Εξι χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ένας από τους κατηγορούμενους στη δίκη της Χρυσής Αυγής, ο Γιάννης Αγγος, άνοιξε τον κύκλο των απολογιών ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.
Υπό την πιέση των ερωτήσεων της προέδρου του δικαστηρίου, ο Αγγος παραδέχθηκε πως ήταν αυτός που έκανε το κρίσιμο τηλεφώνημα με το οποίο ουσιαστικά ειδοποιήθηκε το «τάγμα εφόδου» των Χρυσαυγιτών το μοιραίο βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου 2013.
Ως βασικό του επιχείρημα ωστόσο, προέταξε τον ισχυρισμό ότι πρώτη τους προκάλεσε η παρέα του Παύλου Φύσσα, για να ακολουθήσει μετά η καταδίωξη από τους Χρυσαυγίτες και η συμπλοκή που κατέληξε στη δολοφονία του μουσικού.
Αρχικά ο Αγγος υποστήριξε στην απολογία του ότι όλα τα τηλεφωνήματα που έκανε σε μέλη της τοπικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια (όπου ήταν και ο ίδιος μέλος), αφορούσαν είτε τον ποδοσφαιρικό αγώνα του Ολυμπιακού με την Παρί Σεν Ζερμέν, είτε κάποια θέματα εν όψει της ίδρυσης Σωματείου στη Ζώνη Περάματος.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε όσα συνέβησαν εκείνο βράδυ, από τη στιγμή που βρέθηκε στην καφετέρια «Κοράλι», δίπλα στην παρέα του θύματος, μαζί με τον συγκατηγορούμενο του Λέοντα Τσαλίκη για να δουν τον αγώνα.
Οπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με ό,τι είπε, ήταν η παρέα του Φύσσα που τους προκάλεσε λεκτικά, χωρίς εκείνος και ο φίλος του να αντιδράσουν.
Μετά τη λεκτική επίθεση που φέρεται να δέχθηκαν στην καφετέρια, αμφότεροι αποφάσισαν να φύγουν κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημιχρόνου του αγώνα.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, διηγήθηκε, άκουσε φασαρία και «τα ουρλιαχτά της κοπέλας του Φύσσα» και κατέβηκε κάτω.
Εκεί ήταν που κατά δήλωσή του έμαθε από αστυνομικό της ΔΙΑΣ ότι «μαχαίρωσαν ένα παλικάρι και έχουν πιάσει κάποιον Ρουπακιά».
Τότε γύρισε σπίτι και τηλεφώνησε στον πυρηνάρχη της Νίκαιας Γιώργο Πατέλη να τον ρωτήσει για τον Ρουπακιά, γιατί τον ήξερε.
Σύμφωνα με τον Αγγο, ο Πατέλης δεν γνώριζε τίποτα.
Tα στοιχεία της υπόθεσης αναφέρουν πως ο Αγγος, ως μέλος της ασφάλειας της τοπικής Νίκαιας της Χρυσής Αυγής, ειδοποίησε τον ιεραρχικά ανώτερο του Ιωάννη Καζαντζόγλου και αυτός τον υπεύθυνο της τοπικής, Γιώργο Πατέλη. Εκείνος με τη σειρά του ειδοποίησε τον βουλευτή Ιωάννη Λαγό.
Μέσα σε εννέα λεπτά από το τηλεφώνημα ειδοποιήθηκαν με μήνυμα τα μέλη της οργάνωσης να μεταβούν στα γραφεία της Νίκαιας και είκοσι λεπτά αργότερα άρχισε να συγκροτείται η ομάδα που καταδίωξε τον Παύλο Φύσσα και τους φίλους του.
Χρειάστηκαν οι επίμονες ερωτήσεις της προέδρου του δικαστηρίου μέχρι να παραδεχτεί τελικά ο κατηγορούμενος ότι όσο ήταν στην καφετέρια, τηλεφώνησε στον συγκατηγορούμενο του Ιωάννη Καζαντζόγλου, στέλεχος της τοπικής Νίκαιας, για να του πει πως «είναι κάποιοι που μας ενοχλούν και θα φύγουμε».
Η παραδοχή αυτή θεωρείται κρίσιμη για την υπόθεση, καθώς σύμφωνα με τη δικογραφία, με το επίμαχο τηλεφώνημα δόθηκε το σήμα για την κινητοποίηση του «τάγματος εφόδου» που πήγε στο «Κοράλι» και καταδίωξε τον Φύσσα προτού πέσει νεκρός από το μαχαίρι του Ρουπακιά.
Από την ανάλυση των τηλεφωνημάτων φαίνεται πως ο Καζαντζόγλου αμέσως μετά το τηλεφώνημα του Αγγου, κάλεσε τον Πατέλη. Εκείνος με τη σειρά του ειδοποίησε τον βουλευτή Νίκαιας Ιωάννη Λαγό και αμέσως μετά φαίνεται να αποστέλλεται ομαδικό μήνυμα προς τα μέλη της οργάνωσης να πάνε στα γραφεία της Νίκαιας.
Ο διάλογος με την πρόεδρο και η μπλούζα με το πιτ μπουλ
Πρόεδρος: Περίεργο δεν είναι που ενώ σας ενοχλούν σε ένα χώρο γεμάτο κόσμο και βλέπετε αγώνα, εσείς να κάνετε τηλέφωνα για κάτι χαρτιά;
Κατηγορούμενος: Ετσι έγινε. Πήρα και ένα μήνυμα από τον κύριο Πατέλη να πάμε άμεσα στα γραφεία της τοπικής, αλλά δεν ανταποκρίθηκα γιατί έβλεπα Ολυμπιακό.
Πρόεδρος: Δεν σκεφτήκατε ότι κάτι θέλει; Ήταν 10 το βράδυ.
Κατηγορούμενος: Περιμέναμε μήνυμα για να μοιράσουμε φυλλάδια και για αυτό δεν έδωσα σημασία. Μίλησα και με τον Αναδιώτη, γιατί του είχα δανείσει κάτι λεφτά…
Κατηγορούμενος: Φορούσα μπλούζα με ένα πιτ μπουλ το οποίο έχει συνδυαστεί με τη Χρυσή Αυγή. Την έβγαλα και τη γύρισα ανάποδα για να μην υπάρξει σύγχυση
Πρόεδρος: Γιατί νιώσατε ανάγκη να γυρίσετε την μπλούζα σας ;
Κατηγορούμενος: Δεν ξέρω, ήταν το μαγαζί…. την είχα αγοράσει από τα γραφεία μας. Δεν τη φορούσα κάπου συγκεκριμένα. Μου άρεσε και την πήρα. Δεν ξέρω γιατί τη φόρεσα αναποδα…. έτσι…
Κατηγορούμενος: [Από την παρέα του Φύσσα] μάς φώναζαν: «Θα σας χαράξω με τα κονσερβοκούτια σας», «το Κερατσίνι είναι δικό μας», «φασίστες το Κερατσίνι δεν χωράει». Τα έλεγαν για να τα ακούσω. Απλώς τους κοίταξα και συνέχισα να βλέπω τον αγώνα. Δεν είπα ούτε κουβέντα.
Πρόεδρος: Φοβηθήκατε και θέλατε να φύγετε;
Κατηγορούμενος: Οχι. Απλά δεν μπορούσα να φύγω γιατί έκλεισαν το δρόμο. Δεν ήξερα γιατί είχαν έρθει. Κάτσαμε, είδαμε ένα μέρος του δεύτερου ημιχρόνου και φύγαμε. Έμεινα σπίτι μέχρι τις 12 παρά. Ακούσαμε κάτι φασαρίες και τα ουρλιαχτά της κοπέλας του Φύσσα. Κατέβηκα κάτω με τις πιτζάμες να δω τί γινεται. Πήγα στη γωνία αλλά δεν είδα καμία κινηση. Μόνο αστυνομικούς είδα. Μίλησα με έναν και είπε ότι μαχαίρωσαν ένα παλικάρι και έχουν πιάσει κάποιον Ρουπακιά.
Πρόεδρος: Το όνομα δεν σας λέει τίποτα;
Κατηγορούμενος: Τον ήξερα. Τον συνάντησα στα γραφεία (της τοπικής). Ήθελα να μάθω τί έγινε και πήρε τον Πατέλη. Μου είπε «δεν ξέρω Γιάννη. Θα σε πάρω εγώ μετά». Μου το έκλεισε και δεν ξαναπήρε πίσω.
Προς το τέλος του πρώτου μέρους της απολογίας του, η οποία θα συνεχιστεί αύριο, Παρασκευή 21/6 στην αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, ο Αγγος επιχείρησε να ανασκευάσει το περιεχόμενο των αρχικών του καταθέσεων, ισχυριζόμενος πως φράσεις όπως «παρασυρθηκα από τη ΧΑ, δεν θέλω να τους ξαναδώ στα μάτια μου» του τις υπαγόρευσε ο τότε συνήγορός του. Ο ανακριτής Γεωργουλέας «μου είπε να πω ότι είχα εντολές από τον Λαγό ότι είπα στον Καζαντζόγλου να φέρει κόσμο…» για να «με αφήσει να πάω να δω τη γυναίκα και το παιδί μου», ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων.
Παρόντες στη δικαστική αίθουσα ήταν επίσης οι συγκατηγορούμενοί του Αγγου, Ρουπακιάς (προσήλθε με αστυνομική συνοδεία), Πατέλης, Αγιοβλασίτης, Αναδιώτης, Καζαντζόγλου, Κομιάνος, Καλαρίτης, Κορκοβίλης, Μιχάλαρος, Σταμπέλος, Αθ. Τσορβάς, Ν. Τσορβάς, Χρυσαφίτης.
Δεν προσήλθαν οι Ευγενικός, Δήμου (που έχει αποχωρήσει από την οργάνωση καταγγέλλοντας απειλές για τη ζωή του), Τσακανίκας, Σαντοριναίος.
Από την αρχή της συνεδρίασης οι κατηγορούμενοι ζήτησαν, μέσω των συνηγόρων τους, να μην τραβηχτούν φωτογραφίες τους και σε όσες βγουν στην αίθουσα στου δικαστηρίου, να φαίνονται πλάτη, ώστε να μην είναι διακριτά τα χαρακτηριστικά τους.