Από επάνω αριστερά, σαν το ρολόι, ο δημοσιογράφος με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Διονύση Σαββόπουλο, τις Φλέρυ Νταντωνάκη - Δήμητρα Γαλάνη και τον Ακη Πάνου | CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Φώτης Απέργης: «Ακούγοντας» το μέλλον σε μουσικές συνεντεύξεις

Βρέθηκε ενώπιος ενωπίω πολλών μεγάλων. Κοινώνησε πολλά και από πολλούς και τώρα μας τα προσφέρει «δεμένα» σε έναν τόμο. Μαντόνα, Πολ ΜακΚάρτνεϊ, Λουτσιάνο Παβαρότι κ.ά. Στο τιμόνι, σήμερα, του Ραδιοφώνου της ΕΡΤ, διακρίνεται από την ικανότητα να ακούει καταρχάς και να προκαλεί πυκνές απαντήσεις, που μπορεί ο αναγνώστης να τις πάρει αποσκευές για το μέλλον
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

Η σκηνή στο (πάλαι ποτέ) Αεροδρόμιο του Ελληνικού. Αρχές της δεκαετίας του ’80. Η Τζόαν Μπαέζ ετοιμάζεται να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Και προλαβαίνει να συμπυκνώσει, σε μια φράση της προς τον δημοσιογράφο της (πάλαι ποτέ) «Ελευθεροτυπίας», Φώτη Απέργη, όλα όσα ξέρουμε και δεν ξέρουμε για το τραγούδι:

«Το τραγούδι, όπως και η ζωή, είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο, πλούσιο, γοητευτικό, αλλά και αντιφατικό, από οποιαδήποτε πολιτική ή κοινωνική επιταγή».

Τι ήθελε να πει η… ποιήτρια; Πολλά. Και ανείπωτα, επίσης. Ολα αυτά που τότε μια γενιά ολόκληρη εισέπραξε, «απορρόφησε» αν θέλετε, από όσους Μεγάλους, εντός και εκτός εισαγωγικών, της τέχνης του τραγουδιού και της μουσικής είχε τα ώτα να ακούσει και να αξιολογήσει. Εστω από τη θέση του δημοσιογράφου.

Και έπειτα από τη θέση του αναγνωστικού κοινού, όπου έφταναν αυτά τα ψήγματα σοφίας (ναι, θα τολμήσω να το πω) που εκείνοι, οι Μεγάλοι, τα μοιράζονταν. Οχι για να δειχθούν. Οχι. Για να δικαιώνουν την τέχνη τους και τον προορισμό της.

Ο Φώτης Απέργης βρέθηκε ενώπιος ενωπίω πολλών Μεγάλων. Ακουσε. Αφομοίωσε. Και έγραψε. Κοινώνησε. Κοινώνησε πολλά και από πολλούς και τώρα μας τα προσφέρει «δεμένα» σε έναν τόμο. Μαντόνα και Πολ ΜακΚάρτνεϊ, Λουτσιάνο Παβαρότι, Ερικ Κλάπτον και Φλέρυ Νταντωνάκη. Για όσους θέλουν να ακούσουν. Ακόμη και τις μουσικές πίσω από τις έντυπες γραμμές.

«Σε αυτή τη συλλογή “εξηγήσεων και εξομολογήσεων”, παράλληλα με το έργο των αξιοσημείωτων ανθρώπων με τους οποίους ο Φώτης Απέργης συνομιλεί, διακρίνουμε και κάτι από την ιδιοσυγκρασία τους. Και όχι μόνον αυτό», όπως το θέτει η Χάρις Αλεξίου στην εισαγωγή του βιβλίου του«Γίνεται παρεξήγηση και δίνουν την εξήγηση», που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αγκυρα.

Με τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τη Δήμητρα Γαλάνη το 1985, σε πρόβα σε στούντιο για συναυλία στη Ρωμαϊκή Αγορά

«Εδώ φωτίζεται και το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της εποχής στην οποία έχει δοθεί κάθε συνέντευξη. Καθώς, μάλιστα, οι εποχές αλλάζουν, επισημαίνονται με εύστοχες νύξεις και εκείνα που μεταβάλλονται γύρω μας και μέσα μας, δίχως πάντως να ωραιοποιείται το παρελθόν. Ετσι, η καταγραφή των συναντήσεων με τους καλλιτέχνες που έχουν επιλεγεί, μεταμορφώνεται σε μαρτυρία πολιτισμού».

Εκείνη η συναυλία της Τζόαν Μπαέζ πέρασε και ήρθαν κι άλλες. Και εκείνη, ιέρεια των 60s και των τραγουδιών διαμαρτυρίας, ξανάρθε. Κι ο Φώτης Απέργης τη ρώτησε τι έχει απομείνει από τα 60s. H απάντηση; «Εγώ!».

Συμπληρώνοντας σε μια πυκνή αποστροφή της όλα εκείνα που θα έπρεπε να λέγονται: «Για να μιλήσουμε για το σήμερα, θα πρέπει επιτέλους να αφήσουμε στην άκρη το ’60. Είναι, βέβαια, δύσκολο όταν τα καλύτερα τραγούδια έρχονται από εκείνη την εποχή. Ας σκεφτούμε, όμως, τους σημερινούς νέους. Ας δούμε τι μπορούν να κάνουν πλέον αυτοί. Το δικό μου όνειρο παραμένει το ίδιο: μια κοινωνία χωρίς βία».

Μετά, λοιπόν, «μας πήρε αριστερά το περιβόλι κι η χαρά», ώς «το πρώτο υπόγειο π’ ακούν θεούς κι ανθρώπους να νικούν τα πάθη και το χρήμα», που έλεγαν στα «Πιο ωραία λαϊκά» η Λίνα Νικολακοπούλου και ο Σταμάτης Κραουνάκης;

Οχι μόνον. Μετά ήρθε και καθιερώθηκε με δρασκελιές το «διαφημιζόμενο τραγούδι». Τι να πεις μέσα σε αυτό το ρευστό; Ισως εκείνο που είπε στον Απέργη ο αξέχαστος Μάνος Χατζιδάκις, που μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη διατρέχουν, ολόσωμοι, το βιβλίο του:

«Οταν με ρωτάτε για το διαφημιζόμενο τραγούδι, είναι σαν να με ρωτάτε για ένα είδος απορρυπαντικού. Τι γνωρίζω εγώ από απορρυπαντικά;

»Υπάρχει τεράστια διαφορά πρόθεσης, μέσου και αποτελέσματος. Θέλετε να μιλήσουμε για το εμπορικό τραγούδι; Απλώς προσέξτε τα ρεφρέν του – ρεφρέν του τύπου “αν και με χώρισες, εγώ σε αγαπώ”. Αναζητούν όλα καθολικότερες περιπτώσεις. Αυτές δηλαδή που, στη γενίκευσή τους, ταιριάζουν σε όσο το δυνατόν περισσότερους ακροατές. Οταν, μάλιστα, επαναλαμβάνονται αφειδώς, είναι βέβαιο πως εκείνοι θα τα αφομοιώσουν ως προσωπικά. Είναι μελετημένα όλα αυτά.

»Οχι, βέβαια, πως οι ανόητοι που τα γράφουν έχουν την εξυπνάδα να πραγματοποιούν ένα εμπόρευμα. Εχουν απλώς την ικανότητα να γίνονται αντικείμενα των εταιρειών. Βλέπετε, λοιπόν, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο εμπόρευμα και στο καλλιτέχνημα. Το πρώτο παρασκευάζεται για να καταναλωθεί. Το δεύτερο μπορεί να είναι πολύ, λιγότερο ή καθόλου επιτυχές για εμπορία».

Ο Μάνος Χατζιδάκις – να ένα άγνωστο στοιχείο που φωτίζει το βιβλίο – ετοίμαζε έναν κύκλο τραγουδιών υπό τον (σκανταλιάρικο) τίτλο «Τα Αναρχικά». Και εξηγούσε: «Βασίζεται σε αυτούσια δημοσιεύματα εφημερίδων. Σχόλια, τίτλους, άρθρα και ανακοινώσεις. Τα περισσότερα τα έχω πάρει από την “Ελευθεροτυπία”. Τους τίτλους τούς έχω πάρει από λαϊκότερες εφημερίδες».

Ηταν η εποχή που ο συνθέτης καλούσε στην Πλάκα, επί σκηνής, την αφρόκρεμα του τραγουδιού. Ιδού μία ακόμη ενδιαφέρουσα αποκάλυψη, όταν κάλεσε τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Ο Αργυράκης Μπακιρτζής θα έλεγε αργότερα στον Απέργη: «Αν πηγαίναμε, θα αποκτούσαμε το στίγμα ότι έχουμε ήθος. Μου τη δίνει το ήθος. Βέβαια, τον Χατζιδάκι τον εκτιμώ πολύ. Αλλά από το να γίνουμε καλά παιζάκια, προτιμώ να μείνουμε απατεώνες. Σου έχω πει ότι γεννήθηκα την ίδια ημερομηνία με τον Αλ Καπόνε;»

Είτε αποκαλυπτικό είτε βαθιά συνθετικό είτε απρόσμενα πυκνό, κυρίως χάρη σε όσα εκείνος άκουσε και αφουγκράστηκε, το βιβλίο του Φώτη Απέργη δεν είναι τυχαίο ότι έρχεται μετά από τη συν-γραφή με τη Νάνα Μούσχουρη της βιογραφίας της «Το όνομά μου είναι Νάνα» (εκδ. Λιβάνη), το βιβλίο για το Μίκη Θεοδωράκη «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μας» και άλλα.

Με τον Κιθ Ρίτσαρντς το 1998 στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας

Θυμάμαι ότι είχα εντυπωσιαστεί με το πώς ο συνάδελφος, σε λίγες φράσεις του, είχε καταφέρει να ξεκαθαρίσει (επιτέλους!) μύθους και αλήθειες για τη διαβόητη, λόγω επεισοδίων, συναυλία των Rolling Stones το 1967 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, μιλώντας το 1983 για το περιοδικό «Εψιλον» με τον Μικ Τζάγκερ: «Τη θυμάμαι πολύ καλά τη συναυλία. Η σκηνή ήταν στη μέση ενός γηπέδου και ήμασταν πολύ μακριά από το κοινό. Ετσι, όταν προσπάθησα να δώσω στον κόσμο μια ανθοδέσμη και κάποιοι έτρεξαν να την παραλάβουν, οι αστυνομικοί το παρεξήγησαν και άρχισαν να τους χτυπάνε. Ηταν, βλέπετε, λίγες ημέρες πριν από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Ηταν, λοιπόν, μια παράξενη συναυλία».

Ο Φώτης Απέργης –στο τιμόνι, σήμερα, του Ραδιοφώνου της ΕΡΤ– διακρίνεται από την ικανότητα να ακούει καταρχάς (είναι το πιο σημαντικό όταν έχεις κάποιον απέναντί σου ως «συνεντευξιαζόμενο» – το ακούνε εκείνοι που σήμερα βιάζονται να πλασάρουν αυτάρεσκα τις ερωτήσεις τους;) και να προκαλεί πυκνές απαντήσεις. «Σοφές», αν θέλετε, απαντήσεις, που μπορεί ο αναγνώστης να τις πάρει, αποσκευές για το μέλλον.

Με τον Διονύση Σαββόπουλο

Δείτε, ας πούμε, τι άγρευσε από τον διεθνή μας συνθέτη της πρωτοπορίας Ιάννη Ξενάκη, μιλώντας για το πόσο κατανοητή ήταν ή θα γίνει στο μέλλον η μουσική του: «Με τον καιρό το ποσοστό αυξάνεται. Οχι πολύ βέβαια… Είναι σαν τις εκλογές. Κανείς δεν βγαίνει παμψηφεί».

Κρατώντας από την πολιτική εμβρίθεια του Ξενάκη ακόμη μια σημαίνουσα φράση του: «Ο χριστιανισμός είπε “αγαπάτε αλλήλους” και καθόρισε την αμοιβή εφάπαξ στην επόμενη ζωή. Η δημοκρατία προτίμησε να πει “ανεχθείτε αλλήλους” και νομίζω ότι ήταν πιο ρεαλιστική».

Αν δούμε τα πράγματα με το τρέχον, σημερινό πρίσμα, διαβάστε τι σκαρφίστηκε, ενώπιόν του, ειρωνικά, ο Μάνος Χατζιδάκις για τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής περί ομοφυλόφιλου σε ηγετική θέση του ΚΚ Ιταλίας: «Επιτέλους, τα επίσημα κομμουνιστικά κόμματα αποκτούν σωστές διασυνδέσεις με τους περιθωριακούς»!

Διασυνδέσεις, είχε πει ο συνθέτης. Συνδέσεις, κρατάω. Παράδειγμα, του λαϊκού βάρδου Ακη Πάνου με τον Μίλαν Κούντερα και τον Καρλ Μαρξ. Και μάλιστα όταν ο Πάνου ήταν υπόδικος για φόνο στις Φυλακές Κομοτηνής.

Με τον Ακη Πάνου στις φυλακές Κομοτηνής (φωτο Στ. Ελληνιάδη)

Στο κεφάλαιο υπό τον πυκνό τίτλο «Το μεγαλύτερο μεράκι είναι να βρεις ένα κομμάτι ψωμί», ο Ακης Πάνου αποκάλυπτε: «Είναι ελάχιστες οι ώρες που έχω το μυαλό μου στη φυλακή. Ακούω ραδιόφωνο, ζωγραφίζω, γράφω, διαβάζω… Η “Αθανασία” του Κούντερα μου άρεσε πολύ. Ωραία πένα έχει ο μάγκας. Κι επειδή του Μαρξ είχα διαβάσει μόνο ένα συνοπτικό, είπα, τώρα που έχω καιρό, στείλτε μου το “Κεφάλαιο”. Μου στέλνουν, λοιπόν, αυτό το πράμα. Πω, πω. Ούτε με το κιλό δεν είναι να το πουλάς!».

Ψωμί και Αριστερά; Ναι. Λίγο παρακάτω βυθίζομαι στο κεφάλαιό του για τον γερμανό τραγουδοποιό Βολφ Μπίρμαν (στίχους του είχε μελοποιήσει θαυμαστά ο αλησμόνητος Θάνος Μικρούτσικος). Λέτε να είχε δίκιο, έστω και σε μία του φράση; «Οι Σειρήνες του καπιταλισμού δεν τραγουδούν τελικά τόσο ωραία»;

Εχοντας ζήσει σε ένα από τα προπύργια του καπιταλισμού και σε μια χώρα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», πού αισθάνθηκε, όμως, περισσότερο ελεύθερος; «Παντού αισθανόμουν ελεύθερος, γιατί αυτό εξαρτάται από μένα. Αν, όμως, ρωτάτε για εκείνες τις ελευθερίες που αφορούν το πολιτικό σύστημα, πουθενά δεν είναι ο πολίτης απόλυτα ελεύθερος. Και όμως, στο Ανατολικό Βερολίνο ήμουν περισσότερο ευτυχισμένος, αν και ήμουν λιγότερο ελεύθερος – αν και ήμουν απαγορευμένος! Εκεί είχα το συναίσθημα ότι ζυμώνω ψωμί για τον λαό, ενώ στη Δύση αισθάνομαι ότι ψήνω κέικ»…

Κάπως έτσι γράφονται τα τραγούδια, που λέγαμε (ή μάλλον έλεγε η Τζόαν Μπαέζ) στην αρχή. Μπορεί ο Μπίρμαν να ξεσκεπάζει στον Φώτη Απέργη την ένωση των δύο Γερμανιών, που «μοιάζει με την ένωση δύο μεγάλων οικογενειών της Μαφίας». Και να προσθέτει: «Οι παλιοί καταπιεστές είναι ακόμα ισχυροί. Και οι εργάτες στα εργοστάσια το νιώθουν. Ο προϊστάμενος που απολύει σήμερα έναν εργάτη επειδή κλείνει το εργοστάσιο, παλιά ήταν γραμματέας του κόμματος. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι το σηματάκι στο πέτο του: Πριν ήταν το σφυροδρέπανο, τώρα είναι το κροκοδειλάκι της Λακόστ».

Με τον Βόλφ Μπίρμαν στις 23/4/1986

Ο (αγαπημένος μου) τραγουδοποιός της άλλης όχθης, Σαρλ Αζναβούρ, το πηγαίνει από άλλον δρόμο: «Η γλώσσα, το γράψιμο, πρέπει να αλλάζει, να βελτιώνεται. Γιατί ό,τι μένει ίδιο μπορεί και να λιμνάσει. Τα λιμνάζοντα νερά μυρίζουν. Πρέπει ένα μέρος του εαυτού σου να προχωρεί, αλλιώς το κοινό σου θα σ’ εγκαταλείψει…

»Γράφω με τέτοιο τρόπο που πολλοί νομίζουν ότι λέω τη δική τους ιστορία. Ολοι έχουμε περάσει προβλήματα με τη γυναίκα ή τον άντρα μας, με την υγεία μας, με τις δυσκολίες της ζωής. Την ίδια ζωή ζούμε. Τα έχω τραγουδήσει όλα. Ολα!». Ναι, αλλά όταν μερικά πράγματα κρύβονται, δεν είναι πιο ελκυστικά; – έρχεται η ερώτηση. «Το κορμί, ίσως. Οχι οι στίχοι».

Κάπου εδώ παρεισφρέει πάλι ο Ακης Πάνου για να το συζητήσει: «Το ερωτικό τραγούδι πρέπει να περιέχει πόθο και αγάπη. Αλλιώς δεν είναι ερωτικό, είναι αφύσικο, είναι πορνό». Ο πόθος δεν είναι φυσικός; «Ναι, ρε παιδί μου, αλλά είναι στεγνός. Λάδι πολύ και τηγανίτα τίποτα»!

Στην κουβέντα και η ιέρεια των Υπαρξιστών του Παρισιού, Ζιλιέτ Γκρεκό, που είχε συμφωνήσει στα 80 και πλέον χρόνια της με τα του κορμιού: «Ενα πέπλο είναι πιο ερωτικό από το γυμνό». Ναι, εκείνη, η ενσάρκωση της καλλιτεχνικής και γυναικείας ανεξαρτησίας.

«Ετσι είμαι…» είχε πει στο Φώτη Απέργη. «Δυνάμωσα από τις πεποιθήσεις μου και κατάλαβα τις αιτίες και τα γεγονότα που με καθόρισαν. Και αυτό έγινε μέσα από ανθρώπους σαν τον Σαρτρ, τον Καμύ, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ και τον Μπορίς Βιαν. Ακουσα πολύ, τα άκουσα όλα. Και αυτό μου προσέδωσε μια άνεση.

»Ετσι είμαι, λοιπόν. Δεν είμαι πολύ ήρεμη. Εχω ανάγκη να προχωρήσω. Υπάρχει, βέβαια, πάντα ένα είδος ρατσισμού – οι γυναίκες έχουν ακόμα πολλή δουλειά να κάνουν. Εχω την εντύπωση ότι σήκωσαν λίγο τα χέρια. Ή, ίσως, θεωρούν ότι έχουν κατακτήσει κάποια πράγματα οριστικά. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια».

Μιλούσαμε για τραγούδια. Και κάποια από αυτά γράφονται ακόμη και με δάκρυα. Οπως το «Στη χώρα των αθώων», που ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου ομολογεί ότι είχε γράψει κλαίγοντας το 2015. Για τον εικοσάχρονο Βαγγέλη Γιακουμάκη, που ξεψύχησε μην αντέχοντας τη βία, το bullying των συμφοιτητών του: «Πάντοτε κυνηγήθηκαν έως θανάτου όσοι διαφέραν σε κάτι από όλους. Οι άνθρωποι δεν συγχωρούν ούτε την ομορφιά, ούτε τη μεγαλοσύνη κάποιου. Οποιος ξεχωρίζει, πρέπει οπωσδήποτε να εξαφανιστεί»…

Με τον Σαν Ρα στην Ακρόπολη το 1984 (φωτ. Αγη Κελπέκη)

Κάποτε, λοιπόν, με σκοτάδι, κάποτε με άπλετο φως. Οπως τα κομμάτια του Σαν Ρα, του Βασιλιά Ηλιου της αμερικανικής τζαζ, με τους «ηλιοκεντρικούς κόσμους» του, που φώτισαν και την Ακρόπολη το 1984. Διότι το τραγούδι μπορεί να είναι, τελικά, η (πολύτιμη) τέχνη του ανέφικτου.

Οπως το είχε θέσει ο Σαν Ρα, «αυτό που χρειάζεται κανείς είναι να ζει με το εξωπραγματικό. Από το καθημερινά δυνατό χορτάσαμε. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από το αδύνατο για να δημιουργήσει. Κοιτάξτε τους μεγάλους πολιτισμούς, τους αρχαίους Ελληνες και τους Αιγυπτίους. Προόδευσαν όσο αναζητούσαν το αδύνατο. Και παρήκμασαν όταν αρκέστηκαν στο δυνατό».