Ρυθμό ανάπτυξης μικρότερο από αυτόν που προβλέπει ο προϋπολογισμός για το 2020 προέβλεψε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του σε εκδήλωση που πραγματοποίησαν τη Δευτέρα το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και το Ιδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ (KAS) Ελλάδας και Κύπρου.
Στην ομιλία με θέμα «Οικονομικές εξελίξεις και προοπτικές στην Ευρώπη και την Ελλάδα», ο κ. Στουρνάρας είπε ότι η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε το 2019 με ρυθμό 2,2%. Εκτίμησε δε ότι για το 2020 και το 2021 αναμένεται επιτάχυνση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 2,5%. Ο προϋπολογισμός που ψήφισε η κυβέρνηση τον περασμένο Δεκέμβριο προβλέπει ανάπτυξη 2,8%, ενώ πρόσφατα στο Νταβός ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για μια μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας «κοντά στο 3%».
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και τα λιγότερο αισιόδοξα ποσοστά που έδωσε ο κ. Στουρνάρας, συνιστούν επιδόσεις πρωτοφανείς για την Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια και σπάνιες για την ευρωζώνη.
Οπως παρατήρησε ο κεντρικός τραπεζίτης, από την έναρξη της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010, η Ελλάδα έχει επιτύχει σημαντική πρόοδο.
«Τα κύρια αίτια της κρίσης, δηλαδή τα πολύ μεγάλα “δίδυμα” ελλείμματα (της γενικής κυβέρνησης και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), έχουν εξαλειφθεί, η ανταγωνιστικότητα σε όρους σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει αποκατασταθεί (λιγότερο όμως σε όρους σχετικών τιμών και ακόμη λιγότερο σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας), το τραπεζικό σύστημα διαθέτει ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια και οι συνθήκες ρευστότητας έχουν βελτιωθεί ουσιαστικά, ενώ έχουν εφαρμοστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως το ασφαλιστικό, το σύστημα υγείας, οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών, το επιχειρηματικό περιβάλλον, η φορολογική διοίκηση, το δημοσιονομικό πλαίσιο και η διαφάνεια του δημόσιου τομέα» σημείωσε.
Ο κ. Στουρνάρας δεν παρέλειψε να αναφερθεί στις πρόσφατες αναβαθμίσεις της Ελλάδας από δύο οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, τη S&P τον Οκτώβριο του 2019 και τη Fitch τον Ιανουάριο του 2020, που αναβάθμισαν το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας κατά μία βαθμίδα, ενώ η Διεθνής Διαφάνεια αναβάθμισε πρόσφατα την Ελλάδα κατά επτά βαθμίδες όσον αφορά τον δείκτη αντίληψης της διαφθοράς.
«Η πολύ πρόσφατη έκδοση 15ετούς ομολόγου με επιτόκιο 1,875% πιστοποιεί την πρόοδο αυτή» παρατήρησε ο διοικητής της ΤτΕ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ελληνική οικονομία πλέον ανακάμπτει, ενώ παράλληλα παρατηρείται αναδιάρθρωση υπέρ τομέων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Οπως είπε, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν 2,2% το 2019 και προβλέπει ότι θα ανέλθει σε 2,5% το 2020 και το 2021, καθώς η διαδικασία ανάκτησης του χαμένου εδάφους μετά τη μακρά περίοδο ύφεσης μέσω της αύξησης των επενδύσεων και του διαθέσιμου εισοδήματος, προβλέπεται να αντισταθμίσει την επίδραση της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας και της οικονομίας της ζώνης του ευρώ.
Οι προκλήσεις για την Ελλάδα
Ωστόσο, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει περιοριστικές δημοσιονομικές, νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες σε σχέση με όλα τα άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ ως αποτέλεσμα της κρίσης χρέους που πέρασε, καθώς και μια σειρά από προκλήσεις, όπως:
• το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), που περιορίζει τη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει νέες επενδύσεις και να στηρίξει την πραγματική οικονομία,
• το μεγάλο επενδυτικό κενό
• η υψηλή μακροχρόνια ανεργία
• η προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση
• ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας
• η εκτεταμένη παραοικονομία
• η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
«Οι εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας είναι θετικές, με βελτιούμενες κεφαλαιακή επάρκεια, κερδοφορία πριν από τις προβλέψεις και ρευστότητα. Η συνεχής αύξηση των καταθέσεων και η βελτίωση της ρευστότητας επέτρεψε την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων από 1ης Σεπτεμβρίου 2019, ενώ από τότε μέχρι σήμερα η κατάσταση συνεχίζει να βελτιώνεται» εξήγησε ο διοικητής της ΤτΕ.
Και πρόσθεσε ότι «ο υψηλός λόγος των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών ήταν μια από τις πρώτες και πιο ορατές επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα».
Την τελευταία τριετία, όπως είπε, και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019, το απόθεμα των ΜΕΔ υποχώρησε ως απόλυτο μέγεθος σημαντικά, κατά περίπου 36 δισ. ευρώ, από το μέγιστο των περίπου 107 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016, ως επί το πλείστον μέσω διαγραφών και πωλήσεων δανείων.
Επίσης, το θεσμικό πλαίσιο για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους ενισχύθηκε μέσω σειράς μεταρρυθμίσεων, όπως:
• η επιτάχυνση της εκποίησης εμπράγματων ασφαλειών από τις τράπεζες μέσω ηλεκτρονικών πλειστηριασμών
• η απλούστευση της διαδικασίας πώλησης ΜΕΔ μέσω της απελευθέρωσης του καθεστώτος διαχείρισης ΜΕΔ και της δημιουργίας δευτερογενούς αγοράς δανείων
• ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, ο οποίος περιλαμβάνει και τη δυνατότητα διαγραφής φορολογικών οφειλών, αν και μέχρι στιγμής λίγες περιπτώσεις έχουν επιλυθεί μέσω αυτής της διαδικασίας
• η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου και του πλαισίου αφερεγγυότητας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που επεξεργάζεται η κυβέρνηση και θα τεθεί σε εφαρμογή το α’ εξάμηνο φέτος.
Με προσωρινά στοιχεία εννεαμήνου 2019, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε περίπου 71 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 42,1% του συνόλου των δανείων.
«Αν και η οικονομία επανήλθε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2017, ωστόσο, για να επιτευχθούν υψηλότεροι και διατηρήσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης, χρειάζεται να αναθερμανθεί η πιστωτική επέκταση. Για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητη η απαλλαγή των ισολογισμών των τραπεζών από τα επισφαλή δάνεια, σε συνδυασμό με αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Και πρόσθεσε ότι «οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν συμφωνήσει με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, ενώ οι μη συστημικές έχουν συμφωνήσει παρόμοιους στόχους με την Τράπεζα της Ελλάδος. Βάσει αυτών των στόχων, το ποσοστό των ΜΕΔ αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 20% μέχρι το τέλος του 2021. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι, ακόμη και αν επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, το ποσοστό των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών θα είναι πενταπλάσιο του υφιστάμενου μέσου όρου της ΕΕ».
Υπό το πρίσμα αυτό, συνέχισε ο διοικητής, «είναι σημαντικό να εφαρμοστούν ριζικές και συστημικές λύσεις, που θα λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι ίδιες οι τράπεζες, για την ταχεία βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού τους».
Στο πλαίσιο αυτό εγκρίθηκε το σχέδιο «Ηρακλής» από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DGComp) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που στηρίζεται στο Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού (APS) μέσω παροχής κρατικής εγγύησης στο ασφαλέστερο (senior) μερίδιο της τιτλοποίησης ΜΕΔ αξίας περίπου 30 δισ. ευρώ που θα πραγματοποιηθεί.
Το σχήμα αυτό, που τον Δεκέμβριο του 2019 εξειδικεύθηκε με εφαρμοστικό νόμο, είναι ένα σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
«Δεδομένου όμως του μεγέθους αυτού του προβλήματος, το σχήμα αυτό αναμένεται, σε επόμενο στάδιο και αφού ο Ηρακλής αρχίσει να παράγει αποτελέσματα, να συμπληρωθεί και από άλλα, όπως αυτό που έχει προτείνει στο πρόσφατο παρελθόν η Τράπεζα της Ελλάδος. Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, παράλληλα με πρόβλημα των ΜΕΔ, αντιμετωπίζει και το ζήτημα που προκύπτει από τη σημερινή κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών, με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) να αποτελεί δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνολικών κεφαλαίων» τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών διατηρούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα, με τον δείκτη Κοινών μετοχών (CET1) να κυμαίνεται στο 16%.
«Επί του παρόντος, το υπόλοιπο των ΜΕΔ συνιστά το πιο σημαντικό πρόβλημα για τις τράπεζες και τον πιο περιοριστικό παράγοντα για την κερδοφορία τους και την ικανότητά τους αφενός να δημιουργήσουν εσωτερικές πηγές κεφαλαίου και αφετέρου να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Είναι επομένως αναγκαίο να αντιμετωπιστεί με όλα τα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των συστημικών λύσεων που προαναφέρθηκαν, και να ιδωθεί υπό αυτό το πρίσμα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς» κατέληξε ο κεντρικός τραπεζίτης.