Για «νέα διάσταση» εγκλημάτων που σχετίζονται με την παιδική κακοποίηση έκανε λόγο ο υπουργός Δικαιοσύνης της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας Πέτερ Μπίζενμπαχ, ανακοινώνοντας την έρευνα που διεξάγεται σε βάρος περισσότερων από 30.000 υπόπτων σε περισσότερα κρατίδια.
Το δίκτυο είναι διεθνές, διευκρίνισε, αλλά είχε ως επίκεντρο τον γερμανόφωνο χώρο.
«Δεν πρόκειται απλώς για διακίνηση και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας, αλλά και για σοβαρή κακοποίηση παιδιών», τόνισε ο Μπίζενμπαχ και ανέφερε ότι έχουν βρεθεί διαδικτυακοί διάλογοι, στους οποίους οι πιο «πεπειραμένοι» έδιναν συμβουλές σχετικά με το πώς μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει ηρεμιστικά σε παιδιά προκειμένου να τα κακοποιήσει σεξουαλικά.
«Όποιος δίσταζε, ενθαρρυνόταν από τους άλλους να κάνει πράξη τις προθέσεις του, ενώ κλείνονταν και ραντεβού περισσότερων παιδεραστών με το ίδιο παιδί», πρόσθεσε ο υπουργός, ομολογώντας ότι «αηδίασε» από τις πληροφορίες που έρχονται στο φως.
«Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η παιδική κακοποίηση στο Διαδίκτυο είναι περισσότερο διαδεδομένη από ό,τι πιστεύαμε μέχρι τώρα. Το γεγονός ότι η επικοινωνία μεταξύ των δραστών είναι αυτονόητη είναι εντελώς εξοργιστικό και βαθιά ενοχλητικό. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα οι αναστολές μειώνονται και οι άνδρες προχωρούν σε πράξεις τις οποίες ίσως θα δίσταζαν να διαπράξουν έξω από το κατάλληλο περιβάλλον», συνέχισε ο Μπίζενμπαχ και διευκρίνισε ότι οι πράξεις δεν αφορούν απλώς μεμονωμένους δράστες, αλλά μια οργανωμένη διαδικτυακή ομάδα συμπαθούντων, υποστηρικτών και συνεργών.
Οι δράστες, συνέχισε, αξιοποιούν όλες τις δυνατότητες που τους προσφέρει το Διαδίκτυο, προκειμένου να ανταλλάξουν φωτογραφίες και βίντεο από τις πράξεις τους, ενώ χρησιμοποιούν ψευδώνυμα προκειμένου να επικοινωνούν είτε σε Chat Rooms είτε μέσω της εφαρμογής Messenger.
Ως αποτέλεσμα, η Δικαιοσύνη αντιμετωπίζει μια μεγάλη πρόκληση, όπως είπε, καθώς η αξιολόγηση των στοιχείων και ο εντοπισμός των δραστών είναι δύσκολος και απαιτεί χρόνο.
Ο Μπίζενμπαχ επέκρινε ακόμη το γεγονός ότι μέχρι τώρα δεν υπάρχει η υποχρέωση αποθήκευσης και αποκάλυψης των πραγματικών στοιχείων των χρηστών αυτών των ιστοσελίδων.
«Είναι ασαφές εάν είναι σε κάθε περίπτωση εφικτό να γίνει ταυτοποίηση των προσώπων πίσω από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούν οι δράστες για να επικοινωνούν μεταξύ τους», δήλωσε από την πλευρά του ο Εισαγγελέας Μάρκους Χάρτμαν, επικεφαλής της Κεντρικής Υπηρεσίας για το Κυβερνοέγκλημα στην Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία.
Μέχρι σήμερα, στο πλαίσιο της έρευνας «Μπέργκις Γκλάντμπαχ», όπως ονομάζεται η υπόθεση, από την ομώνυμη πόλη της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, όπου εντοπίστηκαν οι πρώτοι ύποπτοι, έχουν ταυτοποιηθεί 72 δράστες ενώ έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε οκτώ άτομα και η έρευνα έχει πλέον επεκταθεί και στα 16 κρατίδια της Γερμανίας.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο επικεφαλής της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας της Κολωνίας Μίχαελ Έσερ ανέφερε ότι στην υπόθεση απασχολούνται από τον Οκτώβριο του 2019 καθημερινά περίπου 500 ερευνητές, οι οποίοι ωστόσο έχουν, όπως επισήμανε, επιβαρυνθεί ψυχολογικά πάρα πολύ, ειδικά με την παρακολούθηση του βιντεοσκοπημένου υλικού.
Τρεις αρρώστησαν σοβαρά, ενώ κάποιοι άλλοι επανήλθαν στην εργασία τους μόνο αφού δέχτηκαν ψυχολογική υποστήριξη.
Οι Αρχές πάντως έχουν κατορθώσει μέχρι τώρα να απελευθερώσουν από το κύκλωμα 44 παιδιά, μεταξύ των οποίων και ένα βρέφος τριών μηνών.