασία.
Αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που ήδη αγωνίζονται να συγκρατήσουν τα αυξανόμενα ελλείμματα εν μέσω μειωμένων φορολογικών εσόδων, θα αντιμετωπίσουν ακόμη μεγαλύτερες οικονομικές πιέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν περαιτέρω πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές.
Οι υφέσεις και οι εμπορικοί πόλεμοι μπορεί να έρχονται και να φεύγουν, αλλά αυτό που καθιστά αυτή τη συγκυρία τόσο επικίνδυνη για την ευημερία της ηπείρου έχει να κάνει με τη μεγαλύτερη και πιο άβολη αλήθεια από όλες: «Η ΕΕ έχει μετατραπεί σε έρημο καινοτομίας» υπογραμμίζει το Politico. Σε ό,τι αφορά πάντως τα φορολογικά έσοδα, η Ελλάδα, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, κατέγραψε αύξηση το 2024 χάρη στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
⇒ Διαβάστε: Τα υπερέσοδα, ο Χατζηδάκης και η ΔΕΘ του 2025
«Αν και η Ευρώπη διαθέτει πλούσια ιστορία εντυπωσιακών εφευρέσεων, συμπεριλαμβανομένων επιστημονικών ανακαλύψεων που έδωσαν στον κόσμο τα πάντα, από το αυτοκίνητο μέχρι το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τα φαρμακευτικά προϊόντα, και κάποτε ήταν συνώνυμη με την τεχνολογία αιχμής στην αυτοκινητοβιομηχανία, σήμερα δεν έχει ούτε ένα δικό της προϊόν μεταξύ των 15 πιο δημοφιλών ηλεκτρικών οχημάτων» σημειώνει Κάρνιτσνινγκ στο Politico.
Οπως ανέφερε ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, στην πρόσφατη έκθεσή του για τη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, μόνο τέσσερις από τις 50 κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο είναι ευρωπαϊκές. «Αν η Ευρώπη παραμείνει στην τρέχουσα πορεία της, το μέλλον της θα είναι επίσης… ιταλικό: αυτό ενός παρακμάζοντος, αν και όμορφου, χρεωμένου, υπαίθριου μουσείου για αμερικανούς και κινέζους τουρίστες» προσθέτει ο αρθρογράφος.
«Διανύουμε μια περίοδο ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών, οι οποίες καθοδηγούνται κατά κύριο λόγο από την πρόοδο της ψηφιακής καινοτομίας και, σε αντίθεση με το παρελθόν, η Ευρώπη δεν βρίσκεται πλέον στην πρώτη γραμμή της προόδου» δήλωσε τον Νοέμβριο η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ. Μιλώντας σε εκδήλωση στο Παρίσι, η Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι το περίφημο κοινωνικό μοντέλο της Ευρώπης θα τεθεί σε κίνδυνο αν δεν αλλάξει γρήγορα πορεία.
«Διαφορετικά, δεν θα είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε τον πλούτο που θα χρειαστούμε για να καλύψουμε τις αυξανόμενες ανάγκες μας σε ό,τι αφορά τις δαπάνες, ώστε να διασφαλίσουμε την ασφάλειά μας, να καταπολεμήσουμε την κλιματική αλλαγή και να προστατεύσουμε το περιβάλλον» είπε η πρόεδρος της ΕΚΤ. Ο Ντράγκι, ο οποίος παρουσίασε την έκθεσή του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Σεπτέμβριο, ήταν πιο ωμός: «Πρόκειται για μια υπαρξιακή πρόκληση».
Δυστυχώς, συνεχίζει ο Κάρνιτσνινγκ, η επισκευή της οικονομικής υποδομής της Ευρώπης είναι κάτι που εύκολα το λες αλλά δύσκολα γίνεται. Με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και τους Ρεπουμπλικανούς του να ελέγχουν και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, η Ευρώπη δεν ήταν ποτέ πιο εκτεθειμένη στις ιδιοτροπίες της αμερικανικής εμπορικής πολιτικής. Εάν ο Τραμπ κάνει πράξη την απειλή του να επιβάλει δασμούς έως και 20% στις εισαγωγές από τη Γηραιά Ηπειρο, η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα υποστεί ισχυρό πλήγμα.
Με περισσότερα από 500 δισ. ευρώ σε ετήσιες εξαγωγές προς τις ΗΠΑ από την ΕΕ, η Αμερική είναι μακράν ο σημαντικότερος προορισμός για τα ευρωπαϊκά προϊόντα. Η Ευρώπη φαίνεται να έχει κάνει ελάχιστα για να προετοιμαστεί για την επιστροφή του Τραμπ. Η πρώτη αντίδραση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην επανεκλογή του ήταν να προτείνει στην Ευρώπη να αγοράζει περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τις ΗΠΑ.
Αυτό μπορεί να ευχαριστήσει τον Τραμπ για ένα διάστημα, σχολιάζει το Politico, αλλά δεν αποτελεί στρατηγική. «Η αποτυχία των ηγετών της Ευρώπης να αντλήσουν διδάγματα από την τελευταία προεδρία του Τραμπ επιστρέφει τώρα για να μας στοιχειώσει» λέει ο Κλέμενς Φουέστ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Ifo με έδρα το Μόναχο, μιας από τις κορυφαίες δεξαμενές σκέψης της Ευρώπης στο πεδίο της οικονομίας.
Ο Φουέστ σημειώνει ωστόσο ότι ο Τραμπ μπορεί να μη φέρει μόνο αρνητικές εξελίξεις στην ΕΕ. Εάν, για παράδειγμα, ακολουθήσει τα σχέδιά του να ανανεώσει τις μαζικές φοροελαφρύνσεις για τους πλούσιους και να επιβάλει νέους δασμούς, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ θα μπορούσε να εκτοξευθεί, αυξάνοντας τα επιτόκια. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε το δολάριο, γεγονός που θα ωφελούσε τους ευρωπαίους εξαγωγείς όταν θα μετέτρεπαν τα έσοδά τους από τις ΗΠΑ πίσω σε ευρώ.
«Οι Ευρωπαίοι δεν εργάζονται αρκετά»
Το Politico καταγράφει επίσης το έδαφος που έχει χάσει η Ευρώπη την τελευταία 20ετία. «Ο βαθμός στον οποίο η Ευρώπη έχει χάσει έδαφος σε σχέση με τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά την οικονομική ανταγωνιστικότητα από την αλλαγή του αιώνα κόβει την ανάσα. Το χάσμα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, για παράδειγμα, έχει διπλασιαστεί και σύμφωνα με ορισμένες μετρήσεις φτάνει στο 30%, κυρίως λόγω της χαμηλότερης αύξησης της παραγωγικότητας στην ΕΕ».
Και ο ιστότοπος προσθέτει:
♦ «Με απλά λόγια, οι Ευρωπαίοι δεν εργάζονται αρκετά. Ενας μέσος γερμανός εργαζόμενος, για παράδειγμα, εργάζεται πάνω από 20% λιγότερες ώρες από τους αμερικανούς συναδέλφους του. Μια ακόμη αιτία της πτώσης της παραγωγικότητας της Ευρώπης είναι η αποτυχία του εταιρικού τομέα να καινοτομήσει. Οι αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας, για παράδειγμα, δαπανούν υπερδιπλάσια ποσά από ό,τι οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές για έρευνα και ανάπτυξη, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Ενώ οι αμερικανικές εταιρείες έχουν σημειώσει άλμα 40% στην παραγωγικότητα από το 2005, η παραγωγικότητα στον ευρωπαϊκό τεχνολογικό κλάδο έχει μείνει στάσιμη».
Η VW και το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας
Το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας εντοπίζεται πια στη βιομηχανική «καρδιά» της Ευρώπης και οπτικοποιείται το τελευταίο διάστημα από τα προβλήματα της αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen. Μετά την πρόσφατη ανακοίνωση της VW ότι θα κλείσει ορισμένα εργοστάσια στη Γερμανία για πρώτη φορά στην ιστορία της, οι καμπάνες της ανησυχίας άρχισαν οι ηχούν.
Ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας στη Γερμανία, ο οποίος απασχολεί περίπου 800.000 εργαζόμενους εντός της χώρας, αποτελεί τον αιμοδότη της οικονομίας της επί δεκαετίες, συμβάλλοντας περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τομέα στην ανάπτυξη της χώρας.
«Η κυριαρχία της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας κινδυνεύει επειδή η απροθυμία της να επενδύσει στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα ώθησε άλλους –ιδίως την Tesla και πολλούς κινέζους κατασκευαστές– να αναλάβουν δράση. Ενώ αυτές οι εταιρείες επένδυσαν σε μεγάλο βαθμό στην τεχνολογία μπαταριών και εξασφάλισαν πολύτιμες πατέντες, οι Γερμανοί εργάζονταν στην προσπάθεια τελειοποίησης του κινητήρα ντίζελ. Δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά. Η κρίση στον κλάδο των αυτοκινήτων της Γερμανίας είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η χώρα αγωνίζεται να αντιμετωπίσει μια σειρά από άλλες περίπλοκες προκλήσεις που εξαντλούν το οικονομική δυναμική της» γράφει ο Κάρνιτσνινγκ. Και ξεχωρίζει τη μεγαλύτερη πρόκληση:
—Η ταχεία γήρανση της κοινωνίας και η έλλειψη εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης. Πολλοί στη Γερμανία ήλπιζαν ότι η μεγάλη εισροή προσφύγων που βίωσε η χώρα τα τελευταία χρόνια θα ανακούφιζε αυτή την πίεση. Το πρόβλημα είναι ότι λίγοι από τους πρόσφυγες έχουν το μορφωτικό υπόβαθρο και τις δεξιότητες για να αναλάβουν τις υψηλού επιπέδου θέσεις μηχανικών και τις άλλες τεχνικές θέσεις που πρέπει να καλύψουν οι γερμανικές εταιρείες.
Πολλές βιομηχανίες –μόνο τις τελευταίες εβδομάδες η VW, η Ford και η χαλυβουργία ThyssenKrupp– ανακοίνωσαν δεκάδες χιλιάδες απολύσεις. Αντιμέτωπες με ένα από τα υψηλότερα ενεργειακά κόστη παγκοσμίως, σημαντικό μισθολογικό κόστος και ένα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο, πολλές μεγάλες γερμανικές εταιρείες εγκαταλείπουν, σύμφωνα με το Politico, τα εργοστάσια στη Γερμανία και μετακομίζουν σε άλλες περιοχές.
Παράλληλα, οι κινεζικές εταιρείες ανταγωνίζονται άμεσα τις εταιρείες της ευρωζώνης (και ιδίως της Γερμανίας), πολλές από τις οποίες είναι κατασκευαστές μηχανημάτων. Οι Κινέζοι είναι επίσης εξαιρετικά επιθετικοί ως προς τις τιμές, γεγονός που έχει συμβάλει στη σημαντική μείωση του μεριδίου της ΕΕ στο παγκόσμιο εμπόριο. Αυτό είναι σαφές και στις τιμές των αυτοκινήτων.
Ο Κάρνιτσνινγκ σχολιάζει στο Politico ότι η έκθεση Ντράγκι απασχόλησε περίπου μία ημέρα τα μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης της ηπείρου και στη συνέχεια ξεχάστηκε. Ομοίως, οι προειδοποιήσεις από το ΔΝΤ και την ΕΚΤ πέφτουν το κενό. «Αυτό είναι πιθανό να συμβαίνει», σύμφωνα με τον αρθρογράφο, «επειδή οι Ευρωπαίοι δεν αισθάνονται πραγματικά τον οικονομικό πόνο, τουλάχιστον όχι ακόμη».
Τα συμπεράσματα του Politico είναι ότι οι οικονομικές προοπτικές της περιοχής επιδεινώνονται και οι Ευρωπαίοι θα ξυπνήσουν απότομα. Ο ιστότοπος εκτιμά ότι χώρες όπως η Γαλλία, που αντιμετωπίζει δημοσιονομικό έλλειμμα 6% εφέτος και 7% το 2025 –υπερδιπλάσιο του επιτρεπόμενου ορίου της ευρωζώνης–, θα δυσκολευτούν να διατηρήσουν ένα γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας.
«Το Παρίσι δαπανά σήμερα πάνω από το 30% του ΑΕΠ για κοινωνικές δαπάνες, από τις υψηλότερες στον κόσμο. Αν η οικονομική τύχη της Ευρώπης δεν αντιστραφεί σύντομα, οι χώρες αυτές θα βρεθούν αντιμέτωπες με δύσκολες αποφάσεις –όπως η Ελλάδα το 2010–, καθώς το κόστος δανεισμού τους θα αυξάνεται» τονίζει το Politico.
Η Ελλάδα, δηλαδή, παρουσιάζεται ως μία από τις χώρες που έκαναν τα «μαθήματά» τους, έστω και αναγκαστικά, λόγω των μνημονίων. Η διαπίστωση αυτή συνοδεύεται από σχόλια ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία μπορεί να βρεθούν στην ίδια θέση. Ποιος θα το περίμενε, άραγε, αυτό πριν από δέκα χρόνια;