Υπάρχει σοσιαλδημοκρατία και είναι επαναστατική! Ποιος το λέει; Ο Γιόχνεν Μπίτνερ, ο συνεργαζόμενος με τους New York Times δημοσιογράφος της γερμανικής εφημερίδας Die Zeit.
Ο Μπίτνερ έγραψε και έστειλε στη Νέα Υόρκη ένα κείμενο που αφορά το νέο αίμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, τον «ηγέτη της νεολαίας του SPD, ένα από τα πιο ελπιδοφόρα ταλέντα του κόμματός του» όπως γράφει.
Πικάρει κάπως τους Αμερικανούς: Μη νομίζετε, τους λέει, ότι σοσιαλισμός είναι η «αριστερή πτέρυγα» των Δημοκρατικών. Ξεχάστε τον wannabe σοσιαλισμό των Μπέρνι Σάντερς και Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτέζ. Αυτά τα λάιτ (υγειονομική περίθαλψη για όλους, εθνικός κατώτατος μισθός, πανεπιστήμια χωρίς δίδακτρα) είναι «σοσιαλιστικά» μόνο για εσάς εκεί, όχι όμως για εμάς στην Ευρώπη. Εδώ ένας δικός μας φέρελπις επαναστάτης, ονόματι Κέβιν Κίχνερτ, στοχεύει στον πραγματικό σοσιαλισμό. Θέλει δημοκρατικό έλεγχο της οικονομίας. Θέλει να ανατρέψει τον καπιταλισμό, όχι να τον επαναπροσδιορίσει.
Στο κείμενο του Μπίτνερ η παρουσίαση του 30χρονου γερμανού πολιτικού και των θέσεών του γίνεται ύστερα από μία μεγάλη εισαγωγή όπου αναλύεται το πατατράκ του κεντρικά σχεδιασμένου «σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής» στο μπλοκ των δορυφόρων της Σοβιετικής Ενωσης και ειδικά στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας.
«Αυτό είναι το πραγματικά περίεργο» παρατηρεί ο αρθρογράφος. Υστερα από όλα αυτά, «βλέπουμε τον σοσιαλισμό να επιστρέφει στη γερμανική mainstream πολιτική. Ο γερμανικός νεο-σοσιαλισμός είναι ριζικά διαφορετικός από τον καπιταλισμό. Σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα μου, ο Κίχνερτ αμφισβήτησε το σύστημα. Αξιολόγησε τις ανάγκες ως πιο σημαντικές από τις όποιες δεξιότητες, αλλά και τη συλλογική ευημερία ως πιο σημαντική από το ατομικό κέρδος».
Χωρίς να ενδιαφέρεται για το σοκ που προκαλεί το άρθρο του στο αμερικανικό αναγνωστικό κοινό, ο Μπίτνερ συνεχίζει ακάθεκτος: «Εταιρείες όπως η BMW θα ήταν κολεκτιβοποιημένες, δηλαδή ιδιοκτησία των εργαζομένων. Αφού ‘χωρίς τη συλλογικότητα είναι αδύνατον να ξεπεραστεί ο καπιταλισμός’, όπως δήλωσε ο Κίχνερτ στην εφημερίδα μας. Η ίδια αρχή θα εφαρμοζόταν στην ακίνητη περιουσία. Ο νεαρός πολιτικός είναι πεπεισμένος ότι δεν είναι νόμιμο επιχειρηματικό μοντέλο η αποκόμιση κέρδους από την εκμετάλλευση ενός χώρου όπου ζουν άλλοι άνθρωποι. Ετσι σκέφτεται την ιδιοκτησία στον σοσιαλισμό που ονειρεύεται: ‘Ο καθείς θα κατέχει τον χώρο στον οποίο θα ζει ο ίδιος. Ολα τα υπόλοιπα θα ανήκουν στη συλλογική ιδιοκτησία’».
Κατόπιν η αφήγηση του αρθρογράφου επεκτείνεται στην ουσία: για ποιον λόγο αναβιώνουν στις ημέρες μας σοσιαλιστικές ή ψευδο-σοσιαλιστικές ιδέες, αναρωτιέται.
Απαντά ο ίδιος: Πρόκειται για αντίδραση στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού η οποία κατέλαβε το προσκήνιο της Ιστορίας μετά τις σοσιαλιστικές (Σοβιετική Ενωση και δορυφόροι) καταρρεύσεις της περιόδου 1989-1991. Η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική εξέλιξη ανέπτυξαν την οικονομία της αγοράς περαιτέρω, αλλά με μία στρεβλή ώθηση η οποία μεγέθυνε και διόγκωσε τις κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες. Οσο ο πλούτος μεγάλωνε για τους λίγους, τόσο οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονταν για τους πολλούς. Εκεί βρίσκεται ο σπόρος της σοσιαλιστικής νεκρανάστασης.
Το μοιραίο λάθος της Δύσης
Ενδιαφέρον έχει το παρακάτω τμήμα του άρθρου. Ο γερμανός δημοσιογράφος επικεντρώνει σε ένα θέμα το οποίο μπορεί να αποδειχθεί το μοιραίο λάθος για τη Δύση. Γράφει: «Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου η Δύση εστίασε στην απειλή της τρομοκρατίας και δεν διέκρινε έναν μεγαλύτερο κίνδυνο: το συγκλονιστικότερο γεγονός του 2001 δεν ήταν οι επιθέσεις, αλλά η είσοδος της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ανάβοντας το πράσινο φως στο Πεκίνο των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, η Δύση κατέστρεψε την οικονομική ασφάλεια στον δικό της χώρο, δηλαδή κατέστρεψε το επίπεδο επί του οποίου είχε οικοδομήσει το κοινωνικό συμβόλαιο».
Κλείνοντας, ο Μπίτνερ καταθέτει την πίστη του σε δύο πράγματα: α) στην ιδέα ότι «ο άνευ ορίων καπιταλισμός δεν ήταν αυτό που οι ιδρυτές της μεταπολεμικής Γερμανίας είχαν κατά νου» και β) στην εκτίμησή του ότι το όραμα του νεαρού πολιτικού Κέβιν Κίχνερτ δεν θα ευοδωθεί αφού «δεν βλέπει ότι ο σοσιαλισμός δεν θα φέρει την αλλαγή που επιδιώκει, αλλά ως αποτυχημένη συνταγή του παρελθόντος θα διευκολύνει μόνο τους κερδοσκόπους του αχαλίνωτου καπιταλισμού».