Μετά και το νέο τετ α τετ Μητσοτάκη-Ερντογάν, αυτή τη φορά στην Αγκυρα, σε ανταπόδοση της επίσκεψης του τούρκου προέδρου στην Αθήνα τον περασμένο Δεκέμβριο, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις περνούν σε μία νέα φάση, η οποία πλέον διέπεται από μία παραγωγική κανονικότητα, θέλησε να επισημάνει ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης μιλώντας την Τρίτη στο ΕΡΤΝews και στην εκπομπή «Συνδέσεις».
«Νομίζω ότι μετά και τη χθεσινή συνάντηση περνάμε σε μία νέα φάση σε ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ελληνοτουρκική συζήτηση. Η φάση αυτή διέπεται από μία κανονικότητα, όπως είπε ο πρωθυπουργός, παραγωγική κανονικότητα», είπε ο υπουργός των Εξωτερικών στην ΕΡΤ και εξήγησε τι εννοεί με τη λέξη κανονικότητα:
«Πρώτον, ότι υπάρχει μία τακτική περιοδικότητα στις επαφές. Βρισκόμαστε σε τακτά χρονικά διαστήματα και θα συνεχίσουμε να βρισκόμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο.
»Το δεύτερο είναι ότι δεν χρειάζεται κάθε φορά που βρισκόμαστε να παράγονται πολλαπλές συμφωνίες, να υπάρχουν μείζονα θέματα τα οποία να διαχειριζόμαστε. Θα πρέπει να βρισκόμαστε και να συζητούμε τακτικά.
»Και το τρίτο νομίζω και πιο σημαντικό είναι να μπορούμε να συζητούμε και να διαφωνούμε χωρίς να προκαλούμε εντάσεις και εν δυνάμει εν δυνάμει κρίσεις».
«Διότι βασική μας τοποθέτηση», συνέχισε ο κ. Γεραπετρίτης, «είναι ότι εστιάζουμε πάντοτε σε εκείνα τα οποία είναι αμοιβαία επωφελή. Όμως θα πρέπει να συζητάμε και για θέματα τα οποία είναι δύσκολα και διαφωνούμε χωρίς κατ’ ανάγκην αυτό να δημιουργεί συνθήκες έντασης».
Κατά τον ίδιο, αποτελέσματα ήδη υπάρχουν και είναι εμφανή τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και σε επίπεδο πεδίου:
«Εχει εκλείψει το τελευταίο δεκάμηνο η οποιαδήποτε εχθροπαθής ρητορική. Εχουμε καταλαγιάζει σε ό, τι αφορά την ένταση η οποία προκαλείται τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και στο πεδίο, αντιλαμβανόμαστε όλοι την αξία του να έχουμε σχεδόν μηδενικές ροές από τα ανατολικά μας σύνορα, όπως επίσης να μην έχουμε παραβιάσεις του εναέριου χώρου. Νομίζω ότι αυτά είναι καταστάσεις οι οποίες είναι πολύ σημαντικές και για την ευημερία του τόπου».
Στο σημείο αυτό ο υπουργός Εξωτερικών ανέδειξε ως ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι «σε μία εποχή στην οποία οι εχθροπραξίες στην ευρύτερη περιοχή μας δεν έχουν προηγούμενο, το να μπορούμε να έχουμε έναν πυλώνα σταθερότητας στη δική μας περιοχή, μία ησυχία είναι εξαιρετικά σημαντικό για το ερώτημα για πόσο θα διαρκέσει, η άποψή μου είναι ότι μπορεί να διαρκέσει».
«Εχω την αίσθηση -πρόσθεσε- ότι ο διάλογος που συντελείται τώρα, με τις όποιες διαφωνίες οι οποίες καταγράφονται, είναι ένας διάλογος ο οποίος είναι ειλικρινής, διέπεται από μία αμοιβαία κατανόηση. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν θέματα στα οποία δεν μπορεί να υπάρξει σύγκλιση και τα θέματα αυτά έχουν και τα δικά τους ιστορικά βάρη. Από την άλλη πλευρά, νομίζω και οι δύο πλευρές κατανοούν ότι ιδιαίτερα σήμερα έχει πολύ μεγάλη αξία να μπορέσουμε να έχουμε μία μεγαλύτερη ησυχία στην περιοχή μας και κυρίως να έχουμε μία μεγαλύτερη προοπτική».
«Θέλω να επισημάνω ιδιαίτερα το γεγονός ότι στο βασικό ζήτημα διεθνούς πολιτικής στο οποίο διαφωνήσαμε χθες, που είναι το ζήτημα της Μέσης Ανατολής, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μία ιδιαίτερα σύνθετη φάση. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επίσης βρίσκεται σε ιδιαίτερα κρίσιμη φάση και θέλω ιδιαίτερα να τονίσω ότι υπάρχουν και πεδία τα οποία εν δυνάμει μπορούν να προκαλέσουν πολύ μεγάλες κρίσεις, ιδιαίτερα προερχόμενα από την Αφρική. Η κατάσταση η οποία υπάρχει σήμερα στην Υποσαχάρια Αφρική δημιουργεί συνθήκες πολύ μεγάλης πίεσης και στο μεταναστευτικό και στην οικονομία, αλλά κυρίως στον ανθρωπιστικό τομέα». Γι’ αυτό τόνισε ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, «το να μπορούμε να συζητούμε με την Τουρκία και να έχουμε αυτή την κατανόηση, νομίζω είναι σημαντικό για όσο κρατήσει και η δική μας προσπάθεια θα είναι να κρατήσει για πολύ».
Εκτός συζήτησης θέματα κυριαρχίας
Για μία ακόμη φορά ο κ. Γεραπετρίτης ξεκαθάρισε ότι «θέματα κυριαρχίας δεν βρίσκονται στη συζήτηση».
«Η τουρκική πλευρά μπορεί πράγματι να έχει τις δικές της θέσεις που αφορούν την κυριαρχία και τα θέματα τα οποία η ατζέντα η τουρκική πάντοτε περιελάμβανε. Εντούτοις, στη δική μας συζήτηση θέματα κυριαρχίας δεν πρόκειται να ενταχθούν», επανέλαβε.
Ομοίως, υπογράμμισε, και σε ό, τι αφορά την άσκηση των δικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων, δεν υπάρχει κανένα αντάλλαγμα. «Η Ελλάδα ασκεί πλήρως την κυριαρχία της, ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Είναι δική μας πεποίθηση ότι μπορούμε να συζητούμε και να βρίσκουμε λύσεις στα ζητήματα χωρίς να απεμπολούμε κανένα μας δικαίωμα. Και δεν έχει υπάρξει καμία απολύτως απεμπόληση δικαιώματος, θα μου επιτρέψετε να πω. Αυτή την στιγμή πράγματι υπάρχει μια πολύ μεγάλη ησυχία στο Αιγαίο».
«Αυτή τη στιγμή συζητούμε για τα θέματα τα οποία είναι αιχμής. Συζητούμε για το Μεταναστευτικό, συζητούμε για την Πολιτική Προστασία, συζητούμε για την Υγεία, συζητούμε για το διεθνές περιβάλλον. Σε ό,τι αφορά τα ζητήματα του Αιγαίου, η θέση της ελληνικής πλευράς είναι αμετακίνητη. Είναι η εθνική θέση ότι το θέμα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης είναι το μόνο ζήτημα το οποίο αυτή τη στιγμή υφίσταται και μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας και επί τη βάσει αυτής θα συζητήσουμε ζητήματα κυριαρχίας. Δεν θα μπορούσαν και δεν θα τεθούν σε συζήτηση και σε διάλογο», ξεκαθάρισε.
Και σε μία σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν ανέδειξε τη διαφορά κλίματος και καταστάσεων με το σήμερα:
«Δεν είναι μακρινές οι εποχές που βιώναμε καταστάσεις ανεξέλεγκτες. Το 2015 – 2016 είχαμε από τα ανατολικά μας σύνορα 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες. Η Ειδομένη και η Μόρια δεν είναι πάρα πολύ μακρινά. Επιπλέον, να πω ότι η εχθροπαθής ρητορική ήταν μια καθημερινότητα για την Ελλάδα. Οι αερομαχίες στο Αιγαίο εγκυμονούσαν τους κινδύνους να έχουμε από ατύχημα μια πολεμική σύρραξη. Όλα αυτά είναι πολύ νωπά. Εγώ θέλω να σας πω το εξής Δεν είμαι αιθεροβάμων, ούτε αφελής. Γνωρίζω ότι υπάρχουν πολύ ισχυρές θέσεις της Τουρκίας, οι οποίες ανατρέχουν σε δεκαετίες.
»Εκείνο το οποίο θέλω, είναι να μπορέσουμε να συζητούμε σε ένα πνεύμα διαβουλευτικό, να μπορούμε να διαφωνούμε πολιτισμένα χωρίς να δημιουργούμε εντάσεις και κρίσεις και από την άλλη πλευρά να προωθούμε μια θετική ατζέντα με αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες, οι οποίες μπορούν να προωθήσουν τις διμερείς μας σχέσεις. Καμία απεμπόληση κυριαρχίας, καμία συζήτηση για την κυριαρχία», υπογράμμισε εκ νέου ο υπουργός Εξωτερικών.
Θαλάσσια πάρκα, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα και μία απάντηση στην αντιπολίτευση
Στη συνέντευξή του στο EΡΤnews ο Γιώργος Γεραπετρίτης απάντησε και στις φωνές της αντιπολίτευσης περί υποχωρητικότητας, στη σκιά των αντιδράσεων της Αγκυρας για την ανακήρυξη των θαλάσσιων πάρκων στο Αιγαίο:
«Είμαι πάρα πολύ σαφής και επαναλαμβάνω ότι αν έχετε διαπιστώσει το τελευταίο διάστημα την οποιαδήποτε υποχώρηση, παρακαλώ να μου τη θέστε, διότι διαβάζω και τις ανακοινώσεις και της αντιπολίτευσης για διαρκή υποχωρητικότητα, χωρίς να αναφέρεται ούτε ένα έστω στοιχειώδες επιχείρημα και ένα αντικειμενικό δεδομένο. Η απάντηση είναι σαφής. Τα θαλάσσια πάρκα θα γίνουν. Τα θαλάσσια πάρκα είναι ουσιαστικά η επιτομή της προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος, που είναι εξαιρετικά κρίσιμη για τη χώρα μας και είναι εξαιρετικά χρήσιμη κατά τη γνώμη μου για όλες τις μεσογειακές χώρες.
«Ηταν επέκεινα του μεγάλου συνεδρίου που έγινε στην Ελλάδα με τη συμμετοχή 125 κρατών και διεθνών οργανισμών για την προστασία των θαλασσών και των ωκεανών. Με δεσμεύσεις περίπου 400 σε ύψος 11,5 δισεκατομμυρίων, η Ελλάδα δήλωσε ότι θα καταστήσει δύο θαλάσσια πάρκα επί τη βάσει περιβαλλοντικών κριτηρίων. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση μελέτης για τον καθορισμό των τεχνικών περιβαλλοντικών κριτηρίων. Όταν ολοκληρωθούν αυτά, τότε τα πάρκα θα τοποθετηθούν στον χάρτη»
Οπως επεσήμανε ο υπουργός των Εξωτερικών, «αυτά είναι ζητήματα τα οποία ανάγονται στην ελληνική κυριαρχία και αφορούν στην πραγματικότητα τη βιωσιμότητα όχι απλά της Ελλάδας, αλλά του πλανήτη».
Και ειδικά το ζήτημα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, τόνισε, «είναι μείζον ζήτημα και τούτο διότι είναι το υποκείμενο θέμα από το οποίο παράγεται πολλαπλασιαστική ένταση. Και πραγματικά θεωρώ ότι αν κάποια στιγμή καταφέρουμε να επιλύσουμε τα ζητήματα αυτά του καθορισμού της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, θα έχουμε μια μακρά και βιώσιμη ειρήνη στην περιοχή μας».
Για την ώρα, επιβεβαίωσε ο κ. Γεραπετρίτης, δεν έχουμε θέσει τα ζητήματα αυτά, επιδίωξή μας ωστόσο «και νομίζω υπάρχει μία αμοιβαία τοποθέτηση για τα ζητήματα αυτά με την Τουρκία», είναι πως «είναι χρήσιμο στο επόμενο διάστημα να τα συζητήσουμε».
«Αυτό –συμπλήρωσε– θα το κρίνουν οι δύο ηγέτες, οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία το αμέσως προσεχές διάστημα να βρεθούν περισσότερες φορές και θα λάβουμε την εντολή έτσι ώστε να κάνουμε τη συζήτηση αυτή. Θέλω να πω ότι όπως γνωρίζετε, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο παρελθόν στις συζητήσεις οι οποίες γίνονται περί οριοθέτησης στο πλαίσιο των φερόμενων διερευνητικών εντολών. Δυστυχώς, μολονότι έχουμε πολλαπλούς κύκλους, 63 κύκλους διερευνητικών εντολών στο παρελθόν, δεν μπορέσαμε να φτάσουμε σε ένα σημείο στο οποίο να μπορέσουμε να συμφωνήσουμε για την οριοθέτηση ή έστω να συμφωνήσουμε να παραπέμψουμε τη διαφορά αυτή σε διεθνή δικαιοδοσία».
Σε κάθε περίπτωση ο υπουργός μίλησε για «ιστορική στιγμή, κατάλληλη για να μπορέσουμε να κάνουμε τη συζήτηση αυτή και να φέρουμε στην πατρίδα μας μία μακρά και ευδόκιμη ειρήνη».
Το πότε θα ωριμάσουν οι συνθήκες αυτές, εξήγησε, εξαρτάται από δύο παράγοντες:
«Ο πρώτος παράγων είναι να εδραιωθεί έτι περαιτέρω η καλή κατανόηση και ειλικρίνεια μεταξύ των μερών. Και το δεύτερο είναι να αποτιμήσουμε τις συμφωνίες οι οποίες έχουν υπογραφεί έτσι ώστε να έχει παραχθεί ένα καλό και ωφέλιμο αποτέλεσμα. Θέλω να σας πω ότι μόνο την 7η Δεκεμβρίου, στο πλαίσιο της επίσκεψης της τουρκικής αντιπροσωπείας, υπεγράφησαν 15 συμφωνίες και μνημόνια. Πολύ σημαντικά κατά την άποψή μου και αυτές οι συμφωνίες θα πρέπει να αποτιμηθούν όταν θα βεβαιωθούμε ότι έχουν παραχθεί τα θετικά αποτελέσματα, ότι έχει παγιωθεί ένα κλίμα ειλικρίνειας και καλής κατανόησης, θα προχωρήσουμε».
Μονή της Χώρας
Ομοίως και για το θέμα της Μονής Χώρας, ο υπουργός δεν άφησε ασχολίαστη την ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ που έκανε ξανά λόγο για υποχωρητικότητα κατηγορώντας τον ίδιο τον Πρωθυπουργό ότι «έδωσε το πράσινο φως στον τούρκο πρόεδρο» για την παράνομη μετατροπή της από μουσείο σε τέμενος.
Αναλυτικά η απάντησή του είχε ως εξής:
«Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι δεν έχει κανένα απολύτως πραγματικό έρεισμα η ανακοίνωση, για να θέσουμε τα πράγματα ακριβώς ως έχουν, να πούμε τα εξής.
»Πρώτον, η απόφαση για την τροπή της Μονής της Χώρας σε τέμενος έχει ληφθεί από το 2020. Υπήρξαν πράγματι εργασίες αναστήλωσης, την προηγούμενη εβδομάδα μεταξύ 200 μνημείων, στα οποία περιλαμβάνεται και η Μονή της Χώρας, η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη λειτουργία τους και ως τεμένη. Εκείνο στο οποίο εμείς αποδίδουμε ιδιαίτερη έμφαση είναι να διατηρηθεί ο οικουμενικός πολιτιστικός χαρακτήρας της Μονής της Χώρας.
Ο οικουμενικός πολιτιστικός χαρακτήρας έχει να κάνει με τη δυνατότητα όλων να μπορέσουν να δουν τους πολιτιστικούς θησαυρούς, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στη Μονή της Χώρας. Πρόκειται για ψηφιδωτά τα οποία κατά την άποψή μου είναι η επιτομή του βυζαντινού πολιτισμού. Είναι εξαιρετικά μεγάλης αξίας και ιστορικής, αλλά και καλλιτεχνικής και νομίζω είναι απολύτως αναγκαίο να διασφαλιστεί ο μουσειακός χαρακτήρας του μνημείου αυτού. Θέσαμε το ζήτημα αυτό. Γνωρίζετε ότι είναι πολύ μεγάλης ευαισθησίας για τους Έλληνες πολίτες, αλλά και για την ελληνική κυβέρνηση.
Το θέσαμε με ιδιαίτερη έμφαση ενώπιον της τουρκικής αντιπροσωπείας. Νομίζω άκουσε και ο πρόεδρος Ερντογάν την ευαισθησία της ελληνικής πλευράς και η ελπίδα μου είναι ότι το αμέσως επόμενο διάστημα θα έχουμε μια εξέλιξη για το ζήτημα αυτό, η οποία θα μπορεί να διατηρεί τον οικουμενικό και μουσειακό χαρακτήρα του μνημείου. Είμαι πάρα πολύ σαφής ότι θα πρέπει το μνημείο αυτό να είναι ανοιχτό στο κοινό και όλοι οι πολιτιστικοί του θησαυροί να μπορούν να είναι αντικείμενο και για τους πολίτες όλων των θρησκευμάτων. Αντιλαμβανόμαστε τη σημασία του να είναι ακάλυπτα τα ψηφιδωτά και όσα βρίσκονται εντός του ναού. Είναι πάρα πολύ σημαντικά τα ζητήματα αυτά.
Καταλαβαίνω ότι υπάρχει πολύ μεγάλη ευαισθησία και τη δικαιολογώ απολύτως για το ζήτημα της Μονής της Χώρας και γι’ αυτό ήταν και ένα από τα θέματα τα οποία τα θέσαμε με ιδιαίτερα οξύ, με ιδιαίτερη οξύτητα. Ξέρετε πολλές φορές θέματα τα οποία για μας έχουν πολύ μεγάλη ιστορική και πολιτιστική αξία. Μπορεί να μην υπάρχει συναντίληψη για τη σημασία τους από την άλλη πλευρά και γι’ αυτό το λόγο θα προσέθετα ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνονται οι συζητήσεις αυτές έτσι ώστε να μπορούν να κατανοούν και οι δύο πλευρές ποιες είναι οι ευαισθησίες της άλλης πλευράς και για μας η Μονή της Χώρας είναι μείζονος ευαισθησίας.
Καταρχάς, η αντίδραση έχει υπάρξει ήδη από το 2020 και εντεύθεν και για την Αγια-Σοφιά και για τη Μονή της Χώρας. Καταλαβαίνουμε ότι η θέση της τουρκικής πλευράς μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική, αλλά δεν τίθεται ζήτημα εμείς να υποχωρήσουμε ως προς αυτό. Εμείς θα θέτουμε σε όλα τα φόρα όπως το πράξαμε στην Ουνέσκο, το πράξαμε σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς. Εγώ ενημερώνω και τους συναδέλφους μου στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την οικουμενική πολιτιστική κληρονομιά. Δεν πρόκειται να αφήσουμε σε καμία περίπτωση στο ζήτημα αυτό».
Τουριστική συμφωνία και βίζα εξπρές
Από τις δηλώσεις Γεραπετρίτη δεν θα μπορούσε να λείπει και μία αναφορά στην τουριστική συνεργασία των δύο γειτόνων και δη στο απόλυτα επιτυχημένο πρόγραμμα της λεγόμενης βίζας-εξπρές που ήδη φέρνει χιλιάδες τούρκους τουρίστες στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου:
«Με προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης, σε συντονισμό με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ξεκινήσαμε ένα πρόγραμμα για επισκέψεις Τούρκων πολιτών σε δέκα νησιά μας. Το πρόγραμμα αυτό, πέρα από την τεράστια οικονομική αξία που έχει για τα νησιά μας, διότι διαρκεί καθ’ όλο το χρόνο διευρύνει την τουριστική περίοδο και το ίδιο το τουριστικό προϊόν, αλλά έχει μία πολύ μεγάλη αξία διότι φέρνει κοντά τους πολίτες από τα δύο κράτη. Νομίζω ήδη έχει υπάρξει πολύ μεγάλη ικανοποίηση και στα νησιά μας, αλλά και από πλευράς Τουρκίας για την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής, Τέτοιου τύπου συμφωνίες θέλουμε να φέρουμε, έτσι ώστε να υπάρχει καλή κατανόηση και μία καλή διπλωματία σε επίπεδο πολιτών πια, για να μπορέσουμε να συζητήσουμε και τα πιο δύσκολα».
Θέσαμε το Κυπριακό
Στην αναφορά του τέλος στο Κυπριακό, ο κ. Γεραπετρίτης σημείωσε καταρχάς πως αποτελεί πεποίθηση τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της κυπριακής ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων συμβάλει θετικά και στις συζητήσεις για το κυπριακό ζήτημα.
Εκτίμησή του ήταν ότι μέσα από τη συζήτηση η οποία διεξάγεται σήμερα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, μπορεί να παραχθεί ένα εξαιρετικά ωφέλιμο αποτέλεσμα και για τις συζητήσεις, οι οποίες γίνονται αυτή τη στιγμή υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
«Η απάντησή μου θα είναι σαφής: Ναι θέσαμε το ζήτημα της Κύπρου. Υπήρξε συζήτηση για το Κυπριακό», τόνισε ο υπουργός και «δική μας θέση, είναι ότι θα πρέπει να επανεκκινήσουν οι συζητήσεις μεταξύ των μερών, δηλαδή μεταξύ του Προέδρου Χριστοδουλίδη και του ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας Τατάρ, υπό την αιγίδα της προσωπικής απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και να γίνει έτσι ώστε να δούμε το πεδίο μέσα στο οποίο θα κινηθούμε. Και το πεδίο δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μόνο τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία.
Κια μολονότι υπάρχει πράγματι τα τελευταία χρόνια μία αυξημένη ρητορική εκ μέρους της τουρκικής και τουρκοκυπριακής πλευράς σχετικά με μία κυριαρχική ισότητα, η οποία είναι εκτός πλαισίου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το κρίσιμο αυτή τη στιγμή, εκτίμησε, είναι «να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να συζητήσουν ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης με τον Τατάρ. Εκείνο το οποίο θέλω να πω είναι ότι από την πλευρά τη δική μας ασκούνται όλες εκείνες οι διπλωματικές πιέσεις που είναι αναγκαίες».
Την Τρίτη άλλωστε ο υπουργός Εξωτερικών υποδέχεται στο γραφείο του την προσωπική απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Μαρία Ολγκίν.
«Θα έχουμε -είπε- μία συζήτηση, έχουμε μια πολύ τακτική επαφή με την κυρία Ολγκίν για το Κυπριακό, το οποίο πάντοτε παραμένει ύψιστης διπλωματικής σημασίας για την ελληνική κυβέρνηση και θέλω να σας πω ότι διατηρώ την ελπίδα ότι στο προσεχές διάστημα θα έχουμε συζητήσεις για το ζήτημα αυτό, να μπορέσουμε να διακριβώσουμε τις δυνατότητες για να προχωρήσουμε σε μία μακρά και βιώσιμη λύση για το Κυπριακό. Δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να αφήσουμε πίσω το Κυπριακό».
Ενημέρωση της Βουλής για τη συνάντηση της Αγκυρας
Κλείνοντας ο υπουργός Εξωτερικών γνωστοποίησε ότι την Τετάρτη θα ενημερώσει και την αρμόδια Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και Αμύνης, έτσι ώστε να υπάρχει και πλήρης ενημέρωση και της Βουλής για τα Ελληνοτουρκικά.
«Θεωρώ –είπε– μείζονος σημασίας οι έλληνες πολίτες να ενημερώνονται άμεσα για όσα συμβαίνουν σε ότι αφορά τον ελληνοτουρκικό διάλογο και βεβαίως η εθνική αντιπροσωπεία και τα πολιτικά κόμματα και για το λόγο αυτό θεωρώ ότι και το βήμα της ΕΡΤ είναι αναγκαίο έτσι ώστε να υπάρχει άμεση ενημέρωση, όπως άλλωστε είχε συμβεί και μετά από το Συμβούλιο της 7ης Δεκεμβρίου».