Γεννιέται το 1910 στο Πασαλιμάνι και από μικρός παίρνει μαθήματα από τον ζωγράφο Πικ, ειδικευμένο για παιδιά. Το 1928 μπαίνει ως σπουδαστής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους, μεταξύ άλλων, τον Γιάννη Κεφαλληνό (χαρακτική), τους Γεώργιο Ιακωβίδη, Σπύρο Βικάτο και Κωνσταντίνο Παρθένη (ζωγραφική). Γνωρίζει, εξάλλου, τον Στρατή Δούκα και την Αγγελική Χατζημιχάλη, μέσω της οποίας αποκτά πρόσβαση στο Λύκειο Ελληνίδων, έναν «θησαυρό» από στολές και κοσμήματα, που θα τον ακολουθούν σε όλη τη ζωή του.
Κάνει παρέα με την Εύα Σικελιανού και τον Σωτήρη Σπαθάρη, ο οποίος του μαθαίνει τα μυστικά της ψαρόκολλας, ενώ ένας καρβουνιάρης από το Αϊβαλί τού μαθαίνει τον πλάγιο τόνο στην ψαλτική. Από το 1930 έως τις αρχές του 1934 μαθητεύει στον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος του δείχνει την τεχνική των βυζαντινών εικόνων, της νωπογραφίας και της τυπογραφίας. Παράλληλα γράφεται στο εργαστήρι του Κ. Παρθένη, με τον οποίο συζητούν για τον Σεζάν και την ευρωπαϊκή τέχνη.
«Το 1933 ετελείωσα… την τριετή μου θητεία δίπλα στον Κόντογλου και ένα χρόνο μετά τέλειωνε και η θητεία μου στον Παρθένη… Μα υπήρχαν άλλες δύο θητείες παράλληλες: δίπλα στον Πικιώνη και στον Διαμαντή Διαμαντόπουλο, στον οποίο οφείλω πολλά… Ο καθένας από αυτούς μού ‘δωσε τη δύναμη και την πίκρα της γνώσεως» γράφει στο αυτοβιογραφικό «Αγαθόν το Εξομολογείσθαι» (εκδ. Καστανιώτη, 1986).
Πρώτες κριτικές: «λαϊκισμός»
Το 1938 παρουσιάζει την πρώτη του ατομική έκθεση στην αίθουσα Στρατηγοπούλου με έργα των ετών 1935-1938, επηρεασμένα από τον Κόντογλου, τον Ματίς και τον Καραγκιόζη, καθώς και 21 ακουαρέλες. Οι κριτικές που γράφονται είναι διχασμένες. Τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, για παράδειγμα, τον ενοχλούν «οι παλιάνθρωποι» που ζωγράφισε ο καλλιτέχνης, ενώ ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου («Καθημερινή») ζητά επίμονα κάποιο θέμα αλλά βρίσκει μόνο καθαρή ζωγραφική και λαϊκισμό.
Ο λαϊκισμός αυτός, συνεχίζει ο Παπαντωνίου, οδηγεί τον Τσαρούχη σε μια προσπάθεια να μπει στο πετσί του λαϊκού ανθρώπου και να δει το αντικείμενο με τη συγκινητική άγνοια, τη λειψή αντίληψη, την αγνότητα και τα λάθη που θα το έβλεπε εκείνος. Αυτό όμως είναι επικίνδυνο, συνεχίζει, διότι έτσι κινδυνεύει να μην μπορεί να δει με τα δικά του μάτια. Επαινετική κριτική, πάντως, θα γράψει ο Α. Δρίβας, κυρίως για τον λαϊκό χαρακτήρα της τέχνης του Τσαρούχη, «που τον ενώνει και τον συμφιλιώνει» με τις αναζητήσεις της Δυτικής τέχνης.
Το ανέκδοτο με την Κάλλας: «Μη σώσεις και πόσεις»
Στις 21 Αυγούστου 1960 είναι προγραμματισμένη η πρεμιέρα της όπερας «Νόρμα», με τη Μαρία Κάλλας, στην Επίδαυρο, σε παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η ξαφνική νεροποντή, ωστόσο, διώχνει τους θεατές που είχαν ήδη καταφτάσει και ματαιώνει τα σχέδια όλων: του σκηνοθέτη Αλέξη Μινωτή, του διευθυντή ορχήστρας Τούλιο Σεραφίν και του Γιάννη Τσαρούχη, που είχε αναλάβει τη σκηνογραφία.
Τελικά η παράσταση μεταφέρεται στις 24 Αυγούστου, ενώ δίνεται και δεύτερη τη μεθεπόμενη ημέρα. Η Κική Μορφονιού, που συμμετείχε στην ιστορική παράσταση στο πλευρό της Κάλλας ως Ανταλτζίζα, θυμόταν στα «ΝΕΑ» (21 Αυγούστου 2010) την ιστορία που κυκλοφορούσε σαν ανέκδοτο στους καλλιτεχνικούς κύκλους: «Ο Γιάννης Τσαρούχης τής έλεγε: “Μαρία, πρέπει να δοκιμάσεις την περούκα”. “Νon posso” (“δεν μπορώ”) του απαντούσε. “Εντάξει, Μαρία μου, αύριο”. Την άλλη μέρα πάλι: “Μαρία, σε παρακαλώ να βάλουμε την περούκα”. “Non posso, Γιάννη μου, non posso”. Αυτό τέσσερεις, πέντε φορές… Οπότε ο Τσαρούχης εξερράγη: “Μη σώσεις και πόσεις”».
«Τρωάδες» σε ένα οικόπεδο
Τον Σεπτέμβριο του 1977 προχώρησε σε μια κίνηση απρόσμενη για αναπαράσταση αρχαίου δράματος: ανέβασε τις «Τρωάδες», που είχε μεταφράσει ο ίδιος, σε θέατρο το οποίο δημιούργησε –μόλις για τέσσερις εβδομάδες– στο πάρκινγκ της οδού Καπλανών 6, στο κέντρο της Αθήνας.
Για τις ανάγκες της αυτοσχέδιας παράστασης έστησε ένα ξύλινο ικρίωμα, ενώ άφησε τα χαλάσματα στο βάθος του οικοπέδου για να πετύχει την αρμονία χρωμάτων που ήθελε. Εκάβη ήταν η Σμάρω Στεφανίδου, α’ κορυφαία η Σαπφώ Νοταρά, Κασσάνδρα η Εύα Κοταμανίδου, Ανδρομάχη η Αλίκη Γεωργούλη, Ταλθύβιος ο Χρήστος Τσάγκας, Ωραία Ελένη η Μαρία Κωνσταντάρου.
Το σκηνικό και η ατμόσφαιρα παρέπεμπαν στον ξεριζωμό του 1922 (βασική αναφορά στο έργο του), αλλά και στην πρόσφατη τότε κυπριακή τραγωδία, γεγονός που αποτυπωνόταν στα απλά σύγχρονα κοστούμια. Η παράσταση γνώρισε μεγάλη επιτυχία, αλλά λόγω του φθινοπωρινού ψύχους μεταφέρθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Τα «ξεχασμένα» νεανικά ποιήματα
Σε ηλικία 25 ετών, πριν φύγει για το Παρίσι, γράφει «Τα ποιήματα της πνευματικότητος» (1935), που μαζί με άλλα περιλαμβάνονται στην έκδοση «Ποιήματα 1934-1937» (εκδ. Αγρα, 1980). Γράφει ο ίδιος στον πρόλογο: «Τα ποιήματα αυτά αντανακλούν την ψυχική μου κατάσταση εκείνης της εποχής, που ήταν ένα μείγμα οδυνηρής νοσταλγίας της χαμένης μου παιδικής ζωής και συγχρόνως μια διάθεση να την αποτελειώσω με σκληρότητα…». Τα ποιήματα είναι επτά και το καθένα φέρει το αντίστοιχο γράμμα της αλφαβήτου. Επιλέγουμε δύο:
Α΄
Ενας άνθρωπος έστησε μια πνευματικότητα κοντά
στη θάλασσα. Ηταν από τσίγκο, σ’ ένα τελάρο ξύλινο
βαμμένο με λαδομπογιά. Το βράδυ την έριξε ο αέρας
και σκότωσε ένα περαστικό […]
Δ’
Εγώ δε θα στήσω ποτέ μου πια πνευματικότητα και
υπερηφανεύομαι για αυτή μου την απόφαση. Ατυχήματα
και σκοτωμοί είναι το τέλος κάθε πνευματικότητος.
Ανθρωποι και ζώα σκοτώνονται από την πτώση τους,
άντρες στο άνθος της ηλικίας τους, θύματα της περιέργειάς
των, κι ανύποπτα άλογα, σκύλοι και γάτες και πρόβατα,
που κατά τύχην περνούν από κει. Οχι πια άλλες πνευματικότητες.
Αλλά ποιος είναι πρόθυμος να σ΄ακούσει;
Το σημείωμα βασίζεται στα βιογραφικά στοιχεία του tsarouchis.gr/el/βιογραφία, στο «Γιάννης Τσαρούχης, η Ζωγραφική και η Εποχή του», Ειρήνη Φλώρου (εκδ. Λιβάνη, 1999) και το «Μαθήματα Ζωγραφικής, Χίος, 1981» (εκδ. Αγρα, 2023)