Μπορεί να διαφώνησαν για το δικαίωμα στην «ασφαλή και νόμιμη έκτρωση», αλλά συμφώνησαν για την Ουκρανία. Οι αρχηγοί των κρατών-μελών της Ομάδας των Επτά (G7) που διαβουλεύονται αυτές τις ημέρες (13-15 Ιουνίου) στην Απουλία της Νότιας Ιταλίας έστειλαν ήδη τρία ξεκάθαρα μηνύματα με κύριο αποδέκτη τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Παρουσία, μάλιστα, του ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος μετείχε στη σύνοδο για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, οι ηγέτες των επτά ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη συμφώνησαν καταρχάς για την παροχή δανείων ύψους 50 δισ. δολαρίων στην Ουκρανία, μέσω της αξιοποίησης των τόκων από τα ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία που δεσμεύτηκαν μετά τη ρωσική εισβολή, το 2022.
Οπως εξηγεί σε ανάλυσή του ο Αντρέα Μπονάνι, αρθρογράφος της ιταλικής εφημερίδας La Repubblica, αυτό αποδεικνύει πως έπειτα από περισσότερο από μια διετία πολέμου η αρωγή του Κιέβου από τη Δύση κάθε άλλο παρά έχει μειωθεί, όπως ευελπιστούσε ο Πούτιν. Αντιθέτως, αυξήθηκε σημαντικά τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο (γεγονός που εξηγεί και την οργισμένη αντίδραση της Μόσχας, η οποία δια στόματος της Μαρία Ζαχάροβα, εκπροσώπου του ρωσικού ΥΠΕΞ, έκανε λόγο για «εγκληματική» απόφαση, απειλώντας, συγχρόνως με «επώδυνα» αντίποινα).
Οι ηγέτες της Δύσης έστειλαν ένα ισχυρό μήνυμα και στην Κίνα, ξεκαθαρίζοντας πως η κεκαλυμμένη αλλά δεδομένη υποστήριξη της Μόσχας από το Πεκίνο δεν θα γίνεται πλέον ανεκτή στο όνομα των όποιων (τεράστιων) οικονομικών συμφερόντων: οι κινεζικές οντότητες, περιλαμβανομένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που συνδράμουν με οποιονδήποτε τρόπο την πολεμική βιομηχανία της Ρωσίας θα έρχονται αντιμέτωπες με κυρώσεις.
Επιπλέον, όπως σημειώνει ο ιταλός αρθρογράφος, η Ευρώπη τείνει σταδιακά να προσαρμοστεί στη σκληρή αμερικανική γραμμή και στο μέτωπο του εμπορίου, όπως καταδεικνύει η απόφαση της ΕΕ για την επιβολή υψηλότερων δασμών στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Το τρίτο μήνυμα εστάλη επίσης στον Πούτιν, και εμμέσως στον Ντόναλντ Τραμπ, όσον αφορά τις ελπίδες του πρώτου για επικράτηση του δεύτερου στις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου. Μετά το μπλοκάρισμα της αμερικανικής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας στο Κογκρέσο από τους Ρεπουμπλικανούς, ο Τζο Μπάιντεν αποφάσισε να περάσει στην αντεπίθεση, δημιουργώντας έναν μηχανισμό αρωγής της Ουκρανίας τον οποίο ο Τραμπ δεν θα μπορέσει να διαλύσει ακόμη και εάν κερδίσει τις εκλογές.
Πρόκειται για ένα δεκαετές σύμφωνο ασφαλείας το οποίο ο αμερικανός πρόεδρος παρουσίασε ως εγγύηση για τον εφοδιασμό του Κιέβου με όλα όσα χρειάζεται (όπλα, πληροφορίες, υποδείξεις, τεχνολογία) για να κερδίσει τον πόλεμο εναντίον της Μόσχας.
Λιγότερο από πέντε μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές, ο Τζο Μπάιντεν έχει κάθε λόγο να εστιάζει στον πόλεμο του Πούτιν, και για να καταδείξει τη σύγκλιση των θέσεων του αντιπάλου του με τα συμφέροντα του Κρεμλίνου. Σύμφωνα, όμως, με τον Αντρέα Μπονάνι, το ίδιο ισχύει και για τους ηγέτες και τις ηγέτιδες της ΕΕ που μετέχουν στη σύνοδο της G7 – αν και για διαφορετικούς λόγους.
Ο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος είχε ήδη σκληρύνει τη στάση του απέναντι στον Πούτιν πριν από το εκλογικό φιάσκο της περασμένης Κυριακής, έχοντας πλέον διαλύσει την εθνοσυνέλευση και προκηρύξει πρόωρες εκλογές, επιβάλλεται να υπογραμμίζει πως η αντίπαλός του Μαρίν Λεπέν είναι επικίνδυνα κοντά στον εχθρό και ότι οι όποιες αντιευρωπαϊκές θέσεις της Λεπέν (όσον αφορά, για παράδειγμα, την ευρωπαϊκή διάσταση της πυρηνικής αποτρεπτικής ισχύος της Γαλλίας) εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Μόσχας.
Ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του οποίου κατέλαβε την τρίτη θέση, πίσω από τους φιλορώσους νεοναζί της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), έχει επίσης συμφέρον να αναδείξει την ασυμβατότητα της Ακροδεξιάς με τα συμφέροντα των Δυτικών δημοκρατιών. Επιπλέον, η επαναφορά του πολέμου στο προσκήνιο θα μπορούσε να καταστεί για τους χειμαζόμενους Σοσιαλδημοκράτες το κλειδί για την οικοδόμηση μιας γέφυρας με τους Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU), τους πραγματικούς νικητές των εκλογών στη Γερμανία, ακόμη και για τον σχηματισμό ενός κυβερνητικού συνασπισμού στο μέλλον.
Σε αυτό το πλαίσιο ευνοείται η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δεδομένου ότι υπήρξε εκ των πρώτων σε ανώτατο επίπεδο που έσπευσε να ταχθεί ανεπιφύλακτα στο πλευρό των μαχόμενων Ουκρανών. Η επαναφορά του πολέμου στην Ουκρανία σε πρώτο πλάνο θα μπορούσε επίσης να ωθήσει τους αρχηγούς των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της ΕΕ να επιταχύνουν τις διαδικασίες για τον επαναδιορισμό της στην προεδρία της Κομισιόν, καθώς και για τον σχηματισμό μιας ισχυρής πλειοψηφίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο όνομα, πρωτίστως, της αντίστασης στη ρωσική επιθετικότητα.
Οσον αφορά την Τζόρτζια Μελόνι, σύμφωνα με τον αρθρογράφο της La Repubblica, η επαναφορά του πολέμου στην Ουκρανία και η αντίσταση στη Ρωσία του Πούτιν στην πρώτη σειρά ενδιαφέροντος της Δύσης θα μπορούσε να συνδράμει την ιταλίδα πρωθυπουργό να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται σήμερα: η Μελόνι είναι πρόεδρος των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, ενός εκ των δύο ακροδεξιών σχηματισμών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που σε γενικές γραμμές είναι εχθρικός απέναντι στη Μόσχα (ο άλλος ακροδεξιός σχηματισμός είναι η Ομάδα Ταυτότητας και Δημοκρατίας, στην οποία ανήκει ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν).
Η ενισχυμένη στην πατρίδα της ιταλίδα πρωθυπουργός, στην Ευρώπη βρίσκεται σε δύσκολη θέση, όπως σημειώνει ο ιταλός δημοσιογράφος, καθώς καλείται να επιλέξει αν θα συμβάλει στον σχηματισμό ενός μεγάλου αντιευρωπαϊκού συνασπισμού, ενώνοντας τις δυνάμεις της με τη Λεπέν, ή αν θα συμπαραταχθεί με τη δημοκρατική πλειοψηφία που θα στηρίξει την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
«Αλλά εάν η Δύση συσπειρωθεί γύρω από το λάβαρο της αντίστασης στη ρωσική επιθετικότητα και τη μετατρέψει σε ύψιστη πολιτική προτεραιότητα, η επιλογή της θα μπορούσε να γίνει πιο εύκολη και ο δρόμος μπροστά της λιγότερο ανώμαλος» γράφει ο Αντρέα Μπονάνι.