Στις χρόνιες αγκυλώσεις του ασφαλιστικού συστήματος καθώς και στις προοπτικές παρεμβάσεων προκειμένου αυτό να επανακτήσει την αξιοπιστία και τη βιωσιμότητά του αναφέρθηκε την Τετάρτη ο πρώην υπουργός Εργασίας Τάσος Γιαννίτσης σε παρέμβασή του στο συνέδριο «Η Ελλάδα Μετά (;) την Πανδημία» του Κύκλου Ιδεών.
Τα όσα είπε ο κ. Γιαννίτσης αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο διότι ο ίδιος υπήρξε ο συντάκτης της «προφητικής» μεταρρύθμισης που είχε επιχειρήσει να περάσει στις αρχές της δεκαετίας του 2000 –όταν είχε συναντήσει την αντίδραση του πολιτικού συστήματος. Αλλά κυρίως επειδή τώρα η κυβέρνηση βρίσκεται ενώπιον της ανάγκης μιας νέας ριζικής αλλαγής της φιλοσοφίας του Ασφαλιστικού.
Στην παρέμβασή του, ο κ. Γιαννίτσης:
-Χαρακτήρισε σημαντικό να επιτευχθεί, έστω και ως επιμέρους διορθωτική επέμβαση, η προσθήκη της κεφαλαιοποίησης σε ό,τι αφορά στις επικουρικές συντάξεις.
– Ανέλυσε τους λόγους που κατέστησαν (και) το ασφαλιστικό γενεσιουργό αιτία της κρίσης.
– Και επεσήμανε, τέλος, ότι για την επαναφορά του σε τροχιά αξιοπιστίας δεν λείπουν οι λύσεις και οι ιδέες αλλά η πολιτική βούληση.
Η εισήγηση του κ. Γιαννίτση, που φέρει τον τίτλο «Προϋποθέσεις για ένα αξιόπιστο ασφαλιστικό σύστημα» ήταν η εξής:
«Θα αναφερθώ στο θέμα με τέσσερις επισημάνσεις:
1. Το ερώτημα που λογικά προηγείται πριν τοποθετηθεί κανείς στο θέμα μας είναι τι το μη αξιόπιστο έχει το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο θα χρειαζόταν να αλλάξει. Κι εδώ έχουμε το πρώτο μεγάλο μας πρόβλημα: όποια απάντηση και αν δώσουμε, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε την άβυσσο που διαχρονικά και διακομματικά χωρίζει ένα αξιόπιστο ασφαλιστικό –όπως και αν το ορίσουμε- από ένα ασφαλιστικό που να είναι πολιτικά αποδεκτό.
2. Όλοι γνωρίζουμε, ότι σήμερα ένα σημαντικό θέμα για το ασφαλιστικό είναι το πώς το σημερινό διανεμητικό σύστημα θα συμπληρωθεί με μια κεφαλαιοποιητική διάσταση σε ό,τι αφορά τις επικουρικές συντάξεις. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο κ. Τσακλόγλου έχει επιφορτιστεί με το εγχείρημα αυτό. Πιστεύω, ότι υποκειμενικά έχει όλες τις προϋποθέσεις να πετύχει ένα ζητούμενο που πάει κόντρα στο ρεύμα και του εύχομαι καλή επιτυχία. Όταν οι μεγάλες λύσεις δεν υπάρχουν πια, ακόμα και επιμέρους διορθωτικές παρεμβάσεις έχουν τη σημασία τους. Και η προσθήκη της κεφαλαιοποίησης, για λόγους που σχετίζονται με τη γενικότερη αναξιοπιστία στο ασφαλιστικό, μπορεί να αποτελεί μια σημαντική συμπλήρωση.
3. Το ασφαλιστικό στην Ελλάδα έχει τρία χαρακτηριστικά, που βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με την έννοια της αξιοπιστίας: πρώτον, ότι ενώ με συνεχείς παρεμβάσεις στα χρόνια 2010-2019 σημειώθηκαν σημαντικές περικοπές στις συντάξεις σε ατομικό επίπεδο, τελικά, σημειώθηκε μια ισχυρότατη γιγάντωση των συνολικών συνταξιοδοτικών δαπανών, με τεράστιες επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Δεύτερον, ότι μεταξύ 2000 και 2009, η χρηματοδότηση αυτών των αυξανόμενων ελλειμμάτων του ασφαλιστικού ήταν εφικτή μέσω της συνεχούς διόγκωσης του εξωτερικού δανεισμού, που όμως τελικά οδήγησε στον υπερδανεισμό, σε δημοσιονομική κατάρρευση και επιστροφή της οικονομίας σε συνθήκες πολλών ετών πίσω, ακυρώνοντας βίαια και απότομα τις επιδόσεις μιας ολόκληρης δεκαετίας. Τρίτον, στην τελευταία δεκαετία, όταν πλέον ο εξωτερικός δανεισμός κόπηκε, η χρηματοδότηση γίνεται μέσω αυξημένων φόρων και μιας σημαντικής περικοπής δαπανών για επενδύσεις, για την άμυνα, για την κοινωνική προστασία των άνεργων, των ΑΜΕΑ και την υγεία. Ως αποτέλεσμα, στην περίοδο αυτή, η αρνητική επίδραση του χρεοκοπημένου ασφαλιστικού δεν εκδηλώθηκε με την ίδια βίαιη κατάρρευση όπως μετά το 2009. Λειτούργησε όμως όπως ένα αργό δηλητήριο, χρόνο με το χρόνο, με την τελμάτωση του ΑΕΠ και πολλών βασικών οικονομικών και κοινωνικών μεγεθών.
4. Στην ουσία, η χώρα βρέθηκε σε συνθήκες, όπου το ασφαλιστικό το ίδιο μεταβλήθηκε σε ένα από τα κρίσιμα γενεσιουργά αίτια της κρίσης, της αναπτυξιακής στασιμότητας και της ανεργίας, τα οποία δεν μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς ‘ένα αξιόπιστο ασφαλιστικό σύστημα’ για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο της συζήτησής μας. Εδώ και μισή δεκαετία όλοι κλαίγονται εναλλάξ για τις αναιμικές επιδόσεις της οικονομίας, χωρίς κανείς να θίξει τα αίτια του προβλήματος, καθώς τότε θα έπρεπε αυτά να αντιμετωπιστούν. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το κεντρικό ερώτημα για αξιοπιστία, βιωσιμότητα και επιπτώσεις του ασφαλιστικού δεν θα απαντηθεί ποτέ με αναφορές στα ελλείμματα του ασφαλιστικού, στο ύψος των συντάξεων, στα όρια ηλικίας ή άλλα παρόμοια. Σχετίζεται με τις επιπτώσεις όλων αυτών σε ένα ευρύτερο επίπεδο: στην ανάπτυξη, τα εισοδήματα, την ανεργία, την αποταμίευση, τις επενδύσεις, τις ανισότητες, τη συνεχή υποχώρηση της θέσης της χώρας στην Ε.Ε. και στο γεωπολιτικό της περιβάλλον. Όταν δούμε –όμως στον πραγματικό κόσμο, και όχι στον κόσμο των επαναλαμβανόμενων αισιόδοξων προβλέψεων που διαδοχικά διαψεύδονται– ότι η οικονομία σημειώνει ρυθμούς μεγέθυνσης πάνω από 2,5%, ότι η ανεργία συρρικνώνεται σταθερά προς το 10%, ότι οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνουν από το 11% προς το 20%, ότι άλλα κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη έχουν αντίστοιχη εξέλιξη και ότι η Ελλάδα αρχίζει πάλι να παίρνει κεφάλι, και όλα αυτά ταυτόχρονα και για περισσότερα χρόνια, τότε θα μπορούμε να πούμε ότι έχουμε ένα αξιόπιστο ασφαλιστικό.
Συνοψίζοντας, η αξιοπιστία του ασφαλιστικού δεν ορίζεται από κάποιες αριθμητικές σχέσεις στο εσωτερικό του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά από το πώς το ίδιο επηρεάζει άλλες βασικές οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Επίσης, η αναζήτηση αξιοπιστίας σε ένα κρίσιμο τμήμα πολιτικής δεν θα καλυφθεί με τεχνικές προτάσεις που είναι άφθονες. Στη θεωρία, προτάσεις για το ασφαλιστικό δεν λείπουν. Πολιτική βούληση για αξιοπιστία στο Ασφαλιστικό λείπει. Και αξιοπιστία σημαίνει να ξεφύγουμε από τις επιπτώσεις που προανέφερα, να αποκτήσει το ασφαλιστικό μια ισορροπία που να διασφαλίζει την ίδια τη βιωσιμότητά του, τη βιωσιμότητα της οικονομίας συνολικά και τη διασφάλιση μιας ισόρροπης θέσης όσων καλώς και κακώς έχουν πλέον μετατοπιστεί σε συνθήκες συνταξιοδότησης ώστε να αρχίσουμε να υποθηκεύουμε και το μέλλον όσων είναι σήμερα 50-55 ετών και κάτω.
Είναι εφικτό; Δεν ξέρω. Ίσως, πλέον, σήμερα, να είναι πια πολύ αργά για αξιόπιστο ασφαλιστικό σύστημα. Είναι ως εάν έχουμε αφήσει ένα καράβι να γεμίσει νερά και να συζητάμε πώς θα αποτρέψουμε τη βύθισή του ή θα το ξαναφέρουμε στην επιφάνεια. Για χρόνια, το ασφαλιστικό από εργαλείο κοινωνικής πολιτικής λειτούργησε ως εργαλείο πολιτικής διαμάχης και ως προνομιακό πεδίο κομματικής και προσωπικής σύγκρουσης για ανακατανομές της πολιτικής εξουσίας, χωρίς ποτέ να διασφαλίζεται η επίλυση των προβλημάτων που οδήγησαν στην κατάρρευση του πιο σημαντικού πυλώνα κοινωνικής πολιτικής.
Με τον εγκλεισμό είχα την ευκαιρία να ξαναδιαβάσω το φοβερό “Γατόπαρδο” του Ντι Λαμπεντούσα. Εκεί ο πρωταγωνιστής –ο Δον Φαμπρίτσιο– περιγράφει γιατί διέξοδος από το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιπέσει δεν μπορεί να βρεθεί: “Οι Σικελοί, γράφει, δεν θα θελήσουν ποτέ να βελτιωθούν, για τον εξής απλό λόγο: πιστεύουν ότι είναι τέλειοι. Η ματαιοδοξία τους είναι πιο ισχυρή από την εξαθλίωσή τους”. Αν με ρωτήσετε μήπως αυτό είναι υπονοούμενο για τη σημερινή Ελλάδα, θα σας απαντήσω αρνητικά, όχι όμως με κατηγορηματικό τρόπο. Κάθε χώρα και κάθε εποχή έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και αφανείς διασυνδέσεις μεταξύ ιστορικών εξελίξεων, που δημιουργούν σκέψεις και ερωτηματικά. Ας το δείτε έτσι».