Μια τρόπον τινά μέση λύση για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών βρήκαν το κυβερνών SPD, οι Πράσινοι και οι αντιπολιτευόμενοι Χριστιανοδημοκράτες στη Γερμανία: οι κάλπες θα στηθούν κατά τα φαινόμενα στις 23 Φεβρουαρίου. Αυτό ανέφεραν πηγές που επικαλέστηκε το Reuters, την Τρίτη, κάνοντας λόγο για συμφωνία μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών του καγκελαρίου Ολαφ Σολτς, των Πρασίνων που συγκυβερνούν και της υπό τον Φρίντριχ Μερτς κεντροδεξιάς παράταξης CDU/CSU. Κατά το Spiegel, η ημερομηνία των εκλογών έχει κλειδώσει.
Οπως ανέφερε η Deustche Welle, τηρουμένων των συνταγματικών προθεσμιών, ο καγκελάριος θα πρέπει να εμφανιστεί στην Ολομέλεια της Μπούντεστανγκ στις 16 Δεκεμβρίου για να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Όπως όλα δείχνουν δεν θα τη λάβει και έτσι θα κινηθούν αμέσως οι διαδικασίες για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, οι οποίες θα διεξαχθούν επτά μήνες πριν το προγραμματισμένο (Σεπτέμβριος 2025).
Μετά την πολιτική κρίση που ξέσπασε στο Βερολίνο, με τη διάλυση του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού την περασμένη εβδομάδα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζητούσαν εκλογές ήδη από τον Ιανουάριο, προειδοποιώντας ότι η χώρα κινδυνεύει να μείνει χωρίς πηδάλιο σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης και τη στιγμή που η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ και η επικείμενη ορκωμοσία του ως 47ου προέδρου των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου, θέτει νέες διπλωματικές προκλήσεις.
Ομως ο Σολτς προειδοποίησε ότι ενδεχόμενες εκλογές εντός του Ιανουαρίου, όπως αρχικά ζητούσε ο Φρίντριχ Μερτς θα έβρισκαν τα κόμματα απροετοίμαστα.
«Είναι σημαντικό να διεξαχθούν νέες εκλογές το συντομότερο δυνατό», ανέφερε ο Κάρστεν Λίνεμαν, γενικός γραμματέας των Χριστιανοδημοκρατών του Μερτς, στη δημόσια τηλεόραση πριν γίνει γνωστή η ημερομηνία.
Σύμφωνα με πληροφορίες του ARD, με τη διεξαγωγή εκλογών στις 23 Φεβρουαρίου συμφώνησαν και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες του Κρίστιαν Λίντνερ, προσώπου που πυροδότησε τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού.
Το επόμενο βήμα είναι η ενημέρωση του προέδρου της χώρας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, ο οποίος είναι μεν ο τελικός θεσμικός παράγοντας που θα αποφασίσει για την ημερομηνία των εκλογών, αλλά θεωρείται απίθανο να αντιταχθεί στη βούληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Ο Σολτς, ο οποίος προς το παρόν ηγείται κυβέρνησης μειοψηφίας με την υποστήριξη των Πρασίνων (μετά την αποχώρηση των SDP), ελπίζει να εξασφαλίσει αρκετή υποστήριξη από την αντιπολίτευση ώστε να περάσει νόμους για τη θωράκιση του Συνταγματικού Δικαστηρίου έναντι της Ακροδεξιάς και για τη συνέχιση της χρηματοδότησης της Ουκρανίας προτού αποχωρήσει.
Ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας κατέρρευσε την περασμένη εβδομάδα μετά την ανακοίνωση του Σολτς ότι απομακρύνει τον υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ από την κυβέρνηση λόγω διαχρονικών διαφωνιών. Η κίνηση άνοιξε τον δρόμο για πρόωρες εκλογές.
Η απομάκρυνση του υπουργού και το «διαζύγιο» των Σοσιαλδημοκρατών του Σολτς από το δημοσιονομικά συντηρητικό Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) του Λίντνερ οδηγεί σε κατάρρευση του ταραχώδους κυβερνητικού συνασπισμού.
Η πολιτική κρίση στη Γερμανία ξέσπασε λίγες ώρες μετά την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, αποτέλεσμα που ενέτεινε την αναστάτωση στη γερμανική πολιτική ηγεσία, με φόντο και την ανησυχία για τις επιπτώσεις επιβολής δασμών από τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ στα γερμανικά προϊόντα, τα οποία ήδη αντιμετωπίζουν πρόβλημα χαμηλής ανταγωνιστικότητας.
Το Βερολίνο είναι εξαρτημένο αμυντικά από την αμερικανική στρατιωτική ισχύ, ενώ παράλληλα φοβάται ότι η πολιτική επιβολής δασμών του Τραμπ θα μπορούσε να πλήξει τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία και την φαρμακοβιομηχανία.
Ως ο δεύτερος μεγαλύτερος υποστηρικτής της Ουκρανίας μετά τις ΗΠΑ, η Γερμανία αντιμετωπίζει επίσης ανησυχίες ότι θα αφεθεί να αναλάβει πολύ μεγαλύτερο μερίδιο της πολεμικής προσπάθειας εάν ο Τραμπ πραγματοποιήσει την απειλή του να μειώσει την υποστήριξη προς το Κίεβο.
«Αγαπητοί συμπολίτες, θα ήθελα να μην είχα πάρει αυτή τη δύσκολη απόφαση, ειδικά σε τέτοιους καιρούς, όπου η αβεβαιότητα αυξάνεται», τόνισε ο Σολτς σε δήλωσή του από την καγκελαρία, λίγες ώρες μετά την απομάκρυνση του Λίντνερ.
Ωστόσο, το ρήγμα στο εσωτερικό του συνασπισμού αποδείχθηκε μεγάλο.
Κύρια αφορμή που πυροδότησε τις διαφωνίες στον συνασπισμό αποτέλεσε η ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού του 2025 από την Μπούντεστανγκ –στον οποίο πρέπει να καλυφθεί κενό τουλάχιστον 2,4 δισ. ευρώ, ενδεχομένως και μεγαλύτερο–, καθώς και η αναζήτηση πολιτικής συμφωνίας για την αναμόρφωση της προβληματικής οικονομίας.
Οι συνομιλίες με σκοπό την αναζήτηση εξόδου από την κρίση στο εσωτερικό του συνασπισμού ναυάγησαν μετά την κίνηση του Λίντνερ να συντάξει έγγραφο με αιτήματα για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης που ήταν δύσκολο να αποδεχτούν τα άλλα δύο κόμματα, καθώς περιλάμβανε περικοπές φόρων και «ψαλίδισμα» των πολιτικών για το κλίμα προκειμένου να τονωθεί η ανάπτυξη. Και οι δύο θέσεις οδήγησαν το κόμμα σε πλήρη ρήξη με τους εταίρους του στον συνασπισμό.
Οι πρόωρες εκλογές πιθανότατα θα οδηγήσουν σε νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU), η οποία προηγείται στις δημοσκοπήσεις με μεγάλη διαφορά.
Οι ηγέτες του CDU έχουν κάνει απότομη στροφή προς τα δεξιά σχετικά με τη μετανάστευση τα τελευταία χρόνια, ενώ υποστηρίζουν επίσης πιο ισχυρή στρατιωτική βοήθεια για την Ουκρανία.