Στην ιστορική πόλη Ααχεν, στην έδρα του αυτοκράτορα Καρλομάγνου, του «Πατέρα της Ευρώπης», ο Εμανουέλ Μακρόν και η Ανγκελα Μέρκελ υπέγραψαν την Τρίτη 22 Ιανουαρίου ένα νέο γαλλογερμανικό σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας.
Ακριβώς 56 χρόνια μετά την ιστορική Συνθήκη του Ελιζέ με την οποία ο Σαρλ ντε Γκολ και ο Κόνραντ Αντενάουερ άφησαν πίσω τους την αποκαλούμενη «Erbfeindschaft», την αιώνια εχθρότητα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, οι σημερινοί διάδοχοί τους επιδίωξαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, ανανεώνοντας και ενισχύοντας μια συμφωνία η οποία, καλώς ή κακώς, αποτέλεσε τη βάση της πορείας της ΕΕ με τελικό προορισμό την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η περίοδος που διανύει η ΕΕ είναι αναμφίβολα κρίσιμη. Γιατί το Brexit αναμένεται να πάρει ακόμα πιο χαοτικές διαστάσεις ενώ το κύμα εθνικολαϊκισμού που σαρώνει την ευρωπαϊκή επικράτεια θέτει εν αμφιβόλω τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης της Ενωσης. Οπότε το σύμφωνο του Ααχεν θα έπρεπε να αποτελέσει ένα ισχυρό και ξεκάθαρο μήνυμα της θέλησης της Γαλλίας και της Γερμανίας να ηγηθούν της προσπάθειας για την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Αυτό, τουλάχιστον, είχε στο μυαλό του ο γάλλος πρόεδρος τον Σεπτέμβριο του 2017, όταν κοινοποίησε τα σχέδιά του για την αναμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά τη διάρκεια της περίφημης ομιλίας του στη Σορβόννη. Η Ανγκελα Μέρκελ, όμως, λίγο πριν τις εκλογές με στόχο την τέταρτη επανεκλογή της στην εξουσία, δεν μπόρεσε (ή δεν ήθελε) να δώσει τη δέουσα προσοχή στις ιδιαίτερα φιλόδοξες προτάσεις του Εμανουέλ Μακρόν.
Δεκαέξι μήνες μετά και έπειτα από αρκετές αποτυχημένες εκκινήσεις, το τελικό κείμενο του συμφώνου στο οποίο κατέληξαν οι δύο πλευρές, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις, αποτελεί έναν συμβιβασμό που στερείται ουσίας. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει η συντακτική ομάδα των Financial Times. Γιατί παρά τις πομπώδεις διακηρύξεις και τα μέτρα με έντονο συμβολισμό, όπως η προώθηση της διγλωσσίας και η βαθύτερη ενοποίηση και συνεργασία των παραμεθόριων περιοχών μεταξύ των δύο χωρών, το νέο σύμφωνο της γαλλογερμανικής φιλίας δεν προσφέρει πολλά.
Προβλέπεται, για παράδειγμα, μια σύνθεση των γαλλογερμανικών θέσεων όσον αφορά το μέλλον της Ευρώπης, δίχως, ωστόσο, να προσδιορίζεται ποιες θα είναι αυτές οι θέσεις, γεγονός που αποκρύπτει πολλές από τις διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, όπως η διαφωνία τους για τη φορολόγηση των κολοσσών του Διαδικτύου, την οποία επιθυμεί το Παρίσι αλλά απορρίπτει το Βερολίνο. Για το ευρώ το μοναδικό που σημειώνεται είναι πως οι δύο χώρες εργάζονται για την «ενίσχυση» του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και δεν υπάρχει, φυσικά, καμιά αναφορά στην ολοκλήρωση της τραπεζικής ενοποίησης εντός της ευρωζώνης και της θέσπισης ενός κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού , δύο εκ των κύριων προτάσεων του Εμανουέλ Μακρόν.
H μίνι συνέλευση μελών της γερμανικής Μπούντεσταγκ και της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης που πρόκειται να δημιουργηθεί, θα έχει ρόλο διακοσμητικό, ωσάν μια κλειστή λέσχη, καθώς όσοι θα συμμετέχουν σε αυτήν απλά θα διαβουλεύονται. Σημαντικό σημείο αυτού του νέου συμφώνου αποτελεί η δέσμευση των δύο χωρών να συμβάλουν στην ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ευρώπης, μέσω κοινών επενδύσεων με στόχο να καλυφθούν τα όποια κενά και να ενισχυθεί έτσι η ΕΕ αλλά και το ΝΑΤΟ. Δύσκολη αναμένεται πως θα είναι και η λειτουργία ενός γαλλογερμανικού συμβουλίου άμυνας και ασφάλειας, δεδομένου ότι τα στρατηγικά οράματα των δύο χωρών κάθε άλλο παρά συγκλίνουν, με τη Γερμανία να εναντιώνεται σε απόπειρες παρεμβατισμού πέραν των συνόρων της.
Η όποια αισιοδοξία περιορίζεται περαιτέρω εξαιτίας της απώλειας ισχύος που βίωσαν αμφότεροι οι επικεφαλής των δύο πιο ισχυρών κρατών της Ευρώπης των 27. Η γερμανίδα καγκελάριος έχει ήδη ξεκινήσει την πορεία αποχώρησής της από την πολιτική, εγκαταλείποντας την ηγεσία του CDU, ενώ κανένας δεν γνωρίζει εάν θα παραμείνει στη θέση της έως την ολοκλήρωση της θητείας της το 2021.
Την ίδια ώρα όλα όσα διαδραματίζονται στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις της Γαλλίας τις τελευταίες εβδομάδες, αποδεικνύουν ξεκάθαρα πως ο πολλά υποσχόμενος Εμανουέλ Μακρόν, ο άνθρωπος που επρόκειτο να μεταλλάξει τη χώρα του και να αναμορφώσει την ΕΕ, είναι ένας πρόεδρος σε κρίση, αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή κοινωνική αναταραχή. Κανένας, φυσικά, δεν αρνείται ότι η αποδυνάμωση του Μακρόν στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και στις καθυστερήσεις και τις αναθεωρήσεις με τις οποίες απάντησε η Μέρκελ στις προτάσεις του γάλλου προέδρου. Ακόμα και ο πρόεδρος της γερμανικής βουλής Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, χαρακτήρισε ανεπαρκή τη στάση της Γερμανίας, προειδοποιώντας να μην εξαντληθεί η γαλλογερμανική συνεργασία σε όλα όσα ορίζονται στο σύμφωνο του Άαχεν.
Αυτό, ωστόσο, που ελάχιστοι παραδέχονται, σημειώνει και η Corriere della Sera, είναι ότι το θεωρητικό υπόβαθρο του νέου συμφώνου, παρά τους όποιους θεμιτούς στόχους, ενδέχεται να εκληφθεί (από τον Ορμπάν, τον Σαλβίνι και όλους όσοι κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος) ως μια επαναπρόταση για τη δημιουργία ενός διευθυντηρίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θεωρίες συνωμοσίας
Αναμενόμενα, οπότε, το νέο σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας προκάλεσε έντονες αντιδράσεις κυρίως στο εσωτερικό της Γαλλίας. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διαδικτυακά φόρουμ (στα οποία συμμετέχουν και τα Κίτρινα Γιλέκα) αναφέρθηκε πως ο Εμανουέλ Μακρόν είναι έτοιμος να εκχωρήσει τον έλεγχο της Αλσατίας και της Λωρραίνης, των επαρχιών της ανατολικής Γαλλίας που προσάρτησε η Γερμανία το 1871 και επεστράφησαν στους Γάλλους μετά το τέλος του Ά Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο οπαδός της «εθνικής κυριαρχίας» της Γαλλίας Νικολά Ντυπόν Αινιάν άδραξε την ευκαιρία την περασμένη Κυριακή για να προειδοποιήσει τους συμπατριώτες του για τον κίνδυνο να μετατραπεί η Αλσατία σε μια «ευρωπαϊκή περιφέρεια με δικούς της νόμους». Μεταξύ των φόβων των γάλλων ακροδεξιών και εθνικιστών ξεχωρίζει και ο ισχυρισμός ότι ο Μακρόν είναι έτοιμος να μοιραστεί με τη Γερμανία τη θέση της Γαλλίας στο μόνιμο συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ. Όλοι όσοι, όμως τον διακινούν, παραβλέπουν (ή δεν γνωρίζουν) ότι για να συμβεί αυτό θα πρέπει, πρώτα, να αλλάξει το καταστατικό του Οργανισμού.
Παρότι οι εν λόγω θεωρίες συνωμοσίας απορρίφτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από την κυβέρνηση και την πλειονότητα των γαλλικών Μέσων, κόμματα όπως ο «Εθνικός Συναγερμός» (πρώην «Εθνικό Μέτωπο») της Μαρίν Λεπέν και το «Ορθώσου Γαλλία» του Νικολά Ντυπόν Αινιάν αντιμετωπίζουν το σύμφωνο του Άαχεν ως μια ιδανική ευκαιρία για να αμφισβητήσουν την ανάγκη της γαλλογερμανικής συνεργασίας η οποία αποτελεί τη βάση της εξωτερικής πολιτικής της μεταπολεμικής Γαλλίας.
Οι επιθέσεις επιβεβαιώνουν επίσης ότι στη Γαλλία έχει αρχίσει ήδη η προεκλογική εκστρατεία ενόψει των ευρωεκλογών του ερχόμενου Μαΐου. Το σύμφωνο του Άαχεν αποτελεί στόχο ευκολότερο από το ευρώ και την ΕΕ, κατά του οποίου μπορούν να βάλλουν οι ακροδεξιές και εθνικιστικές δυνάμεις, ικανοποιώντας τις προσδοκίες των υποστηρικτών τους, δίχως, όμως, να αποξενώνουν τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους, όπως ακριβώς εξακολουθεί να συμβαίνει και με το ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών.
Αυτό δεν αλλάζει, ωστόσο, το γεγονός ότι το νέο σύμφωνο, παρότι είναι αναντίρρητο ότι δεν αποτελεί βήμα προόδου, είναι ένας τρόπος για να αποφευχθεί ο ανοιχτός οικονομικός και διπλωματικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο πιο ισχυρών κρατών της ΕΕ και να διασφαλιστεί ότι θα συνεχίσουν να συνεργάζονται, όσο αυτό είναι δυνατό, για την επίτευξη των όποιων κοινών στόχων.