Στον πολιτικό λόγο πάντοτε θα ακούγονται υπερβολές, στην περίπτωση όμως του εργασιακού νομοσχεδίου, «αισθάνομαι ότι πραγματικά έχουμε ξεφύγει από το μέτρο», παρατήρησε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης για τις αντιδράσεις έναντι του νομοσχεδίου Χατζηδάκη και τα περί «μητέρας των μαχών» που επαναλαμβάνουν μονότονα οι αρχηγοί και οι βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Σε συνέντευξή του στη δημόσια τηλεόραση, ο κ. Γεραπετρίτης μίλησε για αδιαμφισβήτητες εγγυήσεις υπέρ των εργαζομένων στο 90% του νομοσχεδίου.
«Ποιες είναι οι εγγυήσεις αυτές: έχουμε πρώτα απ’ όλα εργοδοτικό έλεγχο. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ψηφιακή κάρτα εργασίας, έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχεται η εργασία. Να μην μπορεί πλέον δηλαδή ο εργοδότης να καταναγκάζει υποδηλωμένα τον εργαζόμενο να δουλεύει. Αρα, αυτό θα ελέγχεται σε πραγματικό χρόνο μέσω της “Εργάνης”, για να μην έχουμε τέτοιου τύπου φαινόμενα». Πρόσθεσε ότι θα γίνεται ενισχυμένος έλεγχος και από το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας, το οποίο αποκτά αυτοδυναμία, έτσι ώστε να μπορεί να ασκεί τη δική του πολιτική, ανέφερε ο υπουργός Επκρατείας και συνέχισε λέγοντας:
«Εχουμε κατοχύρωση δικαιωμάτων εργαζομένων. Ποιος, αλήθεια, διαφωνεί στο να έχουμε άδεια πατρότητας, που δεν είχαμε ποτέ, προστασία από απόλυση του νέου πατέρα; Ποιος αμφιβάλλει ότι είναι σωστό να εξομοιώνονται οι εργατοτεχνίτες με τους κοινούς εργαζομένους που δεν προστατεύονταν ποτέ; Ή επίσης τα παιδιά τα οποία δούλευαν στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες ή οι φροντιστές; Ποιος αμφιβάλλει ότι είναι ένα πολύ σπουδαίο δικαίωμα του πολίτη, του εργαζόμενου, όταν δεν εργάζεται να μπορεί να αποσυνδέεται από την εργασία του; Που είναι το πιο βασικό στοιχείο αλλοτρίωσης. Εγώ, όταν δεν εργάζομαι, δεν θέλω να είμαι διαθέσιμος μέσω του τηλεφώνου ή μέσω του e-mail. Για πρώτη φορά κατοχυρώνεται αυτό. Εχουμε προστασία από τη βία και την παρενόχληση. Εισάγεται καθυστερημένα η Σύμβαση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, που προστατεύει από κάθε μορφή εργοδοτικής βίας. Αλήθεια, υπάρχει κάποιος που διαφωνεί σ’ αυτό;».
Απορρίφθηκαν οι ενστάσεις αντισυνταγματικότητας
Η συζήτηση του νομοσχεδίου στην Ολομέλεια της Βουλής ξεκίνησε με ενστάσεις αντισυνταγματικότητας από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Με την έναρξη της συνεδρίασης, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ, Θανάσης Παφίλης (φωτογραφία επάνω), ενημέρωσε την Ολομέλεια ότι το κόμμα του θα καταθέσει ένσταση αντισυνταγματικότητας, όπως έπραξε και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης (φωτογραφία κάτω).
Αμφότεροι οι εκπρόσωποι είπαν, εκ προοιμίου, ότι η πρόταση κατατίθεται, αλλά το νομοσχέδιο πρέπει κανονικά να αποσυρθεί.
Την απόσυρση των άρθρων 55 έως 125 (βασικός πυρήνας του νομοσχεδίου με τις διατάξεις περί «προστασίας της εργασίας») ζήτησε ο εισηγητής του Κινήματος Αλλαγής Γιώργος Μουλκιώτης, σημειώνοντας ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του δέχεται διατήρηση μόνο του σκέλους του νομοσχεδίου που αναφέρεται στην κύρωση των διεθνών συμβάσεων.
Τόσο η ένσταση του ΚΚΕ, όσο και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ απορρίφθηκαν με την επίκληση της αρχής της δεδηλωμένης. Τις ενστάσεις και αντιρρήσεις αντισυνταγματικότητας καταψήφισε η κυβερνητική πλειοψηφία και τις υπερψήφισαν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Ο κ. Γεραπετρίτης υπογράμμισε τη σημασία της ενίσχυσης και της αυτοδυναμίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που καθίσταται εντελώς ανεξάρτητο ώστε να χαράσσει την πολιτική των ελέγχων. «Δεν λογοδοτεί στην κυβέρνηση και δεν θα μπορεί να υπάρχει κανενός είδους πελατειακή συναλλαγή, θα λειτουργούν όλα τα μέλη ως αδιάφθοροι, θα βρίσκονται μέσα στην καρδιά της εργασίας και για πρώτη φορά με ηλεκτρονικά μέσα, σε πραγματικό χρόνο ελέγχονται όλες οι εργοδοτικές καταχρήσεις».
Αναφερόμενος στις προβλέψεις – ρυθμίσεις του νομοσχεδίου για τον συνδικαλισμό, ο υπουργός έκανε λόγο για «συνδικαλιστική μειοψηφία, η οποία καθορίζει τις τύχες του συνόλου του σώματος των εργαζομένων. Διαφωνούμε πραγματικά με το να υπάρχει μητρώο στο οποίο να εγγράφονται οι συνδικαλιστικοί φορείς, έτσι ώστε να μη λειτουργούν άναρχα ή με το να δίνεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, έτσι ώστε να μη λαμβάνονται οι αποφάσεις από μία ελάχιστη μειοψηφία, αλλά να υπάρχει ευρεία αντιπροσώπευση στις αποφάσεις;» διερωτήθηκε και μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην απάλειψη της δυνατότητας επαναπροκήρυξης μιας απεργίας η οποία έχει κηρυχθεί παράνομη και στην εισαγωγή ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας στις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, π.χ. στις μεταφορές, «κατά τη συνήθη φορά των πραγμάτων, το ένα τρίτο των εργαζομένων, ώστε να μην έχουμε πλήρη παράλυση της κοινωνίας και της αγοράς επειδή αποφασίζουν να απεργήσουν ένας ελάχιστος αριθμός συνδικαλιστών.
»Θα πρέπει να διασφαλίζεται απολύτως και η κοινωνική συνέχεια, όταν δεν υπάρχει μεγάλης κλίμακας απεργία», ξεκαθάρισε.
Όσον αφορά το έτερο θεμα σύγκρουσης κυβέρνησης – αντοπολίτευσης, αυτό της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, ο κ. Γεραπετρίτης επανέλαβε ότι «με πρωτοβουλία του εργαζόμενου και μόνο με τη συναίνεσή του είναι δυνατόν να καθορίζεται ένα διαφορετικό πλαίσιο σε ό,τι αφορά το ωράριο της απασχόλησής του. Δεν είναι ο εργοδότης ο οποίος το προτείνει», υπογράμμισε, «είναι ο εργαζόμενος και είναι ο εργαζόμενος, επειδή θα θελήσει ενδεχομένως ο ίδιος, για λόγους προσωπικούς, οικογενειακούς, για οποιονδήποτε λόγο, να διαμορφώσει ένα διαφορετικό πλαίσιο εργασίας. Δεν επηρεάζεται ούτε ο τρόπος της αμοιβής, όπως εντελώς εσφαλμένα δίδεται προς τα έξω, ούτε επηρεάζεται ο συνολικός χρόνος εργασίας. Ούτως ή άλλως, δεν θα μπορέσουμε να παρεκκλίνουμε και από το 8ωρο και από τις 40 ώρες εβδομαδιαίως».
Ως προς τη ρεαλιστική εφαρμογή όσων προβλέπονται, ο υπουργός Επικρατείας είπε ότι ο εργαζόμενος είναι αυτός που προτείνει και από την πλευρά του το Κράτος αναλαμβάνει διά των ανεξάρτητων οργάνων τον πλήρη έλεγχο. «Εμείς αναλαμβάνουμε ότι θα υπάρχει ένας πλήρης ψηφιακός έλεγχος, έτσι ώστε ούτε καταναγκασμός να υπάρχει από τον εργοδότη ούτε να υπάρχει έστω και μία ώρα παραπάνω, την οποία ο ίδιος ο εργαζόμενος δεν θα θελήσει», τόνισε.
«Σε ένα πράγματι άναρχο εργασιακό τοπίο, εμείς ερχόμαστε επιτέλους και βάζουμε μία τάξη», κατέληξε στην αναφορά του για το Εργασιακό ο κ. Γεραπετρίτης, επισημαίνοντας ότι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους πρόκειται για ρυθμίσεις που ισχύουν σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.
Στην αιχμή της αντιπαράθεσης κυβέρνησης και αντιπολίτευσης βρίσκονται:
– Οι διατάξεις για την πρόσθετη εργασία των απασχολούμενων μερικής απασχόλησης (δυνατότητα υπερωριών σε διακεκομμένο ωράριο με προσαύξηση 12%) (άρθρο 57). Όπως ειδικότερα ορίζεται, «αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη. Η πρόσθετη εργασία μπορεί να παρασχεθεί, εφόσον συμφωνεί ο εργαζόμενος και κατά ωράριο που δεν είναι συνεχόμενο σε σχέση με το συμφωνημένο ωράριο της ίδιας ημέρας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί ημερήσιας ανάπαυσης. Αν παρασχεθεί εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής με προσαύξηση δώδεκα τοις εκατό (12%) επί της συμφωνηθείσας αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα εργασίας που θα παράσχει. O μερικώς απασχολούμενος μπορεί να αρνηθεί την παροχή εργασίας πέραν της συμφωνημένης, όταν η πρόσθετη εργασία λαμβάνει χώρα κατά συνήθη τρόπο. Σε κάθε περίπτωση η πρόσθετη αυτή εργασία δύναται να πραγματοποιηθεί κατ’ ανώτατο όριο μέχρι τη συμπλήρωση του πλήρους ημερήσιου ωραρίου του συγκρίσιμου εργαζομένου.» Η αντιπολίτευση ζητάει την κατάργηση της διάταξης επισημαίνοντας ότι στην Ελλάδα, όπου η υποδηλωμένη εργασία, ιδιαίτερα σε παραγωγικούς κλάδους είναι σύνηθες φαινόμενο, ιδιαίτερα στους νέους, οι συγκεκριμένες διατάξεις μπορεί να έχουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, με εξοντωτικά διακεκομμένα ωράρια για τους εργαζομένους με χαμηλούς μισθούς.
– Οι διατάξεις για την αμοιβή της υπέρβασης χρονικών ορίων εργασίας (άρθρο 58). Το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει αύξηση του ανώτατου ορίου υπερωριών σε 150 κατ΄έτος, από 120 ώρες κατ΄έτος για τις υπηρεσίες και 96 ώρες κατ΄έτος για τη βιομηχανία. H ανάγνωση του άρθρου από κυβερνητική πλειοψηφία και αντιπολίτευση δεν ταυτίζεται. Το υπουργείο Εργασίας επισημαίνει πως «προβλέπεται ότι μπορούν να πραγματοποιηθούν μέχρι 150 ώρες νόμιμης υπερωρίας κατ’ έτος. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Εργασίας μπορεί να χορηγείται άδεια πραγματοποίησης επιπλέον των 150 υπερωριών, οι οποίες αμείβονται με προσαύξηση 60%, αντί του 40% που ισχύει για τις συνήθεις υπερωρίες. Για την πραγματοποίηση ‘παράνομων’ υπερωριών ο εργαζόμενος λαμβάνει αποζημίωση ίση με το ωρομίσθιό του προσαυξημένο κατά 120%». Η αντιπολίτευση που ζητάει την απόσυρση του συγκεκριμένου άρθρου, επισημαίνει, ωστόσο, ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν βοηθάει στη μείωση της ανεργίας αλλά παρακινεί τις επιχειρήσεις με το υπάρχον προσωπικό να ανταπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση. Αυτό θα οδηγήσει στην εξουθένωση του υφιστάμενου προσωπικού, με υπερωριακή εργασία και κινδύνους ασφάλειας και υγείας. Εξίσου ανησυχητική χαρακτηρίζει την πρόβλεψη ότι με απόφαση του ΓΓ Εργασίας θα είναι δυνατό να χορηγείται άδεια στην επιχείρηση για υπερωριακή απασχόληση των μισθωτών, επιπλέον των επιτρεπόμενων ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης (150 ώρες). Υπογραμμίζει εξάλλου ότι η αμοιβή προσαυξημένη μόνο κατά 60%, έρχεται σε αντιδιαστολή με την πρόβλεψη προσαύξησης παράνομης υπερωρίας κατά 120%.
– Η συμφωνία διευθέτησης του χρόνου εργασίας (άρθρο 59). Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι η συμφωνία για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας μπορεί να συναφθεί και με ατομική συμφωνία, μετά από αίτημα του εργαζομένου, εάν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση ή δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης και του εργοδότη, τηρουμένων κατά τα λοιπά όλων των ρυθμίσεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις, τη διάρκεια, τον χρόνο αναφοράς και τα λοιπά στοιχεία της διευθέτησης. Απαγορεύεται η απόλυση εργαζομένου, ο οποίος δεν υπέβαλε αίτημα για διευθέτηση του χρόνου εργασίας, μολονότι του ζητήθηκε από τον εργοδότη του. Επιπλέον, ορίζεται ρητά ότι, σε περίπτωση κατά την οποία λυθεί η σύμβαση εργασίας χωρίς ο εργαζόμενος να λάβει το χρονικό αντιστάθμισμα που προβλέπεται για την αυξημένη απασχόληση, ο εργαζόμενος θα αποζημιωθεί για τις υπερβάλλουσες ώρες κατά τις διατάξεις περί υπερεργασίας και υπερωρίας, ανάλογα με τις ώρες που έχει εργασθεί καθ’ υπέρβαση του ωραρίου. Η αντιπολίτευση υπογραμμίζει ότι η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να ανακληθεί, διότι μπορεί να υποκρύψει φαινόμενα εξαπάτησης των εργαζομένων, όπως προσαρμογή της εργασίας με βάση τις δραστηριότητες της επιχείρησης, αντισταθμική ανάπαυση και χορήγηση μειωμένης απασχόλησης σε περιόδους αναιμικής δραστηριότητας. «Η έλλειψη Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, μπορεί να αποτελέσει εργαλείο στα χέρια των εργοδοτών για καταπάτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων», υπογραμμίζουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
– Η άδεια άνευ αποδοχών (άρθρο 62). Με τις διατάξεις που εισάγει το υπουργείο Εργασίας, καθιερώνεται για πρώτη φορά ρητά ο θεσμός της άδειας άνευ αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για συμφωνημένη αναστολή της σύμβασης εργασίας, η οποία διαρκεί μέχρι ένα έτος, με δυνατότητα παράτασης με νέα συμφωνία μεταξύ των μερών. Η αναστολή της σύμβασης είναι πλήρης, με την έννοια ότι δεν οφείλονται και ασφαλιστικές εισφορές για το διάστημα της άδειας άνευ αποδοχών. Μετά τη λήξη της άδειας η σύμβαση εργασίας λειτουργεί όπως ήταν πριν τη λήψη της άδειας, με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η αντιπολίτευση υπογραμμίζει ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις μπορεί να αποδειχθούν εκμεταλλευτικές και επιζήμιες για τον εργαζόμενο.
εξαιρέσεις από την υποχρεωτική ανάπαυση της Κυριακής (άρθρο 63). Στις επιχειρήσεις που επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό τις Κυριακές και τις αργίες προστίθενται οι επιχειρήσεις logistics, shared services centers, data centers, ψηφιοποίησης εγχάρτου αρχείου, παροχής υπηρεσιών τηλεφωνικού κέντρου και τεχνικής υποστήριξης πελατών, παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος και security.
– Η προστασία από τις απολύσεις (άρθρο 66). Το υπουργείο Εργασίας επισημαίνει ότι, με τις διατάξεις που εισάγονται, απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε απόλυση που γίνεται ως αντίδραση για την άσκηση οποιουδήποτε νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου. Η προστασία των εργαζομένων ενισχύεται και από την πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία, εάν κατ’ αρχήν αποδειχθούν πραγματικά περιστατικά που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απόλυση είναι απαγορευμένη, ο εργοδότης φέρει το βάρος να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο. Με βάση τις διατάξεις αυτές είναι πλέον πολύ δύσκολο για τον εργοδότη να απειλήσει, αμέσως ή εμμέσως, τον εργαζόμενο με απόλυση, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος ασκήσει νόμιμο δικαίωμά του καθώς, πλέον, όχι μόνον προβλέπεται ρητή ακυρότητα σε μία τέτοια περίπτωση, αλλά και προβλέπεται ρητά η αντιστροφή του βάρους αποδείξεως υπέρ του εργαζομένου. Για απολύσεις που δεν πάσχουν από τόσο σοβαρό ελάττωμα, ακολουθείται η γαλλική ρύθμιση για τις αδικαιολόγητες απολύσεις, κατά την οποία, μετά από αίτημα είτε του εργοδότη, είτε του εργαζομένου, αντί για οποιαδήποτε άλλη συνέπεια ο εργοδότης καταβάλλει αυξημένη αποζημίωση στον εργαζόμενο. Η αποζημίωση αυτή αντιστοιχεί κατ’ ελάχιστον στις τακτικές αποδοχές τριών μηνών και κατά μέγιστον οδηγεί σε τριπλασιασμό της αποζημίωσης καταγγελίας. Την αποζημίωση αυτή μπορεί να ζητήσει, αντί για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, κάθε εργαζόμενος, ακόμη και όποιος απολύθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου. Επίσης, τίθεται η δυνατότητα για διόρθωση τυπικών ελαττωμάτων της καταγγελίας, ιδίως όταν το σφάλμα που εμφιλοχώρησε οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη/ εύλογη αμφιβολία, ενώ διευκρινίζεται ότι δικόγραφο που, επί της ίδιας πραγματικής και νομικής βάσης, σωρεύει αίτημα για επαναπασχόληση με αίτημα για πρόσθετη αποζημίωση είναι απαράδεκτο. Η ανάγνωση της αντιπολίτευσης όμως είναι διαφορετική και επισημαίνει ότι «αν απολυθείς εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυσή του είναι άκυρη, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο». Εισάγεται δηλαδή αντιστροφή απόδειξης. Επίσης, ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση πληρωμής μισθών υπερημερίας, που υποκαθίσταται από την πληρωμή πρόσθετης αποζημίωσης (η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις αποδοχές 3 μηνών, ούτε μεγαλύτερη από αποδοχές 24ων μηνών). Δηλαδή, ενώ μέχρι σήμερα συνέπεια της άκυρης απόλυσης ήταν η επαναπρόσληψη του εργαζομένου, πλέον δίνεται η δυνατότητα για μη επαναπρόσληψη με μια επιπλέον αποζημίωση από τον εργοδότη. Η επιλογή επαναπρόσληψης ή της λήψης πρόσθετης αποζημίωσης οφείλει να είναι αποκλειστικό προνόμιο των εργαζομένων και όχι των εργοδοτών, αναφέρει η αντιπολίτευση.
– Οι παρεμβάσεις στο συνδικαλιστικό νόμο και το πλαίσιο για την κήρυξη απεργίας. Μεταξύ άλλων, με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο, προβλέπεται δυνατότητα εξ αποστάσεως παρουσίας στις γενικές συνελεύσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων και συμμετοχής στις ψηφοφορίες, ακόμα και όταν αυτές πρέπει να είναι μυστικές, ώστε οι αποφάσεις να έχουν την ευρύτερη δυνατή δημοκρατική νομιμοποίηση (άρθρο 86). Εξασφαλίζεται και στις ψηφοφορίες των αιρετών οργάνων και εκπροσώπων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις η δυνατότητα της εξ αποστάσεως συμμετοχής. Όλες οι οργανώσεις οφείλουν να παρέχουν αυτή τη δυνατότητα στα μέλη τους με λογισμικό που μπορούν να λαμβάνουν δωρεάν από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (άρθρο 87). Αναδιαμορφώνεται στην η διατύπωση των λόγων απόλυσης συνδικαλιστικών στελεχών (άρθρο 88). Η προηγούμενη προειδοποίηση των 24 ωρών για το έγκυρο της κήρυξης της απεργίας ισχύει για όλες τις μορφές απεργίας, ήτοι και για τις ολιγόωρες στάσεις εργασίας, ενώ η γνωστοποίηση πρέπει να γίνεται με έγγραφο που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή (άρθρο 91). Εξασφαλίζεται η δυνατότητα των εργαζομένων να παρέχουν εργασία, όταν έχει κηρυχθεί απεργία. Στην περίπτωση που διαπιστώνονται φαινόμενα παρεμπόδισης της ενάσκησης του δικαιώματος αυτού είναι δυνατό με δικαστική απόφαση να διακοπεί η κηρυχθείσα απεργία και καθιερώνεται αστική ευθύνη για τους υπαίτιους παρεμπόδισης εργαζομένων να προσέλθουν στην εργασία τους (άρθρο93). Ορίζεται η υποχρέωση στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, πέραν του προσωπικού ασφαλείας που οφείλουν να διαθέτουν στις απεργίες, να εξασφαλίζεται και η ελάχιστη εγγυημένη υπηρεσία, ώστε οι υπηρεσίες που παρέχουν να ανταποκρίνονται στο 1/3 της συνήθους παρεχόμενης υπηρεσίας (άρθρο 95). Ικανότητα σύναψης συλλογικών συμβάσεων – νομιμοποίηση εκπροσώπων (άρθρο 96).
– Η μετατροπή της Επιθεώρησης Εργασίας σε ανεξάρτητη διοικητική αρχή. Συνιστάται ανεξάρτητη αρχή, χωρίς νοµική προσωπικότητα, υπό την επωνυµία «Επιθεώρηση Εργασίας», η οποία απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας και διοικητικής και οικονοµικής αυτοτέλειας, δεν υπόκειται σε έλεγχο ούτε σε εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς φορείς ή άλλες διοικητικές αρχές, και καθίσταται καθολική διάδοχος του προτεινόµενου να καταργηθεί Σώµατος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.) και του Γενικού Επιθεωρητή.