Δέκα χρόνια μετά την παρουσίαση της «χάρτας» για τη μετάβαση της χώρας από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη και πετρέλαιο, στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (επρόκειτο για το πρόγραμμα «ΗΛΙΟΣ») από τον τότε υπουργό Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, Γιώργο Παπακωνσταντίνου, η Ελλάδα πανηγυρίζει σήμερα για το εντυπωσιακό, πράγματι, σημάδι ότι στις 7 Οκτωβρίου κάλυψε για 5 ώρες, από τις 7 το πρωί στις 12 το μεσημέρι, τις ανάγκες της κατανάλωσης μόνο από τις ΑΠΕ.
Το σημάδι, μια εικόνα από το μέλλον, φάνηκε και τη Δευτέρα 17 Οκτωβρίου, καθώς τις πρωινές ώρες και μέχρι τις 12 το μεσημέρι οι ανάγκες κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας καλύφθηκαν κατά 82% από τις ΑΠΕ – δηλαδή τις ανεμογεννήτριες, τα φωτοβολταϊκά και τα ξεχασμένα υδροηλεκτρικά έργα.
Οπως έλεγε πριν από 10 χρόνια ο κ. Παπακωνσταντίνου, «η Ελλάδα έχει 300 ημέρες ηλιοφάνειας τον χρόνο, και 50% υψηλότερη ηλιακή ακτινοβολία από τη Γερμανία και άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες. Εισάγουμε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά δεν εξάγουμε ενέργεια που να παράγεται από το δικό μας συγκριτικό πλεονέκτημα, τον ήλιο. Το Πρόγραμμα Ηλιος σχεδιάστηκε για αυτόν ακριβώς τον λόγο: για να εξάγει η Ελλάδα ηλιακή ενέργεια σε μεγάλη κλίμακα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Ομως είναι κάτι τέτοιο εφικτό;
Το ερώτημα βρίσκει την απάντησή του σήμερα, καθώς πλέον οι μεγάλοι παίκτες – οι μεγάλοι όμιλοι διύλισης και εμπορίας πετρελαίου και ταυτόχρονα παραγωγοί ενέργειας, η Helleniq Energy και η Motor Oil, στρέφονται και αυτοί στις ΑΠΕ και επενδύουν όχι μόνο στις ανεμογεννήτριες, αλλά και στα μεγάλα φωτοβολταϊκά πάρκα.
Τα εμπόδια που σήμερα φαίνεται να ξεπερνιούνται με τη βοήθεια των μεγάλων επιδοτήσεων από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και με το σχέδιο λιγνιτικής μετάβασης, ήταν οι εκτάσεις για την τοποθέτηση φωτοβολταϊκών: για εγκατεστημένη ισχύ 10 GW, χρειάζονταν περίπου 200 τετραγωνικά χιλιόμετρα, που αντιστοιχούσαν στο 0,15% της ελληνικής επικράτειας.
Τότε, 10 χρόνια πριν, είχαν εντοπιστεί κατάλληλες εκτάσεις, χρησιμοποιώντας δημόσια γη και εκτάσεις που ανήκαν σε δήμους και που σήμερα αξιοποιούνται.
Το δεύτερο πρόβλημα, τότε ίσως και σήμερα, είναι το δίκτυο.
Το υφιστάμενο δίκτυο μπορούσε να μεταφέρει μέχρι 3 GW ενέργειας προς τη βόρεια Ευρώπη. Για την υπόλοιπη ισχύ, θα χρειαζόταν η σταδιακή ανάπτυξη του κατάλληλου δικτύου στο πλαίσιο του σχεδιασμού για τα διευρωπαϊκά ενεργειακά δίκτυα. Οι ανάγκες επενδύσεων στα δίκτυα, πλην των εξαγωγών ενέργειας, είναι τεράστιες, ακόμη και σήμερα, καθώς το υπάρχον δίκτυο δεν μπορεί να καλύψει ούτε τις μονάδες αυτοπαραγωγής ενέργειας (net metering) ούτε καν να υποδεχθεί τις μικρές οικιακές μονάδες φωτοβολταϊκών που έχουν τη δυνατότητα να εγκατασταθούν στις ταράτσες.
Για την ιστορία, να σημειώσουμε ότι τότε, εν μέσω μνημονίων, η Γερμανία ενδιαφερόταν να αγοράσει από την Ελλάδα την παραγόμενη ηλιακή ενέργεια.
Κι όπως επισημαίνει ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου στο βιβλίο που έγραψε για την πολιτική του περιπέτεια: «Η γερμανική κυβέρνηση είχε μόλις ανακοινώσει τη σταδιακή απεξάρτηση από την πυρηνική ενέργεια και είχε θέσει φιλόδοξους στόχους για τις ΑΠΕ. Το Πρόγραμμα Ηλιος θα μπορούσε να γίνει ένας χαμηλού κόστους τρόπος για να επιτευχθούν οι στόχοι για το 2020 και τα επόμενα χρόνια, αρκεί να δινόταν η δυνατότητα στους γερμανούς καταναλωτές να αγοράσουν ενέργεια που είχε παραχθεί πιο αποδοτικά στην Ελλάδα και είχε εξαχθεί στη Γερμανία».
Στερνή μου γνώση…
Οπως πλέον διαπιστώνουμε σήμερα, το σχέδιο είχε πλεονεκτήματα για όλους. Η Ευρώπη θα στήριζε μια συγκεκριμένη αναπτυξιακή πρωτοβουλία τον καιρό της λιτότητας, απόδειξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, ενώ το Πρόγραμμα «ΗΛΙΟΣ» θα αποτελούσε καταλύτη για την ενοποίηση της κατακερματισμένης ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς. Για την Ελλάδα, θα έφερνε ξένες επενδύσεις και τα έσοδα από τον συνολικό κύκλο ζωής των 25-30 ετών θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη μείωση του δημόσιου χρέους.
Πλέον, η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε μια νέα εποχή.
Το 2019 η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο Κωστής Χατζηδάκης ως υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποφάσισαν να τρέξουν το πρόγραμμα της πράσινης μετάβασης θέτοντας σε εφαρμογή το σχέδιο απολιγνιτοποίησης της χώρας.
Η άμεση, «μπαμ και κάτω», όπως θα λέγαμε, απόφαση για την απεξάρτηση της παραγωγής από τις λιγνίτες στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στις δυνατότητες κάλυψης του κενού παραγωγής από τις μονάδες φυσικού αερίου που ανέπτυξαν όλοι οι μεγάλοι παίκτες της ενεργειακής αγοράς, παράλληλα με την προσπάθεια εγκατάστασης νέων μονάδων ΑΠΕ και ενίσχυσης των δικτύων μεταφοράς της ενέργειας.
Ο πόλεμος όμως άλλαξε τα δεδομένα ως προς τη βασική επιλογή. Την κάλυψη του κενού από τις μονάδες φυσικού αερίου, καθώς ο Πούτιν, ανοιγοκλείνοντας τη στρόφιγγα, οδήγησε τις τιμές στα ύψη, προκαλώντας τη μεγαλύτερη ενεργειακή κρίση που έχει ζήσει η Ευρώπη.
Το δυστύχημα για όλους τους Ευρωπαίους είναι ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις τιμές του φυσικού αερίου και η τελική τιμή διαμορφώνεται στο χρηματιστήριο της ενέργειας από την τιμή της τελευταίας κιλοβατώρας (οριακή τιμή) που θα χρειαστεί το σύστημα, το τελευταίο νοικοκυριό, με βάση την τιμή του φυσικού αερίου.
Ετσι άλλαξε το παιχνίδι, αλλά η παραγωγή ενέργειας από τις ΑΠΕ και η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) είναι πλέον μονόδρομος.
Ο ελληνικός ήλιος και τα… μελτέμια
Για την Ελλάδα, που ήδη έχει ανέβει και βρίσκεται στην 8η θέση στον κόσμο σε εγκατεστημένη ισχύ παραγωγής ΑΠΕ, η επιλογή μοιάζει αυτονόητη και η επίτευξη των στόχων εφικτή.
Οπως έχει δηλώσει ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας (μιλώντας στο συνέδριο του Economist) στο τέλος του 2022, το 50% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα θα καλύπτεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Το ποσοστό ήταν 30% το 2018 και αυξήθηκε καθώς στο μεσοδιάστημα προστέθηκαν νέες μονάδες ΑΠΕ ισχύος 5.000 μεγαβάτ.
Ο ρυθμός αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια: από το 2023 θα εγκαθίστανται νέες μονάδες ισχύος 2000 μεγαβάτ τον χρόνο, κάτι που σημαίνει ότι το 2026, το 62% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές.
Στόχος της Ελλάδας είναι να αυξήσει έως και το 2030 την παραγωγική δυναμικότητα των ΑΠΕ από τα 10 GW στα 25 GW, και να καλύπτει από τις επενδύσεις αυτές το 80% της συνολικής ζήτησης.
Οταν μιλούν οι αριθμοί
Οι μονάδες ΑΠΕ (κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά) έχουν φθάσει στα 9.700 μεγαβάτ. Η αύξηση του παραγωγικού δυναμικού έχει οδηγήσει αντίστοιχα και σε αύξηση της «πράσινης» παραγωγής ρεύματος, με αποτέλεσμα οι ΑΠΕ να καλύψουν κατά το οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου εφέτος το 37,5 % της ζήτησης (στοιχεία ΑΔΜΗΕ) έναντι 31,3 % στο οκτάμηνο πέρυσι και 23,4 % το 2019.
Η επιτάχυνση στην παραγωγή προήλθε από την επιτάχυνση των επενδύσεων. Οταν στην πενταετία 2015-2019 υπεγράφησαν 500 συμβάσεις με παραγωγούς ΑΠΕ, στην τριετία 2019-2022 υπεγράφησαν 5.000.
Οι μονάδες ΑΠΕ σήμερα είναι με διαφορά η φθηνότερη πηγή ενέργειας σε σχέση, ιδίως, με το φυσικό αέριο που έχει εκτοξευθεί λόγω του πολέμου. Οπως δήλωσε ο γενικός διευθυντής της Ελληνικής Επιστημονικής Ενωσης Αιολικής Ενέργειας (πηγή ΑΠΕ) Παναγιώτης Παπασταματίου, η αποζημίωση των αιολικών μονάδων για τον Οκτώβριο διαμορφώνεται σε 94 ευρώ ανά μεγαβατώρα, έναντι 190 ευρώ για τους λιγνιτικούς σταθμούς και 499 ευρώ για τους σταθμούς φυσικού αερίου.
Η συμμετοχή τους στην αγορά μειώνει τη χονδρική τιμή της ενέργειας, καθώς οι ΑΠΕ «εκτοπίζουν» ακριβότερες μονάδες που θα έπρεπε να λειτουργήσουν για να καλύψουν τη ζήτηση. Είναι χαρακτηριστική η «βουτιά» που παρατηρείται στις τιμές του Χρηματιστηρίου Ενέργειας κατά τις ημέρες και ώρες που είναι αυξημένη η παραγωγή των ΑΠΕ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, χωρίς τις ΑΠΕ η χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας θα ήταν 40 % υψηλότερη.